Ο νέος ασθενής της Ευρώπης μετά την Ελλάδα, την
Πορτογαλία, την Ιταλία και εν γένει τον ευρωπαϊκό Νότο είναι ο
τραπεζικός κλάδος της Γηραιάς ηπείρου. Ο πανευρωπαϊκός δείκτης των
τραπεζικών μετοχών αποτυπώνει καθαρά τη «σφαγή» που έχουν υποστεί
από τις αρχές της χρονιάς: υποχώρηση σχεδόν 30%, κερδοφορία που
παραπαίει, διαπραγμάτευση στο 0,7 της λογιστικής τους αξίας.
Οι φόβοι χτύπησαν «κόκκινο» τα τελευταία 24ωρα
με το σφυροκόπημα στη μετοχή της Deutsche Bank που χθες έφτασε να χάνει
περί το 8%, αλλά και την Commerzbank μετά τις ανακοινώσεις για χιλιάδες
περικοπές θέσεων εργασίας. Μια φήμη ωστόσο στάθηκε αρκετή για να
μπορέσει η Deutsche bank να μαζέψει όλες τις εβδομαδιαίες απώλειες,
κάνοντας άλμα 14% στο χρηματιστήριο της Wall Street. Υπενθυμίζεται ότι
χθες, τα διεθνή πρακτορεία μετέδωσαν την είδηση ότι η γερμανική τράπεζα πάει σε συμβιβασμό με το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνηςγια μείωση του προστίμου από τα 14 δισ. στα 5,4 δισ. δολ.
«Σήμερα (σσ. χθες) είναι η τελευταία ημέρα
χρηματιστηριακών συναλλαγών για το γ’ τρίμηνο του έτους και για πολλά
funds είναι το τέλος του οικονομικού έτους. Πολλά εξ αυτών έχουν έκθεση
στη Deutsche Bank, ως εκ τούτου δεν επιθυμούν να διαπραγματεύεται η
μετοχή της σε μονοψήφια νούμερα και γι’ αυτό αγοράζουν. Ολα τα
προβλήματα που υπήρχαν το πρωί της Παρασκευής, εξακολουθούν να υπάρχουν
και θα υπάρχουν και την επομένη εβδομάδα», είπε χαρακτηριστικά.
Κατά το α’ μισό του έτους, τα συμπτώματα δεν βελτιώθηκαν
στο ελάχιστο και τα ετήσια στρες τεστ της EBA τον Ιούλιο απλώς
επαναβεβαίωσαν τη δυσπραγία που πλήττει τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Αυτό
που προκύπτει όμως αν κοιτάξει πιο προσεκτικά τα αποτελέσματα των στρες
τεστ, είναι ότι μόνο δύο από τις 51 τράπεζες που εξετάστηκαν εμφάνισαν
απόδοση ιδίων κεφαλαίων πάνω από το κόστος του κεφαλαίου.
Επίσης, δεν υπήρχε ούτε μια τράπεζα που να αύξησε την αξία
των μετόχων στο δυσμενές σενάριο των στρες τεστ. Αυτό που φαίνεται ως
αναπόδραστη ανάγκη πλέον, είναι ότι η κάθε ευρωπαϊκή τράπεζα ξεχωριστά,
θα πρέπει να θέσει σε εφαρμογή σχέδια αναδιάρθρωσης των τιμών, του
κόστους και των συνολικών επιχειρηματικών μοντέλων.
Μεγάλη πληγή είναι η έκθεσή τους στα μη εξυπηρετούμενα
δάνεια, τα λεγόμενα «κόκκινα», που έχουν αναχθεί σε χρόνια πάθηση.
Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με την έρευνα της Deloitte το καλοκαίρι, σε
όλη την Ευρώπη οι τράπεζες έχουν γύρω στα 2 τρισ. ευρώ. Μόνον οι
ιταλικές τράπεζες στέναζαν υπό το βάρος 360 δισ. ευρώ «κόκκινων» δανείων. Ενδεικτικές της τραγικής κατάστασης που βιώνουν, οι δηλώσεις του Κεντρικού τραπεζίτη της χώρας ότι πιθανότατα το ιταλικό τραπεζικό σύστημα θα χρειαστεί κρατική βοήθεια.
