Θανάσης Γκαβός, Λονδίνο
Την έντονη ανησυχία του για την αυξανόμενη δημοτικότητα του Ανδρέα Παπανδρέου και του ΠΑΣΟΚ εξέφραζε το 1980 το βρετανικό Φόρεϊν Όφις, ένα χρόνο πριν την αλλαγή εξουσίας στην Ελλάδα.
Όπως προκύπτει από τα αποχαρακτηρισθέντα απόρρητα αρχεία του βρετανικού υπουργείου Εξωτερικών, οι Βρετανοί διπλωμάτες αποφαίνονταν ότι ενδεχόμενη εκλογική νίκη Παπανδρέου θα έθιγε τα βρετανικά και δυτικά συμφέροντα. Έδιναν εξάλλου έστω λίγες πιθανότητες στην εκδήλωση στρατιωτικού πραξικοπήματος με τη στήριξη δεξιών πολιτικών σε περίπτωση νίκης του ΠΑΣΟΚ.
Στον Ανδρέα Παπανδρέου καταλόγιζαν μεταξύ άλλων λαϊκισμό και πολιτική ασυνέπεια, εκτιμώντας ότι διαμόρφωνε τις θέσεις του ανάλογα με το ακροατήριο. Αντίθετα οι Βρετανοί δεν έχαναν ευκαιρία να δηλώνουν την υποστήριξή τους στην κυβέρνηση Ράλλη, ο οποίος είχε διαδεχθεί τον Κων/νο Καραμανλή, πρόεδρο της Δημοκρατίας από το Μάιο του 1980.
Από τα γεγονότα που διαμόρφωσαν τις ελληνοβρετανικές σχέσεις το 1980 ξεχωρίζουν η προετοιμασία για την επίσημη ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, η επανένταξη της χώρας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, η επίσκεψη της πρωθυπουργού Θάτσερ στην Αθήνα και η επίσκεψη Παπανδρέου στο Λονδίνο, κατόπιν πρόσκλησης του αντιπολιτευόμενου Εργατικού κόμματος. ...
ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ ΚΑΙ ΠΑΣΟΚ Βρετανικές εκτιμήσεις για τον Ανδρέα Παπανδρέου Τα αποχαρακτηρισθέντα απόρρητα αρχεία του Φόρεϊν Όφις από το 1980 δείχνουν ότι οι Βρετανοί, υπό κυβέρνηση Συντηρητικών, επικέντρωναν την προσοχή τους κυρίως στα νέα δεδομένα που δημιουργούσε στις σχέσεις με την Ελλάδα η αυξανόμενη δημοτικότητα του Ανδρέα Παπανδρέου και του ΠΑΣΟΚ, ένα χρόνο πριν την αλλαγή εξουσίας στη χώρα.
Σε επιστολή προς το Φόρεϊν Όφις στις 14 Ιουλίου ο βουλευτής των Εργατικών της αντιπολίτευσης Πίτερ Σορ προτρέπει το υπουργείο Εξωτερικών να αναπτύξει καλές σχέσεις με τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος είχε εκφράσει την επιθυμία να επισκεφθεί το Λονδίνο. Όπως σημειώνει μάλιστα ο κ Σορ, προτίθετο να απευθύνει ο ίδιος την πρόσκληση.
Λίγες ημέρες αργότερα, έκθεση του τμήματος Νότιας Ευρώπης του Φόρεϊν Όφις αναφέρεται στις – ανυπόστατες ακόμα - σχέσεις της τότε συντηρητικής κυβέρνησης Θάτσερ με το ΠΑΣΟΚ. Το υπουργείο συστήνει τη συνεννόηση με το αντιπολιτευόμενο κόμμα των Εργατικών ώστε να αναπτυχθούν στενότερες σχέσεις με το συγγενές πολιτικά ΠΑΣΟΚ και τον ηγέτη του, καθώς και την αποστολή πρόσκλησης προς τον Ανδρέα Παπανδρέου να επισκεφθεί το Λονδίνο εκείνο το φθινόπωρο (όπως και έγινε). Όπως παρατηρείται, οι προοπτικές του ΠΑΣΟΚ ενόψει των εκλογών του 1981 είχαν βελτιωθεί σημαντικά, με τον Ανδρέα Παπανδρέου να πασχίζει να αποδυθεί το μανδύα του «ανεύθυνου Μαρξιστή». Στόχος των Βρετανών, προκύπτει από το έγγραφο, ήταν να φέρουν το ΠΑΣΟΚ πιο κοντά στο κέντρο, όπως ήταν για παράδειγμα η σοσιαλιστική αντιπολίτευση στην Ισπανία. Σημειώνεται χαρακτηριστικά ότι το σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα στη Βρετανία έβλεπε με καχυποψία το ΠΑΣΟΚ, λόγω του λαϊκιστικού προφίλ του Παπανδρέου και του γεγονότος ότι δε θεωρείτο «πραγματικά σοσιαλιστικό κόμμα».
Εξάλλου, σε επιστολή του Φόρεϊν Όφις προς την πρεσβεία στην Αθήνα επιβεβαιώνεται η άποψη που είχε διατυπωθεί από διπλωμάτες ότι ενδεχόμενη επικράτηση του ΠΑΣΟΚ στις επερχόμενες εκλογές θα ήταν «επικίνδυνη» για τα δυτικά συμφέροντα, παρά τις όποιες ενδείξεις περί πιο μετριοπαθούς πολιτικής από τον Παπανδρέου. Ζητάται δε μια πιο αναλυτική παρουσίαση των συνθηκών υπό τις οποίες θα μπορούσε να εμποδιστεί η πορεία του ΠΑΣΟΚ προς την εξουσία με κάποιο πραξικόπημα, όπως είχε εκτιμηθεί ότι θα μπορούσαν να κάνουν δυνάμεις της δεξιάς στην Ελλάδα.
Η αρχική σχετική έκθεση από το Βρετανό πρέσβη στην Αθήνα, Ίαν Σάδερλαντ εξετάζει κατά πόσο το ΠΑΣΟΚ είχε ολοκληρωτικές φιλοδοξίες (όπως είχε υποστηρίξει και με άρθρο του στην εφημερίδα «Ακρόπολις» ο υπουργός Άμυνας Αβέρωφ, που κατήγγειλε ότι ο Παπανδρέου έστηνε ένα μυστικό παράνομο στρατό) και ποια ήταν η γενικότερη κατάσταση της αριστεράς στη χώρα.
Αυτό που επισημαίνεται είναι ότι δεν υπήρχε σοσιαλδημοκρατική παράδοση στην Ελλάδα και ότι η επταετία είχε ριζοσπαστικοποιήσει το παλιό κέντρο δημιουργώντας τις συνθήκες για την ανάδειξη του κόμματος του Ανδρέα Παπανδρέου στην εξουσία. Το βρετανικό συμπέρασμα είναι ότι το ΠΑΣΟΚ ήταν προσωποκεντρικό («ορχήστρα του ενός») και λαϊκιστικό, χτισμένο γύρω από έναν χαρισματικό ηγέτη, που ήταν σύμφωνα με τους επικριτές του «ο πιο επικίνδυνος άνδρας στην ελληνική πολιτική, ένας γλυκόλογος και γοητευτικός διάβολος», αλλά χωρίς ολοκληρωτικές φιλοδοξίες, όπως του καταλόγιζαν οι πολιτικοί του αντίπαλοι.
Η πολιτική Παπανδρέου κρίνεται ως «λαϊκιστική, σοσιαλιστική, εθνικιστική, αντιαμερικανική, αντινατοϊκή, αλλά λιγότερο δογματική και περισσότερο πραγματιστική όσο πλησιάζουν οι εκλογές». Επισημαίνεται πάντως ότι ως κυβέρνηση το ΠΑΣΟΚ θα μπορούσε να προκαλέσει οικονομική κρίση και κυβερνητικό χάος.
Ο πρέσβης Ίαν Σάδερλαντ εκτιμά ότι η ηπιότερη στάση του Παπανδρέου κυρίως σε θέματα εξωτερικής πολιτικής ήταν περισσότερο αποτέλεσμα συνειδητοποίησης των συνθηκών που θα οδηγούσαν το κόμμα του στην εξουσία, παρά ένας τακτικός ελιγμός που θα ανατρεπόταν μετά από πιθανή εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ. Όπως τονίζει ο πρέσβης, σε περίπτωση ανατροπής αυτής της πιο μετριοπαθούς στάσης του Παπανδρέου μετά την ανάδειξή του σε πρωθυπουργό, θα προκαλείτο συνταγματική κρίση από τη στιγμή που ο Καραμανλής ήταν πρόεδρος της Δημοκρατίας, ενώ θα ήταν πιθανή και η επέμβαση του στρατού.
Ο Βρετανός πρέσβης τονίζει ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν επιθυμεί τη δημιουργία ενός μονοκομματικού κράτους, γνωρίζοντας ότι ο στρατός θα τον εμπόδιζε. «Το κάλεσμα σε ‘αλλαγή’ πλήττει τα δυτικά συμφέροντα και απειλεί με εσωτερική αστάθεια», είναι το συμπέρασμα σχετικής βρετανικής έκθεσης.
