Ο Στάμος Κυρζόπουλος* αναλύει το πολιτικό σκηνικό ενόψει των εκλογών, ευελπιστώντας να μην ανατείλει η νέα μέρα πάνω σε ερείπια.
"Αλλ’ ουδέν έρπει ψεύδος εις γήρας χρόνου
Σοφοκλής
Αυτοί που είναι εναντίον της πολιτικής είναι υπέρ της πολιτικής που τους επιβάλλεται
Βertolt Brecht
Πολιτική είναι η ικανότητα να παρουσιάζεις σήμερα τι θα γίνει αύριο και να εξηγείς αύριο γιατί δεν έγινε
Winston Churchill
H χώρα κατά πάσα βεβαιότητα βαδίζει πλέον προς εκλογές (άλλωστε σε πρόσφατη συνέντευξη του μας έδωσε και σχετική «άδεια» ο Wolfgang Schäuble -απομένει σε ενδεχόμενη προσεχή συνέντευξη του να μας υποδείξει και τι να ψηφίσουμε).
Όλες σχεδόν οι πρόσφατες μετρήσεις των προθέσεων τις κοινής γνώμης αποδίδουν μια εικόνα έντονης ρευστότητας, αποδυνάμωσης της επιρροής των μεγαλυτέρων κομμάτων, επερχόμενου κατακερματισμού του πολιτικού σκηνικού και διαφαινόμενης εκλογικής ενίσχυσης των σχηματισμών που βρίσκονται στα άκρα του πολιτικού φάσματος (εσχάτως δε ιδιαίτερα όσων βρίσκονται στο δεξιό άκρο). Ο χρόνος βεβαίως που απομένει ως το στήσιμο της κάλπης δεν είναι λίγος και πολλές από τις ανωτέρω περιγραφείσες τάσεις δεν αποκλείεται να αναστραφούν εν μέρει, αλλά αυτό που δύσκολα θα αλλάξει είναι η ψυχολογία, υπό το κράτος της οποίας θα προσέλθει η πλειοψηφία των συμπολιτών μας στα εκλογικά τμήματα: οργή για όσα έγιναν και φόβος για τα μελλούμενα, θα είναι, εκτιμώ, τα κυρίαρχα αισθήματα που θα εκφρασθούν.
Στο σημείο αυτό βρίσκεται ενδεχομένως και το κλειδί του αποτελέσματος: αν επικρατήσει ο φόβος, πιθανότερο είναι να περιορισθούν οι απώλειες των αποκαλούμενων κομμάτων εξουσίας και να ανακτήσουν σημαντικό μέρος των δυνάμεων τους, αν πάλι το στίγμα δοθεί από την οργή για την πολιτική διεύθυνση που οδήγησε τη χώρα στα βράχια, τότε η ενίσχυση των διαφόρων εκδοχών κομμάτων διαμαρτυρίας μπορεί να λάβει πρωτοφανείς διαστάσεις. Αυτή τη στιγμή δεν είναι ξεκάθαρο, τι από τα δύο θα συμβεί τελικά, ούτε είναι σαφές πως θα επιδράσει η προεκλογική εκστρατεία, αν η στάση του παραδοσιακού τύπου και των ηλεκτρονικών Μ.Μ.Ε. (που αναμένεται να στηρίξουν παντί τρόπω τα μεγαλύτερα κόμματα) θα έχει την επιρροή που είχε παλαιότερα ή θα λειτουργήσει ως μπούμεραγκ, αν θα υπάρξουν παρεμβάσεις και πιέσεις από τους δανειστές και ποια θα είναι η επίπτωση τους στη συμπεριφορά του εκλογικού σώματος, πόσο μεγάλη θα είναι η αποχή και κυρίως ποια θα είναι η σύνθεση της.
Η κοινωνία βρίσκεται εν πολλοίς σε σύγχυση. Σε όλες τις μετρήσεις, η πλειοψηφία των πολιτών εκφράζεται υπέρ της παραμονής στο ευρώ και ταυτόχρονα εναντίον του μνημονίου και των πολιτικών που εκπορεύονται από αυτό. Οι εκλογές κερδίζονται συνήθως από αυτόν που επιβάλλει το δίλημμα που τον εξυπηρετεί, αλλά ακόμη δεν είναι σαφές ποιο δίλημμα θα επικρατήσει: ναι ή όχι στο ευρώ ή ναι ή όχι στο μνημόνιο. Τα διλήμματα μπορεί να μοιάζουν, θα γίνει προσπάθεια να παρουσιασθεί ότι ταυτίζονται, αλλά καλώς ή κακώς η κοινωνία δεν τα θεωρεί ή δε θέλει να τα θεωρήσει ταυτόσημα.
Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα, με το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπη η πολιτική τάξη, είναι η κατάρρευση της αξιοπιστίας της. Καθ’ υπερβολήν θα μπορούσε να λεχθεί, πως σχεδόν, ότι και να πουν, δεν τους πιστεύει πλέον κανείς. Η ειρωνία δε είναι, πως, όπως στο σχετικό μύθο με τον βοσκό, αυτή τη φορά (τουλάχιστον από το τα μεγαλύτερα κόμματα) ενδέχεται να λεχθούν λιγότερα ψέμματα και να δημαγωγήσουν λιγότερο από κάθε άλλη φορά. Στην παρούσα συγκυρία θα επιδιώξουν να «πουλήσουν» υπευθυνότητα, ωριμότητα, σύνεση και σωφροσύνη και να προβάλουν τον κίνδυνο της ακυβερνησίας και του χάους μιας ενδεχόμενης άτακτης χρεοκοπίας και εξόδου από την ευρωζώνη. Η παροχολογία και η ακατάσχετη υποσχεσιολογία ανήκουν πιθανώς στο παρελθόν, αλλά τώρα, που για πρώτη φορά ψελλίζουν κάποιες αλήθειες, τώρα είναι που φαίνεται να πείθουν λιγότερο από οποτεδήποτε.
Γιατί;
Γιατί είναι η ελληνική κοινωνία μαθημένη να της χαϊδεύουν τα αυτιά; Γιατί ουδείς συμπαθεί τον άγγελο κακών ειδήσεων; Ίσως, αλλά δεν αρκεί ως εξήγηση. Η πιο προφανής απάντηση είναι: δεν τους πιστεύουν γιατί είναι αυτοί που είναι. Το επιχείρημα είναι απλό (ενδεχομένως απλοϊκό, κατ’ άλλους ίσως και λαϊκίστικο): Είναι δυνατόν να εμπιστευθούμε τη διακυβέρνηση της χώρας στην κρισιμότερη ίσως καμπή της μεταπολιτευτικής της ιστορίας στα χέρια των κομμάτων και των προσώπων που την οδήγησαν σε αυτό το χάλι, και οι οποίοι μάλιστα δεν αρθρώνουν λέξη ειλικρινούς και ουσιώδους αυτοκριτικής και εκπροσωπούν και συναποτελούν μια άρχουσα πολιτική τάξη, που δεν υποβλήθηκε σε κανενός είδους κάθαρση; Υπάρχουν ευθύνες για την καταστροφική πορεία και πως θα αποδοθούν αν ψηφισθούν ξανά οι ίδιοι; Είναι δυνατόν να υπάρξει κάθαρση του δράματος χωρίς νέμεση;
Η προβαλλόμενη ως απάντηση σε όλα αυτά είναι ενδεχομένως εξίσου απλή (και ενδέχεται να λειτουργήσει κιόλας): Δεν υπάρχει άλλη λύση, δεν υπάρχουν καλύτεροι, κι αν υπάρχουν δε βγαίνουν μπροστά, οι εναλλακτικές λύσεις (των μικρότερων κομμάτων) είναι από ατελέσφορες ως επικίνδυνες.
Άλλωστε πρόβλημα αξιοπιστίας δεν έχουν μόνο οι πολιτικοί των συνιστωσών του δικομματισμού, αλλά και πολλοί των εισέτι μικροτέρων κομμάτων. Τα περισσότερα άλλωστε από τα νεοπαγή μικρότερα κόμματα, δεν προέκυψαν ως κινήσεις πολιτών για να εκφρασθεί ένας πολιτικός χώρος ή ένα ιδεολογικό ρεύμα, αλλά ως πολιτικά οχήματα στέγασης των προσωπικών φιλοδοξιών των ηγετικών προσώπων, όταν αυτοί διαγράφηκαν ή αποχώρησαν από κάποιο μεγάλο κόμμα.
