Η κρίση στην ευρωζώνη φαίνεται ότι έχει διχάσει την ευρωπαϊκή οικογένεια, ενώ η Ελλάδα έχει μπει στο στόχαστρο σφοδρής κριτικής. Τα συχνά ερωτηματικά που προκύπτουν γύρω από την ελληνική κρίση είναι αν η Ελλάδα ζει πέρα από τις δυνατότητές της. Είναι πράγμ
ατι οι Έλληνες... τεμπέληδες;
ατι οι Έλληνες... τεμπέληδες;
Την εβδομάδα που μας πέρασε η Ελλάδα συμφώνησε σε ένα δραματικό πρόγραμμα περικοπών, με τη συμφωνία κουρέματος ομολόγων, ύψους 130 δισεκατομμυρίων ευρώ, με στόχο την αποφυγή της άμεσης χρεοκοπίας. Αναπόφευκτο συμπέρασμα της στρατηγικής συμφωνίας είναι ότι οι Έλληνες πολίτες θα αναγκαστούν για μεγάλο χρονικό διάστημα να δουλεύουν περισσότερο σε σχέση με τα "προ Μνημονίου" έτη, ωστόσο θα αμείβονται λιγότερο, λόγω αναγκαστικών περικοπών σε μισθούς.
"Είναι όμως η τεμπελιά που έχει ωθήσει τους Έλληνες στο απόλυτο αδιέξοδο;", αναφέρει το δημοσίευμα.
Σύμφωνα με την ενδιαφέρουσα στατιστική έρευνα, η απάντηση είναι αρνητική, καθώς οι μέσες ετήσιες εργατοώρες των Ελλήνων είναι υψηλότερες από το μέσο ευρωπαϊκό όρο.
Στοιχεία από τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) δείχνουν ότι ο μέσος Έλληνας εργαζόμενος "κοπιάζει" 2.017 ώρες ανά έτος, νούμερο που ξεπερνά κατά πολύ το μέσο ευρωπαϊκό χρόνο εργασίας.
Από τα 34 μέλη του ΟΟΣΑ, ο απόλυτος αριθμός αυτός βρίσκεται μόλις δύο θέσεις πίσω από τη Νότια Κορέα.
Από την άλλη πλευρά, ο μέσος Γερμανός εργαζόμενος - που θεωρείται η επιτομή της εργατικότητας - φαίνεται ότι εργάζεται μόλις 1.408 ώρες το χρόνο. Η Γερμανία βρίσκεται μόλις στην 33η θέση από τον κατάλογο των "34" του ΟΟΣΑ.
Περίτρανα λοιπόν, αποδεικνύεται ότι ο μέσος Έλληνας δουλεύει κατά περίπου 40% περισσότερο από τον μέσο Γερμανό.
Η λεπτομέρεια που κάνει τη διαφορά
Στο δημοσίευμα παρουσιάζονται και οι βασικοί λόγοι που τελικά Γερμανοί και Έλληνες φαίνεται ότι διαφέρουν σε πολλά, πλην όμως σε βασικά σημεία.
Η Μαριάννα Πασκάλ, στατιστικός του παγκόσμιου οργανισμού του ΟΟΣΑ και αναλύτρια αγορών εργασίας αναφέρει: "Η ελληνική αγορά εργασίας αποτελείται από ένα μεγάλο αριθμό αυτοαπασχολούμενων, όπως οι αγρότες και - από την άλλη πλευρά - υπάρχουν απασχολούμενοι, όπως οι καταστηματάρχες που εργάζονται εξίσου πολλές ώρες".
Η ίδια καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι αυτοαπασχολούμενοι τείνουν να εργάζονται περισσότερο από εκείνους που έχουν υπογράψει σύμβαση εργασίας με κάποιο εργοδότη.
Ο δεύτερος λόγος - που κατά την ίδια την αναλύτρια αγορών εργασίας - αποτελεί κομβική διαφορά ανάμεσα σε Έλληνες και Γερμανούς υπαλλήλους είναι ο συγκριτικά υψηλότερος αριθμός ημιαπασχολούμενων στην κάθε χώρα.
"Στη Γερμανία, το ποσοστό των υπαλλήλων που εργάζονται με μερική απασχόληση είναι αρκετά υψηλό", αναφέρει η ίδια χαρακτηριστικά.
Οπότε το μεγάλο ποσοστό των ατόμων που εργάζονται με μειωμένο ωράριο στη Γερμανία είναι ικανό να μειώσει και τον αντίστοιχο συνολικό μέσο όρο εργασίας. "Στην Ελλάδα άλλωστε, πολύ λιγότεροι άνθρωποι εργάζονται με μερική απασχόληση", παρατηρεί η αναλύτρια.
"Έτσι, επειδή οι δύο αγορές εργασίας διαρθρώνονται διαφορετικά, είναι πραγματικά δύσκολο να συγκρίνονται ως όμοιες", συμπληρώνει η κ. Πασκάλ.
"Βέβαια αν αφαιρέσουμε αυτούς που ημιαπασχολούνται και τους αυτοαπασχολούμενους και εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας μόνο στην πλήρη απασχόληση των μισθωτών, οι Έλληνες εξακολουθούν να εργάζονται σχεδόν 10% περισσότερες ώρες από τους Γερμανούς", δεν παραλείπει να σημειώσει.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι Γερμανοί λαμβάνουν περισσότερες μέρες διακοπών ανά έτος, μακρόπνοη αναρρωτική άδεια, αλλά και άδεια μητρότητας - κατά μέσο όρο τέσσερις εβδομάδες περισσότερο από τους Έλληνες.
Άλλο ένα στοιχείο που κάνει την ελληνική αγορά εργασίας λιγότερο πλεονεκτική είναι ότι μόλις το 60% του πληθυσμού σε παραγωγική ηλικία στην Ελλάδα έχει πλέον δουλειά, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στη Γερμανία ξεπερνά το 70%.
Γιατί είναι η Ελλάδα που πρέπει να διασωθεί και όχι η Γερμανία;
Στο δημοσίευμα, απάντηση στο ερώτημα αυτό δίνεται με μία απλή μαθηματική πράξη.
"Πάρτε το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) και διαιρέστε το με τον αριθμό των εργαζομένων.
Σε αυτή τη βάση, ο μέσος Γερμανός εργαζόμενος είναι πιο παραγωγικός από τον μέσο Έλληνα. Η Γερμανία κατατάσσεται ως η όγδοη πιο παραγωγική χώρα από τις χώρες του ΟΟΣΑ - ή η έβδομη από τις ευρωπαϊκές χώρες - ενώ η Ελλάδα έρχεται 24η".
Η κ. Μαριάννα αιτιολογεί ότι αυτό συμβαίνει κυρίως, επειδή η Γερμανία διαθέτει αποδοτικό μεταποιητικό τομέα, αλλά και υποδομές που λειτουργούν ενισχυτικά στην εργασία. "Ακόμα και όσοι απασχολούνται στη γεωργία, είναι περισσότερο αποδοτικοί, λόγω της διαδεδομένης τεχνολογίας. Στην Ελλάδα, όχι", καταλήγει η Μαριάννα Πασκάλ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.