Σε ό,τι αφορά την αριστερά γενικότερα, εκτιμάται ότι πέρα από το ΠΑΣΟΚ ενισχυμένο ήταν και το ΚΚΕ Εξωτερικού του Χαρίλαου Φλωράκη. Οι πολιτικές διαιρέσεις μεταξύ αριστεράς και δεξιάς στην Ελλάδα χαρακτηρίζονται ως οι πιο βαθιές από οποιαδήποτε άλλη δυτική χώρα.
Γεύμα πρέσβη με Παπανδρέου
Κατά τη διάρκεια γεύματος με το Βρετανό πρέσβη στις 17 Ιουνίου, ο Ανδρέας Παπανδρέου αναφέρθηκε στις μεταπτυχιακές σπουδές κοινωνιολογίας του μεγαλύτερου γιου του, σημερινού πρωθυπουργού, στο LSE, του δευτερότοκου γιου του στο Queen Mary στα οικονομικά και την επιθυμία της κόρης του να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο του Σάσεξ, όπου εκείνο το ακαδημαϊκό έτος θα ενέπιπτε στην αύξηση των διδάκτρων, προοπτική που «δε θορύβησε ιδιαίτερα τον Παπανδρέου».
Αναφερόμενος στις θέσεις του ΠΑΣΟΚ για την οικονομία, ο Ανδρέας Παπανδρέου τόνισε τη σημασία που είχε η ναυτιλία για τη χώρα, καθώς και στο ότι ο ίδιος επιθυμούσε την προσέλκυση επενδύσεων από το εξωτερικό, χωρίς όμως να δίνεται στους ξένους επενδυτές κυρίαρχος ρόλος στην ιδιοκτησία ή διαχείριση ελληνικών εταιρειών. Έκανε επίσης λόγο για πρόθεση του ΠΑΣΟΚ να «κοινωνικοποιήσει», δηλαδή να κρατικοποιήσει ορισμένες από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις της χώρας σε καίριους τομείς, όπως τράπεζες, συγκοινωνίες, επικοινωνίες και ενέργεια.
Σοσιαλισμός και ΠΑΣΟΚ – Κάρολος Παπούλιας
Το μεγάλο ενδιαφέρον των Βρετανών για το ανερχόμενο ΠΑΣΟΚ φαίνεται και από έγγραφο της πρεσβείας στην Αθήνα τον Ιούλιο του 1980, που εξετάζει τη θέση του κόμματος στο διεθνή σοσιαλιστικό χάρτη.
Αυτό που διαπιστώνεται είναι μια μεγαλύτερη μετριοπάθεια στις θέσεις του Ανδρέα Παπανδρέου όσο το κόμμα πλησιάζει στην εξουσία. Ως παράδειγμα της μεταβολής του σκεπτικού του Παπανδρέου παρατίθεται η δήλωσή του από την Ισπανία ότι θα στήριζε την πορεία ένταξης της Μαδρίτης στην ΕΟΚ. Σημειώνεται ωστόσο ότι κατά τη διάρκεια συνεδρίου στην Αθήνα ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ είχε χρησιμοποιήσει τη συνήθη γλώσσα, εκτιμώντας ότι «το ολιγαρχικό ελληνικό, ξένο και πολυεθνικό μονοπωλιακό κεφάλαιο θα δώσει μάχη για να σταματήσει την πρόοδο της Ελλάδας προς το σοσιαλισμό».
Ο υπεύθυνος Διεθνών Σχέσεων του κόμματος Κάρολος Παπούλιας είχε σχολιάσει ότι ενώ το ΠΑΣΟΚ ενδιαφερόταν να έχει καλές σχέσεις με τα σοσιαλιστικά κόμματα της νότιας και της βόρειας Ευρώπης, είχε πιο πολλά κοινά με τα μεσογειακά σοσιαλιστικά κόμματα και με τους Γιουγκοσλάβους. Ο σημερινός πρόεδρος της Δημοκρατίας χαρακτηρίζεται ως «λογικός και φιλικός, λίγο έως πολύ στο κέντρο του ΠΑΣΟΚ, χωρίς να είναι ούτε εξτρεμιστής ούτε μετριοπαθής». Η εκτίμηση των Βρετανών είναι ότι θα μπορούσε να αναλάβει το ρόλο του υπουργού Εξωτερικών σε μια κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, αν και εκείνη τη στιγμή δε θεωρείτο πολιτικός μεγάλου εκτοπίσματος.
Επίσκεψη Παπανδρέου στο Λονδίνο
Ενόψει της επίσκεψης Παπανδρέου στο Λονδίνο στα τέλη Νοεμβρίου το Φόρεϊν Όφις επισημαίνει ότι ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ ίσως εκμεταλλευόταν τη θέρμη της υποδοχής του στη βρετανική πρωτεύουσα για να πείσει τους αναποφάσιστους ψηφοφόρους στην Ελλάδα ότι θεωρείτο πλέον αξιοσέβαστη πολιτική φυσιογνωμία. Για το λόγο αυτό υποδεικνύεται να τονιστούν οι πολιτικές διαφορές με τη βρετανική κυβέρνηση και η υποστήριξη της Ντάουνινγκ Στριτ στις θέσεις της κυβέρνησης Ράλλη.
Μετά την επίσκεψή του ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε συνάντηση με το Βρετανό πρέσβη στην Αθήνα, στον οποίο εξέφρασε την ικανοποίησή του για την υποδοχή της οποίας έτυχε. Όπως αναφέρει ο πρέσβης, ο Παπανδρέου σχολίασε ότι είχε μείνει εντυπωσιασμένος από την ειλικρίνεια με την οποία εκφράζονταν οι αντίθετες απόψεις, περιγράφοντας τη Βουλή των Κοινοτήτων ως «ζωηρότερο και ελκυστικότερο» χώρο από το ελληνικό Κοινοβούλιο. Ο πρέσβης σημειώνει επίσης ότι ο Παπανδρέου ήταν πολύ ικανοποιημένος από τις επαφές με το αντιπολιτευόμενο Εργατικό Κόμμα, καθώς είδε ότι οι θέσεις με το ΠΑΣΟΚ σε θέματα όπως η ΕΟΚ συνέπιπταν περισσότερο από όσο θεωρούσε ο ίδιος, υποχρεώνοντας τον πρέσβη να εκφράσει την ανησυχία του. Τονίζει εξάλλου ο Ίαν Σάδερλαντ ότι η επίσκεψη Παπανδρέου είχε αντιμετωπιστεί από τον ελληνικό Τύπο ως μείζον πολιτικό γεγονός και είχε ερμηνευθεί από ορισμένους ως ένδειξη ότι οι Βρετανοί τον θεωρούσαν ως τον επόμενο πρωθυπουργό. Ο ίδιος ο Παπανδρέου είχε πει στον πρέσβη ότι δεν έφερε ευθύνη ο ίδιος για αυτό, αν και όπως σχολιάζει ο πρέσβης, δεν έκανε τίποτα για να αποθαρρύνει την εντύπωση που είχε σχηματιστεί στις εφημερίδες.
Επίσης αναφέρεται ότι αρκετοί σχολιαστές είχαν διαγνώσει μία μετριοπάθεια στις θέσεις Παπανδρέου απέναντι στην ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ, επισημαίνοντας ιδιαίτερα την ομιλία του ηγέτη του ΠΑΣΟΚ στο Τσάθαμ Χάουζ (Βασιλικό Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων) στις 28 Νοεμβρίου. Πιο συγκεκριμένα ο Παπανδρέου είπε στο Βρετανό πρέσβη πως σε ό,τι αφορά το θέμα της άμυνας ήταν προετοιμασμένος να πει ότι δεν επιθυμούσε την αποχώρηση από τη Βορειοατλαντική Συμμαχία, αλλά πρόσθεσε, όπως είχε πει και στο Λονδίνο, ότι σε μια γενική σύρραξη Ανατολής – Δύσης οι ελληνικές δυνάμεις θα ήταν αμέτοχες, καθώς και ότι το ΝΑΤΟ δεν προσέφερε καμία εγγύηση απέναντι στην πραγματική απειλή που συνιστούσε η Τουρκία. Ο πρέσβης συστήνει στο Φόρεϊν Όφις να συνεχίσει να τονίζει το αβάσιμο αυτού του επιχειρήματος. Εκτιμά δε ότι η πιο μετριοπαθής στάση του Παπανδρέου στο Λονδίνο ήταν πρωτίστως κίνηση τακτικής. Ο πρέσβης συνεχίζει σημειώνοντας ότι δεν ικανοποιήθηκε η προσμονή του Λονδίνου για εμφάνιση διαφωνιών σε θέματα όπως η ΕΟΚ μεταξύ του ΠΑΣΟΚ και των Βρετανών Εργατικών της αντιπολίτευσης, λόγω της ανόδου της αριστερής πτέρυγας των Εργατικών, ωστόσο η επίσκεψη Παπανδρέου στο Λονδίνο περιγράφεται ως ικανοποιητική και εξυπηρετούσα τα βρετανικά συμφέροντα.