Πρόκειται συνεπώς για θραύσματα του κλονιζόμενου δικομματικού μεταπολιτευτικού οικοδομήματος, και ως τέτοια αντιμετωπίζονται από την κοινή γνώμη. Δεν υπάρχει π.χ. ένα 10% τουλάχιστον του εκλογικού σώματος που ασπάζεται τις αρχές του οικονομικού και κοινωνικού φιλελευθερισμού και τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας; Γιατί τότε η «Δράση» του κυρίου Μάνου ή η «Δημοκρατική Συμμαχία» της κυρίας Μπακογιάννη, που προβάλλουν σταθερά αυτή την ατζέντα, κινούνται σε ποσοστά από 0,5 έως 2,5% αντίστοιχα; Νομίζω, ότι η προφανής απάντηση είναι, ότι οι ηγεσίες τους θεωρούνται, δικαίως ή αδίκως, μέρος του αποτυχημένου μεταπολιτευτικού εξουσιαστικού παζλ. Δεν υπάρχει θεωρητικά χώρος για έναν εναλλακτικό του ΠΑΣΟΚ σοσιαλδημοκρατικού προσανατολισμού πολιτικό σχηματισμό;
Προφανώς και υπάρχει, αλλά πιστεύει κανείς στα σοβαρά, ότι μπορεί αυτό να το ενσαρκώσουν η φερόμενη ως αρχιτέκτονας της στρατηγικής του «λεφτά υπάρχουν» κυρία Κατσέλη και ο φερόμενος ως εμπνευστής του δημοψηφίσματος κύριος Καστανίδης; Γιατί απέτυχε η φιλόδοξη και αρκούντως προβληθείσα από τα Μ.Μ.Ε. προσπάθεια του «Κοινωνικού Συνδέσμου» που απαρτιζόταν από κατά τεκμήριο άφθαρτες, αλλά μετέχουσες του δημοσίου διαλόγου προσωπικότητες; Θαρρώ, ότι βασικός λόγος αποτυχίας αυτής της προσπάθειας ήταν η επιμονή του επί χρόνια υπουργού των κυβερνήσεων Σημίτη, κυρίου Φλωρίδη, να ηγηθεί του σχήματος.
Στον χώρο της αυτοαποκαλούμενης «λαϊκής» ή «πατριωτικής» δεξιάς (ή κατ' άλλους άκρο-δεξιάς), οι συνεχείς αλλαγές πορείας του κυρίου Καρατζαφέρη φαίνεται πως έχουν ζαλίσει το εκλογικό του ακροατήριο (ίσως και τον ίδιο πλέον, εδώ που τα λέμε), το οποίο (μαζί με όχι ευκαταφρόνητο κομμάτι των παραδοσιακών ψηφοφόρων της Ν.Δ.) φαίνεται να στρέφεται προς τους «Ανεξάρτητους Έλληνες» και τον κύριο Καμμένο, του οποίου ενδέχεται να επιβραβεύεται (δημοσκοπικά τουλάχιστον) η σταθερότητα των όποιων θέσεων του.
Στην Αριστερά τέλος, η απουσία σαφούς και ξεκάθαρου πολιτικού στίγματος και οι ενδείξεις πολιτικού καιροσκοπισμού (με την εν πολλοίς άκριτη υποδοχή των αποχωρήσαντων από το ΠΑΣΟΚ βουλευτών) ξεφουσκώνουν τα πανιά της ΔΗΜ. ΑΡ., στην οποία δε φαίνεται να αρκεί η αποστειρωμένη ευπρέπεια του κυρίου Κουβέλη (επίσης παλαιού υπουργού στις αρχές τις δεκαετίας του '90), ενώ σταθερότερη με ανοδικές τάσεις φαίνεται η απήχηση Κ.Κ.Ε. και ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ., των οποίων οι μανιχαϊκές τοποθετήσεις δεν μπερδεύουν τουλάχιστον τους ακροατές τους.
Η κρίση κλονίζει και αποσταθεροποιεί το πολιτικό σύστημα και δείχνει να παρασέρνει τα παραδοσιακά σημεία αναφοράς του. Οι εκπρόσωποι του μοιάζουν να αγωνίζονται κυρίως για την αναπαραγωγή του (την προσωπική τους πολιτική επιβίωση με άλλα λόγια), αλλά ο πρότερος βίος τους ναρκοθετεί την προσπάθεια τους. Ο διαφαινόμενος κατακερματισμός του σκηνικού θα αποδειχθεί πιθανότατα προσωρινός. Οι παρατάξεις (όχι απαραίτητα με τα σημερινά κόμματα και σίγουρα με ριζική ανανέωση προσώπων) θα επανασυγκολληθούν, θα ανασυγκροτηθούν, θα επανοικοδομηθούν, με νέες συνθέσεις και ας ελπίσουμε νέες αντιλήψεις και πρακτικές.
Η χώρα βρίσκεται αναμφισβήτητα σε κρισιμότατη καμπή, αλλά η φάση που περνάμε είναι μάλλον μεταβατική. Το παλιό αργοπεθαίνει και το νέο δεν έχει ακόμη γεννηθεί. Μακάρι να μην ανατείλει η νέα μέρα πάνω σε ερείπια και να μην είναι, όπως πολλοί φοβούνται, μια βαλκανική εκδοχή μπερλουσκονισμού.
Θα μπορούσαμε, ας πούμε, να τη διαμορφώσουμε κάπως έτσι (το λυκαυγές του αύριο)".
*Ο Σταμάτης Κυρζόπουλος είναι ιατρός καρδιολόγος, στο Ωνάσειο Καρδιοχειρουργιικό Κέντρο και το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στο προσωπικό του blog.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.