Την ίδια ώρα, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες της πολύ
μικρότερης ελληνικής οικονομίας έχουν, σύμφωνα με τα τα στοιχεία που
παρουσίασε το καλοκαίρι η ΤτΕ, μη εξυπηρετούμενα ύψους 108,6 δισ. ευρώ,
τα οποία κάθε μήνα αυξάνονται κατά σχεδόν 1 δισ…
Εξάλλου, στη νέα έκθεση της Goldman Sachs για τις
ελληνικές τράπεζες, η επενδυτική τράπεζα περιγράφει τον κρίσιμο ρόλο της
διαχείρισης των NPLs για την εξυγίανση και την κερδοφορία τους.
Όπως σημειώνει η Alvarez & Marsal, δικαίως επενδυτές
και κυβερνήσεις ανησυχούν ότι πολλές ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν πολύν
υψηλό ποσοστό μη παραγωγικών περιουσιακών στοιχείων στους ισολογισμούς
τους. Και έχουν δίκιο. Σε χώρες όπως η Ιταλία και η Ιρλανδία το 17% των
ισολογισμών των τραπεζών είναι παγιδευμένο σε «κόκκινα» δάνεια, την ώρα
που στις ΗΠΑ το ποσοστό έκθεσης των τραπεζών σε μη εξυπηρετούμενα είναι
μόλις 2%.
Την ευθύνη για την παραπάνω εικόνα έχουν βέβαια οι ίδιες
οι τράπεζες, που θα πρέπει να μάθουν το μάθημά τους και να αποφεύγουν
στο μέλλον να δημιουργούν περισσότερα κόκκινα δάνεια. Μεγάλη ευθύνη όμως
έχουν και οι ρυθμιστικές αρχές, καθώς θέματα όπως η διαφάνεια στις
κεφαλαιακές απαιτήσεις εξακολουθούν να παραμένουν άλυτα. Η Ευρωπαϊκή
Ένωση Χρηματαγορών (AFME) που αντιπροσωπεύει μεγάλες επενδυτικές
τράπεζες, προειδοποίησε εσχάτως ότι η Βασιλεία ΙΙΙ σχεδιάζει να αυξήσει
τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, ενώ προηγουμένως έλεγε ότι δεν θα συμβεί
κάτι τέτοιο.
Ωστόσο, τα φαινόμενα αδιαφάνειας δεν περιορίζονται εδώ.
Επεκτείνονται και στις πρακτικές της ΕΚΤ, η οποία χαλάρωσε τους όρους
των κεφαλαιακών απαιτήσεων που απορρέουν από τα στρες τεστ. Μια πρακτική
όχι απαραίτητα σοφή, καθώς η έλλειψη εκκλήσεων για ανάγκη ανάληψης
δράσης σε ό,τι αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια καθώς και η ασάφεια γύρω
από τα αποτελέσματα των στρες τεστ, λειτουργούν λιγότερο δεσμευτικά για
τις τράπεζες.
Στις ΗΠΑ, η πολιτική που ακολουθήθηκε ήταν πολύ πιο
σαφής και αυστηρή με αποτέλεσμα οι αμερικανικές τράπεζες να σημειώσουν
ανάπτυξη 10%, έναντι των ευρωπαϊκών με μόλις 1%.
Επιπλέον, δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί το ότι οι τράπεζες
είναι άρρηκτα δεμένες με την οικονομική ευρωστία των χωρών στις οποίες
ανήκουν. Άρα είναι θέμα επιλογής των μετόχων, μεταξύ αυτών κυβερνήσεις,
τραπεζικός κλάδος και οι ρυθμιστές του, να ευθυγραμμιστούν προς
μακροπρόθεσμες λύσεις που θα μπορέσουν να αποκαταστήσουν τη ροή
κεφαλαίων προς την πραγματική οικονομία. Ίσως μόνο τότε θα μπορέσουν οι
τράπεζες να παραδώσουν τον τίτλο του Ευρωπαίου ασθενούς στο επόμενο
θύμα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.