Στην Αθήνα ο Ράλλης δεν φάνηκε ιδιαίτερα ενοχλημένος από την επίσκεψη Παπανδρέου στη Βρετανία και τα αποτελέσματά της, αν και τόνιζε την πρόκληση που αποτελούσε ενόψει των εκλογών το ΠΑΣΟΚ. Ο τότε πρωθυπουργός χαρακτήρισε μάλιστα σε κουβέντα του με το Βρετανό πρέσβη τον Ανδρέα Παπανδρέου ως «Ιανό που παρουσιάζει διαφορετικά πρόσωπα ανάλογα με το ακροατήριο». Ο πρέσβης σχολιάζει ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός δε θα διαφωνούσε με την άποψή του ότι ο Παπανδρέου δεν έμενε ανεπηρέαστος από αντίθετα επιχειρήματα και διαφορετικές απόψεις. Η τελική εκτίμηση είναι ότι ο Παπανδρέου είχε επιστρέψει στην Αθήνα με μια πιο θετικά διακείμενη άποψη για τη Βρετανία, έχοντας πια διευρύνει τον κύκλο των επαφών του, κάτι που ευνοούσε τα βρετανικά συμφέροντα είτε κέρδιζε τις εκλογές είτε παρέμενε στην αντιπολίτευση. Παρόλα αυτά η άποψη του πρέσβη ότι ένας πρωθυπουργός Παπανδρέου θα έθιγε τα βρετανικά και δυτικά συμφέροντα δεν είχε αλλάξει.
Το Φόρεϊν Όφις στο Λονδίνο απέστειλε στην πρεσβεία στην Αθήνα μια απομαγνητοφώνηση της ομιλίας Παπανδρέου στο Τσάθαμ Χάουζ, παρά το γεγονός ότι ο Έλληνας πολιτικός μιλούσε χωρίς σημειώσεις και ότι η ηχογράφηση σε αρκετά σημεία δεν είχε καθαρό ήχο. Ως σημεία με ξεχωριστή σημασία τονίζονται:
- η παραδοχή του Παπανδρέου ότι η διενέργεια δημοψηφίσματος στην Ελλάδα για την πλήρη ένταξη στην ΕΟΚ, όπως ο ίδιος διακήρυττε ότι επιθυμούσε, ήταν πολύ δύσκολη λόγω της παρουσίας του Καραμανλή στην προεδρία, πόσο δε μάλλον η διαπραγμάτευση μιας «ειδικής σχέσης» με την ευρωπαϊκή κοινότητα σαν αυτή της Γιουγκοσλαβίας,
- η επιμονή στην άποψη ότι η κύρια απειλή για την Ελλάδα ήταν η Τουρκία, ότι η χώρα επανεντάχθηκε στο ΝΑΤΟ για να αντιμετωπίσει αυτή την απειλή και ότι η στρατιωτική βοήθεια από το ΝΑΤΟ είναι συντριπτικά μεγαλύτερη προς την Άγκυρα σε σύγκριση με τη βοήθεια προς την Αθήνα (σε συζήτηση με τον πρέσβη άμα τη επιστροφή του στην Αθήνα παραδέχθηκε ότι η Τουρκία ήταν σε θέση να καταλάβει μια-δυο αφρούρητες νησίδες, αλλά όχι μεγαλύτερη ελληνική έκταση, σχολιάζοντας ότι ένα από τα επιτεύγματα του Καραμανλή μετά το ’74 ήταν η ενίσχυση της ελληνικής άμυνας),
- η ανησυχία που εξέφρασε για τον περιορισμό του ελληνικού εθνικού εναέριου χώρου και η διασύνδεση αυτού του ζητήματος με το γενικότερο ερώτημα της κυριαρχίας επί του Αιγαίου
και
- η παρόλα αυτά δεδηλωμένη προθυμία του να «κάτσει και να ακούσει» τις προτάσεις του ΝΑΤΟ, εφόσον περιελάμβαναν ένα νέο τρόπο προσέγγισης της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης, καθώς το κόμμα του δεν ήταν δογματικό. Στην ομιλία του πάντως είχε κατηγορήσει τη Συμμαχία για το ρόλο της στο πραξικόπημα των συνταγματαρχών και στην εισβολή στην Κύπρο.
Στην ομιλία του ο Παπανδρέου είχε τονίσει τη σημασία που απέδιδε στη βαλκανική και μεσογειακή πολιτική της Ελλάδας ταυτόχρονα με την ευρωπαϊκή προοπτική της, λέγοντας ότι ο πατέρας του είχε πρώτος αναπτύξει σχέσεις με τη Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία που «αναμφίβολα» είχε βελτιώσει περαιτέρω ο Καραμανλής, ο οποίος πάντως είχε μείνει στη ρητορική σε ό,τι αφορούσε τη μεσογειακή στρατηγική της χώρας.
Είχε αναφερθεί επίσης στην ανισορροπία που δημιουργούσε το διεθνές εμπόριο ανάμεσα στον αναπτυγμένο και τον Τρίτο κόσμο και είχε σημειώσει ότι για το ΠΑΣΟΚ στην ουσία η Κοινή Αγορά ήταν μια τελωνειακή ένωση και μια κοινή αγροτική πολιτική. Πρόσθεσε ότι η αισιοδοξία που διέπνεε τη Συνθήκη της Ρώμης το 1952 είχε εξατμιστεί.
Ο Γιώργος Γεμενάκης, ανταποκριτής από Τα Νέα στο Λονδίνο φέρεται να είπε προς στέλεχος του Φόρεϊν Όφις ότι ο Παπανδρέου συνεχώς ρωτούσε πώς τον έβλεπαν οι Βρετανοί πολιτικοί, ενώ ένα χρόνο πριν θα ήταν αδιάφορος για τα σχόλια των μελών μιας συντηρητικής κυβέρνησης. Ο Γεμενάκης και ο Βρετανός διπλωμάτης συμφώνησαν ότι ο Παπανδρέου είχε διαλύσει κάθε φόβο που τυχόν υπήρχε στο Λονδίνο ότι επρόκειτο για τον Έλληνα Καντάφι. Έγινε αντιληπτός ως καθησυχαστικός αλλά ασυνεπής στα λόγια του σχετικά με την ΕΟΚ. Οι θεωρίες συνωμοσίας του για το ΝΑΤΟ όμως ακούστηκαν τόσο υπερβολικές που έτειναν να κάνουν Βρετανούς υπουργούς να μειδιούν, σχολίασε ο Βρετανός διπλωμάτης. Ο Γεμενάκης αντίθετα δήλωσε έκπληκτος με το πόσο μετριοπαθής εμφανίστηκε ο Παπανδρέου στο θέμα του ΝΑΤΟ. Όπως είπε, ο ίδιος είχε καταλάβει ότι ο Παπανδρέου είχε πει πως σε περίπτωση σύγκρουσης Δύσης – Ανατολής θα τασσόταν με τη Δύση, παρατήρηση για την οποία θα τον «λίντσαραν» στελέχη του κόμματός του αν ήταν παρόντα.
Σε άλλα έγγραφα που ασχολούνται με την επίσκεψή του, ο Παπανδρέου χαρακτηρίζεται «αβρός, ικανός και συνεκτικός, ένας ολοκληρωμένος πολιτικός». Ήταν εμφανές ότι χρησιμοποιούσε την επίσκεψή του για να ενισχύσει τις εκλογικές του πιθανότητες. Εκτενής αναφορά γίνεται στις επαφές του με τον Ντέιβιντ Όουεν, τον Μάικλ Φουτ, τον Τόνι Μπεν και την Μπάρμπαρα Καστλ των Εργατικών που παρείχαν την άπλετη στήριξή τους στο ΠΑΣΟΚ, δίνοντας μάλιστα και συμβουλές (Τόνι Μπεν) για τον προσεταιρισμό όσο το δυνατόν περισσότερων ψηφοφόρων. Στις επαφές με τους Εργατικούς, πέρα από τις γνωστές θέσεις για την ΕΟΚ, το ΝΑΤΟ και την Τουρκία ο Παπανδρέου είχε πει ότι η χούντα και οι υπηρεσίες πληροφοριών στην Ελλάδα χρηματοδοτούνταν από τη CIA, ότι μετά την αναδιοργάνωση του στρατού δεν θεωρούσε ότι υπήρχε κίνδυνος νέου πραξικοπήματος, αποδίδοντας τα εύσημα στον Καραμανλή, ότι στην Κρήτη υπήρχαν εγκαταστάσεις εκτόξευσης πυρηνικών πυραύλων αλλά ότι δεν γνώριζε πού βρίσκονταν οι πυρηνικές κεφαλές και ότι το μέλλον της ελληνικής γεωργίας βρισκόταν στους αγροτικούς συνεταιρισμούς.
Ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών λόρδος Κάρινγκτον σχολιάζει κατά την τελευταία ημέρα της επίσκεψης Παπανδρέου ότι προσπάθησε εμφανώς να περάσει ως «μετριοπαθής, μη-δογματικός και υπεύθυνος πολιτικός». Δεν έχασε ευκαιρία να λέει στον ελληνικό Τύπο πόσο καλά πήγαινε η επίσκεψή του, ωστόσο πέρα από μια συνέντευξη στο ραδιόφωνο του BBC τα βρετανικά μέσα δεν ασχολήθηκαν παρά ελάχιστα μαζί του.
Στη συνομιλία του με το λόρδο Κάρινγκτον, ο Παπανδρέου είχε πει ότι τον ανησυχούσε η πτώση της δημοτικότητας του προέδρου Κυπριανού στην Κύπρο, στον οποίο είχε συστήσει να αποσυρθεί από την κομματική πολιτική. Εκτίμησε ότι η ελληνική πλευρά ήταν τόσο πολωμένη που ο ίδιος φοβόταν ότι η λύση στο Κυπριακό δεν ήταν πιθανή, παρά τη σχετική ευελιξία των Τούρκων στρατηγών λόγω του μηχανισμού του ΝΑΤΟ. Στο εδαφικό ανέμενε από την Ε/Κ πλευρά μέγιστη παραχώρηση του 25% του εδάφους και ελάχιστη απαίτηση των Τούρκων το 30%. Επίσης δεν διέβλεπε συμφωνία επί συνομοσπονδίας αντί ομοσπονδίας. Ο λόρδος Κάρινγκτον είπε ότι θεωρούσε ως καλύτερη βάση των διαπραγματεύσεων τα Ηνωμένα Έθνη και όχι τις εγγυήτριες δυνάμεις, προβλέποντας μία ανταλλαγή παραχωρήσεων στο εδαφικό και το συνταγματικό. Ο Παπανδρέου πρόσθεσε και τον τομέα της ελευθερίας μετακινήσεων στους συσχετισμούς που θα οδηγούσαν στη λύση. Φοβόταν ότι το ΑΚΕΛ ακολουθώντας τη σοβιετική πολιτική επιθυμούσε γρήγορη λύση με αποτέλεσμα να είναι πολύ υποχωρητικό έναντι των τουρκικών επιδιώξεων. Οι Σοβιετικοί φοβούνταν διπλή ένωση σε περίπτωση που δεν επιτυγχανόταν πρόοδος και θεωρούσαν, όπως και η Δύση, πιο σημαντική στρατηγικά την Τουρκία από την Ελλάδα.
Για το ΝΑΤΟ ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών παραδέχθηκε ότι οι όροι της επανένταξης ήταν δυσμενέστεροι για την Ελλάδα σε σχέση με το 1974 και αφού είπε στον Παπανδρέου να μην ανησυχεί για την ικανότητα και τις βλέψεις του τουρκικού στρατού του Αιγαίου τον ρώτησε αν σκόπευε να θίξει τη συμφωνία και αν σκεφτόταν την αποχώρηση από τη Συμμαχία. Για τους όρους επανένταξης ο Παπανδρέου απάντησε ότι θα προσπαθούσε να τους βελτιώσει και όσο για την αποχώρηση είπε ότι δεν επιθυμούσε αναγκαστικά την έξοδο από μια τέτοια στρατιωτική συμμαχία, αλλά ότι τον ενδιέφερε να μπορεί η Ελλάδα να είναι ελεύθερη να αναπτύξει τις στρατιωτικές δομές που εξυπηρετούσαν τα συμφέροντά της. Για την ΕΟΚ είπε ότι δε θα επεδίωκε την έξοδο αλλά την επαναδιαπραγμάτευση των όρων της ελληνικής συμμετοχής, καθώς και ότι συνεχώς έλεγε ότι το ΠΑΣΟΚ δεν επιθυμούσε να βγάλει την Ελλάδα από τη Δύση, αλλά τα λόγια του παρερμηνεύονταν.
Η συζήτηση με τη Θάτσερ επικεντρώθηκε στην οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα, ενώ η Βρετανίδα πρωθυπουργός εξέφρασε την ελπίδα η ελληνική ένταξη στην ΕΟΚ να αποδώσει καρπούς, προσθέτοντας ότι πίστευε πολύ στη συνεργασία μεταξύ των ευρωπαϊκών δημοκρατιών. Ο Παπανδρέου σχολίασε ότι δυστυχώς η Ελλάδα εντασσόταν στην ΕΟΚ σε μια περίοδο πίεσης, εκφράζοντας την ελπίδα η Ευρώπη να μπορούσε στο μέλλον να αποδίδει μεγαλύτερη σημασία στα περιφερειακά προβλήματα. Είπε επίσης ότι το κόμμα του θεωρούσε ότι η χώρα δεν ήταν έτοιμη για την ένταξη, μεταξύ άλλων και λόγω της απαρχαιωμένης γραφειοκρατίας. Η Θάτσερ απάντησε ότι ίσως η αναδιοργάνωση λόγω της ένταξης ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόταν η ελληνική γραφειοκρατία.
Ο Βρετανός διπλωμάτης που είχε επωμιστεί να συνοδεύει τον Ανδρέα Παπανδρέου στις υποχρεώσεις του σχολιάζει στην αναφορά του ότι «του αρέσει να τον αποκαλούν “πρόεδρο”, ως πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ».
Το Φόρεϊν Όφις σε άλλο έγγραφο απευθύνει σύσταση προς τη Θάτσερ, αν ετίθετο ζήτημα, να καθησύχαζε τον Ράλλη ότι η επίσκεψη Παπανδρέου δεν ήταν ξεχωριστή για το Λονδίνο και ότι υπήρχαν μεγάλες διαφωνίες σε πολιτικά θέματα, σε αντίθεση με την ταύτιση απόψεων που υπήρχε μεταξύ των δύο κυβερνήσεων.
Από το Φόρεϊν Όφις διατυπώνεται επίσης η άποψη ότι η επίσκεψη ήταν πετυχημένη, καθώς και ότι ενώ ο Παπανδρέου δεν είχε μεταβάλει τις θέσεις του, κατάφερε να περάσει σε αρκετούς κύκλους ως πραγματιστής και ακόμα-ακόμα ήπιος πολιτικός. Εκτίθενται σε αναφορά προς την πρεσβεία τα «ψέματα» που είχε πει ο Παπανδρέου κατά τις ομιλίες και επαφές του στο Λονδίνο.
• Πρώτον, ότι η Τουρκία σχεδίαζε εισβολή σε ελληνικό έδαφος και ότι Τούρκοι αξιωματούχοι το είχαν παραδεχθεί. Τονίζεται ότι σε συνεντεύξεις τους Τούρκοι αξιωματούχοι τόνιζαν ότι δεν είχαν καμία τέτοια βλέψη.
• Δεύτερον, ότι δεν υπήρχε απειλή για την Ελλάδα από το βορρά, παρά μόνο από την ανατολή και ότι το ΝΑΤΟ δεν εγγυάτο την εδαφική ακεραιότητα. «Αλήθεια, αλλά ποια στρατιωτική συμμαχία εγγυάται ότι ένα κράτος μέλος δεν θα επιτεθεί σε άλλο; Το ΝΑΤΟ προσφέρει μία δικλείδα ασφαλείας, ιδιαίτερα σε περίπτωση απρόκλητης επίθεσης από την Τουρκία κατά της Ελλάδας και αντίστροφα. Ο ίδιος ο Παπανδρέου παραδέχθηκε ότι η τουρκική εισβολή στην Κύπρο προκλήθηκε αρχικά από την Ελλάδα – ένα λάθος που υποθέτουμε δε θα επαναληφθεί», σχολιάζει το Φόρεϊν Όφις.
• Τρίτον, ότι μετά από έξι χρόνια εκτός ΝΑΤΟ η Ελλάδα μπορούσε να υπερασπιστεί τα χωρικά της ύδατα στο Αιγαίο. Σημειώνεται ότι η βελτίωση της ελληνικής άμυνας οφειλόταν στα τουρκικά οικονομικά προβλήματα, στο εμπάργκο όπλων από τις ΗΠΑ και στην αλλαγή στάσης του ΝΑΤΟ απέναντι στην Αθήνα μετά την πτώση της χούντας.
• Τέταρτον, η ένταξη στο ΝΑΤΟ δεν επιτρέπει στην Ελλάδα να είναι αξιόμαχη στην υπεράσπιση του Αιγαίου. Τονίζεται ότι η συμμετοχή στο ΝΑΤΟ δεν περιλαμβάνει τέτοιους περιορισμούς.
• Πέμπτον, ότι οι ΗΠΑ και η Γερμανία χτίζουν με οικονομική και στρατιωτική βοήθεια ένα τεράστιο οπλοστάσιο για την Τουρκία που απειλεί την Ελλάδα. Τα επίσημα στοιχεία κατά τους Βρετανούς διέψευδαν τουςε ισχυρισμούς Παπανδρέου.
• Έκτον, ότι η ιδιότητα του μέλους της ΕΟΚ δεν επιτρέπει την ανάπτυξη εθνικής οικονομικής πολιτικής. Η Βρετανία ήταν παράδειγμα ότι κάτι τέτοιο δεν ίσχυε. Οι μακροοικονομικές πολιτικές και ένα μεγάλο μέρος της μικροοικονομικής διαχείρισης έμεναν ανεπηρέαστα από την ευρωπαϊκή συνθήκη.
ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Επαφές με Κων/νο Μητσοτάκη Η βρετανο-ελληνική Κοινοβουλευτική ομάδα (αντιπροσωπεία της Βουλής των Κοινοτήτων) που είχε επισκεφθεί την Αθήνα εκείνο το Μάιο και Ιούνιο είχε μια ενδιαφέρουσα συνάντηση και με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, τότε υπουργό Εξωτερικών (μόλις είχε διαδεχθεί τον πρωθυπουργό πλέον Γεώργιο Ράλλη). Ο κ. Μητσοτάκης ρωτήθηκε πόσο πιθανή ήταν η επανένταξη της Ελλάδας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ (μετά την αποχώρηση λόγω της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο). Κατά τον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών, η προσπάθεια εξομάλυνσης των σχέσεων με τη Συμμαχία παρά το γεγονός ότι δεν είχαν αποσυρθεί τα τουρκικά στρατεύματα από την Κύπρο συνιστούσε ήδη μία μεγάλη παραχώρηση από την πλευρά των Αθηνών. Ο Κων/νος Μητσοτάκης σημείωσε ότι η Τουρκία ήταν αυτή που έπρεπε να άρει τα εμπόδια για την πλήρη επανενσωμάτωση της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ. Η λύση έπρεπε να βρεθεί το συντομότερο δυνατό καθώς το πρόβλημα έθιγε την κυβέρνηση στα μάτια της κοινής γνώμης στο εσωτερικό και διεθνώς (σ.σ.: η συμφωνία επιτεύχθηκε στα τέλη Οκτωβρίου 1980).
Σε ό,τι αφορά τις σχέσεις με την Τουρκία, ο κ. Μητσοτάκης τασσόταν υπέρ του διαλόγου, σύμφωνα με τα όσα μεταφέρουν οι Βρετανοί βουλευτές. Ήλπιζε δε ότι οι δυτικές κυβερνήσεις συμπεριλαμβανομένης της βρετανικής θα ασκούσαν την επιρροή τους στην Άγκυρα ώστε να πειστεί να διεξάγει έναν αληθινά ειλικρινή διάλογο. Ως εναρκτήρια βάση αυτού του διαλόγου, προσθέτει το βρετανικό σημείωμα, ο κ. Μητσοτάκης θεωρούσε την επίδειξη καλής θέλησης από την Άγκυρα σε θέματα όπως η υφαλοκρηπίδα, το Αιγαίο και το ΝΑΤΟ.
Σε έγγραφο του Ιουλίου ο Βρετανός πρέσβης διαπιστώνει ότι ο υπουργός Εξωτερικών Μητσοτάκης είναι αυθεντικά φιλοδυτικός και περισσότερο φιλοαμερικανός από πολλούς συναδέλφους του. Ο κ. Μητσοτάκης και ο Βρετανός πρέσβης συμφώνησαν στην ανάγκη να είναι η επανένταξη της Ελλάδας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ προτεραιότητα στην επερχόμενη σύνοδο των υπουργών της Συμμαχίας. Την επιθυμία του αυτή εξέφρασε ο κ. Μητσοτάκης και στο Βρετανό ομόλογό του λόρδο Κάρινγκτον σε συνάντηση μισής ώρας τον Ιούνιο. Προειδοποίησε μάλιστα ότι το θέμα είτε θα λυνόταν πριν τις εκλογές είτε το ελληνικό αίτημα θα αποσυρόταν. Ο λόρδος Κάρινγκτον αναγνώρισε τα πολιτικά εμπόδια, αλλά εκτίμησε ότι αργά ή γρήγορα θα έπρεπε να βρεθεί ένας συμβιβασμός. Από την πλευρά του ο Έλληνας υπουργός τόνισε ότι το Κυπριακό που αποτέλεσε αφορμή εξόδου από το στρατιωτικό σκέλος της συμμαχίας δεν είχε λυθεί, επομένως η κυβέρνηση χρειαζόταν θετικούς όρους για να πείσει το λαό υπέρ της νατοϊκής επανένταξης. Τάχθηκε υπέρ των διαπραγματεύσεων στη βάση στρατιωτικών όρων. Παράλληλα ξεκαθάρισε ότι η Αθήνα δεν επέμενε στην επιστροφή στην κατάσταση του 1974.
Συνάντηση Βρετανών βουλευτών με τον πρωθυπουργό Ράλλη
Η αντιπροσωπεία της βρετανικής Βουλής των Κοινοτήτων που επισκέφθηκε το Μάιο του 1980 την Αθήνα κατόπιν πρωτοβουλίας του ΕΟΤ είχε επίσης συνάντηση με το νέο πρωθυπουργό, Γεώργιο Ράλλη. Στη συνάντηση διάρκειας μιας ώρας, σύμφωνα με σημείωμα της βρετανικής πρεσβείας, ο Έλληνας ηγέτης σημείωσε ότι χρειαζόταν περιστολή των κρατικών δαπανών, εξοικονόμηση των αποθεμάτων συναλλάγματος και περιορισμός της κεντρικής γραφειοκρατίας. Ο συντάκτης του σημειώματος παραθέτει το σχόλιο των Βρετανών βουλευτών ότι τα λόγια του Γ. Ράλλη θύμιζαν Θάτσερ, προσθέτοντας ότι εντυπωσιάστηκαν θετικά με τον Έλληνα πρωθυπουργό. Ωστόσο, συνεχίζει ο Βρετανός διπλωμάτης, εντυπωσιάστηκαν ακόμα περισσότερο με τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Συνάντηση με Χαρίλαο Φλωράκη
Έγγραφο του προσωρινού επικεφαλής της βρετανικής διπλωματικής αποστολής στην Αθήνα τον Αύγουστο του 1980 προς το Φόρεϊν Όφις αναφέρεται σε μία από τις «σπάνιες» συναντήσεις με τον ηγέτη του ΚΚΕ Εξωτερικού, Χαρίλαο Φλωράκη.
Ο Έλληνας πολιτικός, όπως σχολιάζει ο συντάκτης Μάικλ Λιούελιν Σμιθ, καταφέρθηκε εναντίον του εκλογικού συστήματος της ενισχυμένης αναλογικής επειδή πριμοδοτούσε τα μεγάλα κόμματα. Σε ερώτηση για πιθανή συνεργασία με μια κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, ο Χ. Φλωράκης απάντησε ότι το ΚΚΕ Εξωτερικού ήταν πρόθυμο να παράσχει συνεργασία ή ανοχή σε μια μη-δεξιά κυβέρνηση – μετεκλογικά αλλά όχι προεκλογικά - εφόσον το συμφωνημένο κυβερνητικό πρόγραμμα ήταν ορθό. Δήλωσε μάλιστα ότι δε θα στήριζε ενδεχόμενη απόφαση του Παπανδρέου να προκηρύξει σύντομα νέες εκλογές εφόσον το ΠΑΣΟΚ αναδεικνυόταν πρώτο κόμμα, αλλά χωρίς απόλυτη πλειοψηφία. Συμφωνούσε δε με την πολιτική Παπανδρέου υπέρ του δημοψηφίσματος για την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ.
Ο κ. Λιούελιν Σμιθ μεταφέρει επίσης την άποψη του συνομιλητή του ότι οι σλαβόφωνοι Έλληνες Μακεδόνες είχαν ελληνική εθνική συνείδηση, ενώ συμπληρώνει ότι όμοια ήταν και η επίσημη ελληνική θέση με την πρόσθεση ότι η συγκεκριμένη κατηγορία του πληθυσμού μιλούσε και ελληνικά. Ο Βρετανός διπλωμάτης σχολιάζει ότι η επίσκεψη Φλωράκη στη Γιουγκοσλαβία λίγο πριν τη συνάντησή τους ενίσχυε τους κομουνιστικούς δεσμούς Αθήνας – Βελιγραδίου, ίσως και αποσκοπώντας στην υπονόμευση του «ευρωκομουνιστικού» ΚΚΕ Εσωτερικού.
Ο κ. Λιούελιν Σμιθ σχολιάζει ότι στο γραφείο του Χ. Φλωράκη δεν υπήρχε σχεδόν κανένα χαρτί, σε έντονη αντίθεση με το γραφείο του Κάρολου Παπούλια, τότε υπευθύνου Διεθνών Σχέσεων του ΠΑΣΟΚ, όπου οι φάκελοι με ονομασίες όπως «Στρατηγική» έφταναν σχεδόν μέχρι το ταβάνι.
Η κατάσταση της ΝΔ
Οι Βρετανοί, όπως προκύπτει από έγγραφο της πρεσβείας στην Αθήνα, δε θεωρούσαν πιθανή τη διάλυση της ΝΔ τουλάχιστον μέχρι τις εκλογές του 1981. Παρόλα αυτά, στο σχετικό υπόμνημα σημειώνεται ότι υπάρχουν ενδείξεις πως ο Αβέρωφ μετά την απώλεια της πρωθυπουργίας έναντι του Ράλλη, μετά την ανάληψη της προεδρίας από τον Καραμανλή, όντως σκεφτόταν την αποχώρηση από το κόμμα. Οι Βρετανοί διαπιστώνουν μάλιστα μία δυσαρέσκεια του Αβέρωφ και για τον τρόπο διακυβέρνησης του Ράλλη. Η εκτίμηση που επικρατεί και την οποία συμμερίζονταν οι Αμερικανοί είναι ότι ο Αβέρωφ δεν είχε συμβιβαστεί με την απώλεια της ευκαιρίας να γίνει πρωθυπουργός, εξέλιξη που δεν περίμενε. Στελέχη της ΝΔ σε συζητήσεις με Βρετανούς διπλωμάτες υποστήριζαν ότι πιθανή διάσπαση του κόμματος θα προκαλούσε απώλεια ψήφων από κέντρο και δεξιά με μεγάλο κερδισμένο το ΠΑΣΟΚ.
Οι βρετανικές αναφορές στον Κων/νο Καραμανλή
Οι Βρετανοί προβληματίζονταν από την ενδεχόμενη συνύπαρξη του προέδρου Καραμανλή με τον πιθανό πρωθυπουργό Παπανδρέου. Ο πρέσβης από την Αθήνα εκτιμά ότι «το μίγμα θα μπορούσε κάλλιστα να αποδειχθεί εκρηκτικό και εύκολα να οδηγήσει σε πολιτική κρίση». Παρόλα αυτά εμφανίζεται αισιόδοξος, θεωρώντας ότι οι δύο Έλληνες πολιτικοί θα μπορούσαν να αποφύγουν αυτή την κρίση. Ωστόσο το Φόρεϊν Όφις είναι σαφώς πιο ανήσυχο, εκτιμώντας ότι πέρα και από μια ελεγχόμενη πολιτική κρίση, πιθανή νίκη του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 1981 θα μπορούσε να ακολουθηθεί από στρατιωτικό πραξικόπημα, το οποίο «δεν έπρεπε να αποκλειστεί».
Η ανάδειξη του Καραμανλή στην προεδρία κρίνεται ως ευπρόσδεκτη εξέλιξη από τον ελληνικό λαό, ειδικά για αυτούς που πίστευαν ότι μπορούσαν να έχουν τόσο σταθερότητα (με τον Καραμανλή) όσο και αλλαγή (με τον Παπανδρέου), σχολιάζουν οι Βρετανοί διπλωμάτες στην Αθήνα. Όσον αφορά τον άνθρωπο Καραμανλή, χαρακτηρίζεται «περήφανος, μοναχικός, με αυταρχικό στιλ και προσήλωση σε δύο αρχές, την θεμελίωση της δημοκρατίας και τη σύνδεση της Ελλάδας με τη δυτική Ευρώπη».
Εκτιμήσεις για τις εκλογές του 1981
Το Λονδίνο επιβεβαιώνει με έγγραφο του Δεκεμβρίου την πρεσβεία στην Αθήνα ότι στις επερχόμενες εκλογές μια νέα επικράτηση της ΝΔ θα ήταν ωφέλιμη για τα βρετανικά συμφέροντα και ότι «η ζωή με το ΠΑΣΟΚ θα ήταν πολύ δύσκολη».
Ωστόσο το Λονδίνο κατανοεί ότι το παλιό πολιτικό κατεστημένο υπό τη ΝΔ είχε γίνει τόσο διεφθαρμένο που δεν επέτρεπε στην Ελλάδα να προβεί στις μεταρρυθμίσεις που χρειάζονταν ώστε η χώρα να εξελιχθεί οικονομικά και πολιτικά. Σχολιάζεται ωστόσο ότι «η αναποτελεσματικότητα και η διαφθορά δεν συνιστούν εχθρό της μακροημέρευσης στην εξουσία».
Ο Βρετανός πρέσβης τονίζει σε δικό του έγγραφο ότι οι εκλογές του 1981 ήταν εξαιρετικά αμφίρροπες, με την κυβέρνηση Ράλλη να επιχειρεί να αξιοποιήσει πολιτικά τα οφέλη που θα προέκυπταν από την πλήρη ένταξη στην ΕΟΚ. Από την άλλη πλευρά ο Παπανδρέου προσπαθούσε, σύμφωνα με τον Ίαν Σάδερλαντ, να καλλιεργήσει την εικόνα του πολιτικού που είχε επαφές και άνεση στο εξωτερικό. «Το κόμμα του είναι πεινασμένο για την εξουσία και η στρατηγική του μετρημένη», προστίθεται στο έγγραφο. Ο Παπανδρέου έλεγε ότι δε θα συνεργαζόταν με το ΚΚΕ ή τη ΝΔ εφόσον συμμετείχε στη συνεργασία ο Αβέρωφ, ωστόσο σημειώνεται ότι δεν απέκλειε συνεργασία με την πιο μετριοπαθή πτέρυγα της ΝΔ. Στόχος και των δύο μεγάλων κομμάτων ήταν η προσέλκυση της ορφανής ψήφου του κέντρου, μετά την κατάρρευση της ΕΔΗΚ.
Μητσοτάκη, Κυπριακό κ.ά.
Η βρετανική πρεσβεία στην Αθήνα ενημερώνει το Φόρεϊν Όφις για ομιλία του Κων/νου Μητσοτάκη στο Μόναχο επί της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Η ομιλία περιελάμβανε μεταξύ άλλων επικριτικά σχόλια για τη Βρετανία αναφορικά με το Κυπριακό.
Επίσης σημειώνεται από τον Μάικλ Λιούελιν-Σμιθ ότι ο Μητσοτάκης είχε απορρίψει προσφορά 60 εκατομμυρίων μάρκων ειδικής στρατιωτικής βοήθειας από τη Δυτική Γερμανία, λέγοντας ότι δεν αξίζει να εγκαταλειφθεί η αρχή της ισορροπημένης βοήθειας προς Ελλάδα και Τουρκία (σ.σ.: η γερμανική βοήθεια προς την Τουρκία εκείνη τη χρονιά ήταν δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με τη βοήθεια που προσφέρθηκε στην Αθήνα). Οι Δυτικογερμανοί πάντως ανέφεραν στους Βρετανούς ότι ο Μητσοτάκης είχε πει ότι δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει τη γερμανική βοήθεια στην ελληνική κοινή γνώμη. Ωστόσο δεν έκλεισε την πόρτα στα γερμανικά χρήματα.
Η εξωτερική πολιτική του Ράλλη
Στην κατάθεση στη Βουλή του προγράμματος της κυβέρνησής του στις 21 Μαΐου ο Ράλλης παρουσίασε και τους βασικούς άξονες της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας. Ο Ράλλης τόνισε ότι η ένταξη στην ΕΟΚ διασφάλιζε ένα σταθερό μέλλον για τις επόμενες γενιές. Επαναβεβαίωσε επίσης τη δέσμευση της χώρας στο ΝΑΤΟ και την επιθυμία επανεισόδου στο στρατιωτικό σκέλος, στη βάση μιας ειδικής σχέσης που θα επέτρεπε τον εθνικό έλεγχο των ενόπλων δυνάμεων σε περίπτωση πολεμικής σύρραξης. Ζήτησε επίσης σοβαρό διάλογο με την Τουρκία, εκφράζοντας την επιθυμία συνεργασίας.
Ελληνική οικονομία
Σε μια αποτίμηση της κατάστασης της ελληνικής οικονομίας το Νοέμβριο του 1980, ο Βρετανός πρέσβης εκτιμά ότι παρά τις επικρίσεις του Παπανδρέου και της αντιπολίτευσης και το κύμα απεργιών που ζούσε η Ελλάδα, η οικονομική κατάσταση δεν είχε χειροτερέψει σε σχέση με νωρίτερα μέσα στο έτος. Αν και ορισμένα διαρθρωτικά προβλήματα παρέμεναν, η οικονομία υπολογιζόταν ότι θα αναπτυσσόταν με ικανοποιητικό ρυθμό και το 1981, όπως και το 1980. Καταγράφεται ότι το Σεπτέμβριο η χώρα είχε πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών για δεύτερο συνεχή μήνα, με αποτέλεσμα οι προοπτικές μείωσης του ελλείμματος να κρίνονται θετικές. Ο πληθωρισμός ωστόσο κυμαινόταν λίγο κάτω από το 25% και αναμενόταν να πέσει κάτω από το 20% το 1981. Εκεί που επισημαίνεται κατάσταση τέλματος ήταν οι ιδιωτικές επενδύσεις.
Στις αρχές του 1980 η βρετανική πρεσβεία ενημέρωνε το υπουργείο Εμπορίου στο Λονδίνο ότι η οικονομική προοπτική για το υπόλοιπο έτος στην Αθήνα δεν ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντική. Το ισοζύγιο πληρωμών χειροτέρευε, ο πληθωρισμός είχε εκτιναχθεί κοντά στο 25%, η βιομηχανία δεν ήταν ανθηρή και για πρώτη φορά από τη μεταπολίτευση υπήρχε κίνδυνος πτώσης του βιοτικού επιπέδου. Επίσης, οι κυβερνητικοί χειρισμοί δεν κρίνονταν σταθεροί. Με επικριτικό τρόπο τονίζεται ότι ο προϋπολογισμός χωριζόταν ακόμα σε τακτικό, επενδυτικό και λογαριασμό καταναλωτικών αγαθών. Σημειώνεται επίσης ότι οι δαπάνες για την άμυνα είχαν αυξηθεί κατά 11%, αναλογώντας στο 18,9% των δαπανών του προϋπολογισμού και στο 5% του ΑΕΠ. Οι περικοπές δαπανών είχαν πλήξει ιδιαίτερα την εκπαίδευση και τις κοινωνικές υπηρεσίες, ενώ αυξήσεις άνω του μέσου όρου δίνονταν στους αγρότες.
Οι Βρετανοί εντοπίζουν δυσκολίες στη χρηματοδότηση του ελληνικού ελλείμματος, λόγω του υψηλού πληθωρισμού και της αύξησης των εισαγωγών, που είχαν μειώσει τις αποταμιεύσεις. Για το λόγο αυτό θα χρειαζόταν υψηλότερη βοήθεια από τις εμπορικές τράπεζες, η οποία όμως θα ενίσχυε ακόμα περισσότερο το δημόσιο τομέα έναντι του ήδη εξασθενημένου ιδιωτικού τομέα. Η εναλλακτική επιλογή, δηλαδή η περικοπή της αγροτικής βοήθειας, ήταν εξίσου δυσάρεστη. Ωστόσο η κυβέρνηση είχε απορρίψει την προφανή διέξοδο, την αύξηση των φόρων, την ώρα που έπρεπε να υποστεί τη σισύφειο προσπάθεια πάταξης της φοροδιαφυγής. Τονίζεται επίσης ότι από τις 72.000 θέσεις εργασίας στη δημόσια διοίκηση, οι 4.000 ήταν περιττές σύμφωνα με έκθεση Αμερικανών εμπειρογνωμόνων. Σχολιάζεται δε ότι ακόμα και για τη μετάταξη δημοσίων υπαλλήλων στην Ελλάδα χρειαζόταν νομοθετική πράξη, καθώς και ότι οι βουλευτές όφειλαν στα μάτια των ψηφοφόρων τους να τους βρίσκουν δουλειές στο δημόσιο.
Σε άλλο σημείο της σχετικής έκθεσης ο Βρετανός πρέσβης ομολογεί ότι είχε πειστεί και ο ίδιος για τις δυσκολίες που έθετε το ελληνικό κράτος στις επιχειρήσεις, αν και όταν πρωτοπήγε στην Ελλάδα θεωρούσε αυτά τα σχόλια υπερβολικά. Κατονομάζονται ορισμένες κρατικές επιχειρήσεις (Ελληνική Αεροναυτική Βιομηχανία, Εταιρεία Κατασκευής Μικρών Όπλων Αιγίου) που ήταν ζημιογόνες, την ώρα που παρόμοιες βιομηχανίες άμυνας θα μπορούσαν να λειτουργούν από ιδιώτες με πολύ χαμηλότερο κόστος. Επίσης αναφέρεται ότι τα περιθώρια κέρδους είχαν περιοριστεί. Οι καλές προθέσεις, όπως τις είχε εκφράσει μεταξύ άλλων ο τότε υπουργός Συντονισμού, Κ. Μητσοτάκης, δεν είχαν γίνει πράξη, σχολιάζουν οι Βρετανοί.
ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Ελληνοτουρκικά
Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1980 πραγματοποιήθηκε η έβδομη ελληνοτουρκική συνάντηση σε επίπεδο γενικών γραμματέων των υπουργείων Εξωτερικών. Ο αναπληρωτής γ.γ. Σταύρος Ρούσος ενημέρωσε τους Βρετανούς για τη συνάντηση Θεωδορόπουλου – Γκιουρούν, δίνοντας έμφαση, σύμφωνα με το βρετανικό έγγραφο, στο πόσο θετικό ήταν το κλίμα και στο ότι αμφότερες οι πλευρές διείδαν περιθώρια προόδου.
Το θέμα του εναέριου χώρου συμφωνήθηκε ότι θα μπορούσε να λυθεί με μια συμφωνία στο πλαίσιο της επανένταξης της Ελλάδας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Στο πιο ακανθώδες ζήτημα της υφαλοκρηπίδας, η τουρκική πλευρά χρησιμοποίησε μια παλαιότερη ελληνική σκέψη, δηλαδή τα ελληνικά νησιά πλησιέστερα στις τουρκικές ακτές να περιβάλλονται από μικρότερης έκτασης υφαλοκρηπίδα σε σχέση με τα νησιά πιο κοντά στην ηπειρωτική Ελλάδα. Το πλαίσιο αυτό κρίθηκε απαράδεκτο από την ελληνική πλευρά. Αντίθετα η ελληνική κυβέρνηση αποδέχθηκε επί της αρχής την πρόταση κοινής εκμετάλλευσης του χώρου της υφαλοκρηπίδας, εφόσον όμως πρώτα είχε ξεκαθαριστεί το θέμα της οριοθέτησης. Ενόψει του αδιεξόδου οι Έλληνες πρότειναν το πάγωμα των συζητήσεων επί του θέματος έως ότου καθορίζονταν νέοι σχετικοί διεθνείς κανόνες που θα ακολουθούνταν από νέες διμερείς συνομιλίες. Αν ακόμα δε βρισκόταν λύση, το επόμενο βήμα θα έπρεπε να ήταν η προσφυγή στη διεθνή επιδιαιτησία. Η ελληνική πρόταση βρήκε σύμφωνους με επιφυλάξεις τους Τούρκους.
Άλλο διπλωματικό έγγραφο από την Άγκυρα αναφέρει ότι η Βρετανία δεν είχε υπόψη της καμία επίσημη τουρκική δήλωση που να διαψεύδει ή να επιβεβαιώνει εδαφικές βλέψεις επί ελληνικών νησιών. Σημειώνεται πάντως δήλωση του κ. Μητσοτάκη ότι η Τουρκία δεν είχε επεκτατικές βλέψεις έναντι της Ελλάδας. Προστίθεται δε ότι η Άγκυρα είχε επανειλημμένως υποστηρίξει ότι οι διαφορές στο Αιγαίο όφειλαν να επιλυθούν με ειρηνικά μέσα.
Σε συνέντευξή του ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Τουρκμέν, απαντώντας σε προηγούμενη συνέντευξη του υπουργού Άμυνας Αβέρωφ, τόνιζε αν και η Ελλάδα έχει νησιά στο Αιγαίο δεν έχει γενικά δικαιώματα εκμετάλλευσης του πελάγους, πέρα από τα νησιά αυτά. Σε ό,τι αφορά την τήρηση ισορροπίας μεταξύ των αμυντικών δυνάμεων Τουρκίας και Ελλάδας, ο Τουρκμέν υποστήριζε ότι δεν μπορούσε να αποτελέσει σημείο εκκίνησης, καθώς θα εμπόδιζε τη συνύπαρξη των δυο χωρών στο ΝΑΤΟ. Η γεωπολιτική πραγματικότητα έδειχνε ότι η Τουρκία είχε μεγαλύτερες στρατιωτικές ανάγκες από την Ελλάδα και ήλπιζε ότι η Αθήνα θα το αναγνώριζε αυτό μετά την επιστροφή της στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ.
Σχολιάζοντας την επίσκεψη Θάτσερ στην Αθήνα το Σεπτέμβριο, που κρίνεται ως επιτυχημένη, οι Βρετανοί διπλωμάτες σημειώνουν ότι ο πρωθυπουργός Ράλλης επέδειξε ιδιαίτερο πάθος μόνο όταν αναφέρθηκε στις σχέσεις με την Τουρκία και την πλήρη επανένταξη στο ΝΑΤΟ. Η κα. Θάτσερ άκουσε με ανησυχία τα σχόλια των Ράλλη, Αβέρωφ, Μητσοτάκη που εκτίμησαν ότι αν δεν ήρετο το βέτο των Τούρκων για επανείσοδο της Ελλάδας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ τότε το αίτημα θα έπρεπε να εγκαταλειφθεί και να ξεκινήσουν συζητήσεις για το μέλλον των αμερικανικών βάσεων. Η σιδηρά κυρία τόνισε τη σημασία της ελληνικής επανένταξης για την άμυνα της Δύσης.
Εξάλλου προβληματισμένος από το πραξικόπημα στην Τουρκία σε βάρος της κυβέρνησης Ντεμιρέλ, ο Μητσοτάκης εξέφρασε στο Βρετανό πρέσβη την άποψη ότι γινόταν πιο επιτακτικη η ελληνική επανένταξη στο ΝΑΤΟ.
Το βρετανικό υπουργείο Άμυνας κλήθηκε να εξετάσει το πρόβλημα του εναέριου χώρου του Αιγαίου και τις παραβιάσεις από τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη. Οι ειδικοί του υπουργείου σχολιάζουν ότι η μη υποβολή τουρκικών σχεδίων πτήσης στο πλαίσιο νατοϊκών στρατιωτικών ασκήσεων δεν ήταν πολύ σημαντικό πρόβλημα. Συμφωνούν με την τουρκική θέση ότι τα μαχητικά αεροσκάφη δεν ήταν υποχρεωμένα να υποβάλουν σχέδιο πτήσης ενόσω βρίσκονται στο ελληνικό FIR και εφόσον δεν εισέρχονται στον εθνικό εναέριο χώρο (πάνω από την ενδοχώρα) και χαρακτηρίζουν προκλητικά τα ελληνικά αιτήματα. Παρόμοια θέση λαμβάνει και η βρετανική αντιπροσωπεία στο ΝΑΤΟ, με επιστολή από τις Βρυξέλλες, αναφορικά με την ελληνοτουρκική αντιπαράθεση κατά τη διάρκεια της νατοϊκής αεροπορικής άσκησης Περιπολία Αυγής.
Άλλο έγγραφο από το βρετανικό υπουργείο Άμυνας πάντως διαπιστώνει ότι αν και μάλλον μαχητικά αεροσκάφη που συμμετέχουν σε ασκήσεις σε εθνικό FIR δεν χρειάζεται να υποβάλλουν σχέδιο πτήσης, η τουρκική τακτική κρίνεται προκλητική. Και αυτό διότι για ασυνήθιστες αεροπορικές κινήσεις η στρατιωτική αρχή που εμπλέκεται οφείλει να ενημερώνει τις αρχές του κράτους στο FIR του οποίου πραγματοποιούνται οι πτήσεις αυτές. Επίσης, ο στρατιωτικός ακόλουθος της βρετανικής πρεσβείας στην Άγκυρα επισημαίνει ότι από τη στιγμή που η Ελλάδα δε συμμετείχε στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ δικαιολογημένα ζητούσε σχέδιο πτήσης από τα τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη.
Η βρετανική πρεσβεία αναφέρει ότι η προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης για οικοδόμηση μέτρων εμπιστοσύνης με την Τουρκία είχαν δεχθεί πλήγμα τον Αύγουστο όταν επί τέσσερις ημέρες η Ρόδος έγινε θέατρο βίαιων επεισοδίων μεταξύ αστυνομίας και νεαρών που επιχείρησαν να εμποδίσουν το άνοιγμα γραμμής τουρκικού κρουαζιερόπλοιου, του Τζεμλίκ, μεταξύ Ρόδου και Μαρμαρίδος.
Η βρετανική πρεσβεία στην Άγκυρα τονίζει στις αρχές Ιουνίου ότι η παρατήρηση του Ράλλη κατά τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησής του ότι η Ελλάδα δε θα δείλιαζε να πάει σε πόλεμο με την Τουρκία αν εξωθείτο, είχε λάβει μεγάλη και αρνητική δημοσιότητα στην Τουρκία. Ο Ντεμιρέλ είχε χαρακτηρίσει ατυχή τη χρήση της λέξης πόλεμος, προσθέτοντας ότι όλες οι θέσεις Ράλλη έβαζαν εμπόδια στις διαπραγματεύσεις.
Ο Τούρκος πρέσβης στην Αθήνα παρέδωσε στο Βρετανό ομόλογό του ένα εκτενές σημείωμα που παραθέτει στοιχεία που είχαν συγκεντρώσει οι Τούρκοι για καταγγελλόμενες αντιτουρκικές δραστηριότητες στην Ελλάδα. Το σημείωμα αναφέρει ότι ήταν προφανές ότι στην Ελλάδα είχαν ενταθεί οι δραστηριότητες κατά της εδαφικής ακεραιότητας της Τουρκίας και της ενότητας του τουρκικού έθνους, από διάφορες οργανώσεις, που φαίνονταν να δρουν υπό την ανοχή των ελληνικών αρχών. Αναφέρεται ενδεικτικά πρόγραμμα της κρατικής τηλεόρασης με τίτλο: «Η τελευταία πατρίδα: Σμύρνη». Εκτιμάται πάντως ότι οι δραστηριότητες αυτές δεν αντανακλούσαν τις απόψεις της πλειοψηφίας της ελληνικής κοινής γνώμης.
Ελληνική επανένταξη στο ΝΑΤΟ
Ο Βρετανός μόνιμος εκπρόσωπος στο ΝΑΤΟ σχολιάζει σε έγγραφό του προς το Φόρεϊν Όφις ότι συχνά φαινομενικά αθώες δηλώσεις υπέρ της Τουρκίας γίνονταν αντιληπτές από την Αθήνα ως απόδειξη μεροληψίας των Βρετανών. Σημειώνεται ότι υπήρχε μια σειρά δεδομένων που ίσως ενίσχυαν αυτή την άποψη στην Ελλάδα: πρώτον το γεγονός ότι η Τουρκία ήταν πλήρες μέλος της Συμμαχίας σε αντίθεση τότε με την Ελλάδα (από το 1974), ότι από γεωγραφική άποψη η Τουρκία είχε μεγαλύτερη σημασία για τη χάραξη στρατηγικής του ΝΑΤΟ στη νότια πτέρυγά του, με τη σημείωση ότι αυτό δε σήμαινε ότι η Ελλάδα δεν ήταν σημαντική και το γεγονός ότι η εσωτερική πολιτική κατάσταση στην Τουρκία απασχολούσε πολύ περισσότερο τους συμμάχους. Επίσης το γεγονός ότι η αλλαγή των τομέων ευθύνης που επεδίωκε η Τουρκία στηριζόταν σε βάσιμους στρατιωτικούς λόγους (όπως σε βάσιμους πολιτικούς λόγους στηριζόταν η ελληνική αντίθεση).
Σημειώνεται πάντως ότι και οι Έλληνες γίνονταν οι χειρότεροι εχθροί του εαυτού τους πρώτον με την παραχώρηση άδειας εκμετάλλευσης των ναυπηγείων της Σύρου στους Σοβιετικούς και δεύτερον με την εντολή προς την αντιπροσωπεία τους στο ΝΑΤΟ να τηρεί χαμηλό προφίλ στις συνεδριάσεις.
Προτάσεις στρατηγού Ρότζερς για την επίτευξη συμβιβασμού στο θέμα της άρσης του τουρκικού βέτο για επανένταξη της Ελλάδας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ.
Στις 11 Φεβρουαρίου κατατέθηκαν οι προτάσεις Ρότζερς που διέρρευσαν στο Βήμα και τη Λε Μοντ. Οι Βρετανοί εικάζουν ότι οι πραγματικές προτάσεις ήταν οι εξής: αναγνώριση εκατέρωθεν εθνικής κυριαρχίας, η συμφωνία θα ήταν προσωρινή και θα επανεξεταζόταν μετά την επανένταξη της Ελλάδας, η ευθύνη για διερχόμενες νηοπομπές και ασκήσεις στο Αιγαίο θα παρέμενε με τη γενική διοίκηση και θα παραχωρείτο στην Ελλάδα ή την Τουρκία ανάλογα με την περίπτωση, δημιουργία ειδικής ζώνης πτήσεων με βάση το υπάρχον σύνορο FIR των δύο χωρών.
Οι προτάσεις είχαν απορριφθεί από την Αθήνα και ο Ρότζερς δεν πίστευε ότι η Άγκυρα θα έκανε την έκπληξη αποδεχόμενη ένα σχέδιο που είχε απορρίψει η άλλη πλευρά.
Στη συνέχεια, μετά την τελική συμφωνία επανένταξης της Ελλάδας τον Οκτώβριο, οι Βρετανοί σχολιάζουν ότι η μεγαλύτερη παραχώρηση στο συγκεκριμένο θέμα έγινε από την Τουρκία που ήρε το βέτο της, αν και η Ελλάδα επέδειξε πνεύμα συμβιβασμού.
Εξάλλου, σε ό,τι αφορά τις προθέσεις του Ανδρέα Παπανδρέου σχετικά με το ΝΑΤΟ, αναφέρεται ότι σε συνάντηση με το Βρετανό υπουργό Εξωτερικών ο ηγέτης του ΠΑΣΟΚ αποκάλυψε ότι θα ήταν πρόθυμος να παραμείνει στη Συμμαχία και ότι ούτε καν θα ευχόταν απαραίτητα να εγκαταλείψει ένα στρατιωτικό οργανισμό σαν το ΝΑΤΟ. Μοναδικό του μέλημα ήταν να διασφαλίσει ότι η χώρα θα ήταν ελεύθερη να αναπτύξει τις δομές εκείνες που θα εξυπηρετούσαν τα συμφέροντά της. Οι Βρετανοί διπλωμάτες ζητούν να διευκρινιστούν ακριβώς τα λόγια του Ανδρέα Παπανδρέου, διότι αν είχε πει όσα είχαν καταγραφεί τότε θα συνιστούσαν την πιο θερμή τοποθέτησή του υπέρ του ΝΑΤΟ.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου παρέστη στις αρχές Δεκεμβρίου και σε δείπνο αντιπροσωπείας της Βουλής των Κοινοτήτων, της Βρετανο-ελληνικής Κοινοβουλευτικής ομάδας. Ο βουλευτής σερ Μπέρναρντ Μπρέιν παρατηρεί ότι μία επισήμανση του προσκεκλημένου προκάλεσε αίσθηση, ότι δηλαδή το ΝΑΤΟ δεν παρείχε εγγυήσεις για τα σύνορα ενός κράτους μέλους έναντι επίθεσης άλλης συμμάχου χώρας. Η παρατήρηση αυτή είχε προκαλέσει έκπληξη και ανησυχία, σημειώνει ο Βρετανός βουλευτής, επαινώντας την πειστικότητα και την επιχειρηματολογία του άνδρα που «πιθανώς θα γινόταν ο επόμενος πρωθυπουργός».
Προετοιμασία για την ένταξη στην ΕΟΚ
Οι Βρετανοί διπλωμάτες επισημαίνουν ότι έπρεπε να αντιμετωπίζεται με επιφύλαξη ο ισχυρισμός της ελληνικής κυβέρνησης ότι βρισκόταν εντός πλάνου σε ό,τι αφορούσε τις προετοιμασίες για την ένταξη στην ΕΟΚ. Τη θέση αυτή αντιμετώπιζαν με σκεπτικισμό ξένοι παρατηρητές και ελληνικοί οικονομικοί κύκλοι. Σημειώνονται μεταξύ άλλων η ανεπαρκής αναδιοργάνωση της αγροτικής πολιτικής, η επιδότηση των εξαγωγών και η ασάφεια γύρω από την έκταση των αρμοδιοτήτων του υπουργείου Συντονισμού στην εξωτερική και οικονομική πολιτική.
Όσον αφορά την ελληνική στάση απέναντι στην ένταξη, σημειώνεται ότι η κυβέρνηση παραδέχεται ανοιχτά ότι η ένταξη γινόταν πρωτίστως για πολιτικούς λόγους, ενώ οι Βρετανοί σχολιάζουν ότι η κυβέρνηση Ράλλη ήταν εμφανώς ανήσυχη για τη δυσκολία απόδειξης ότι η ένταξη θα ήταν ωφέλιμη από άποψη οικονομική και εμπορική. Ένας λόγος για αυτή τη δυσκολία ήταν οι πιθανές επιπτώσεις στο ισοζύγιο πληρωμών από τη σταδιακή αλλαγή του καθεστώτος των δασμών σε εισαγωγές από χώρες της ΕΟΚ την ώρα που οι επιδοτήσεις προς τους Έλληνες εξαγωγείς επίσης καταργούνταν.
Εκτιμάται ότι με το κατάλληλο μάρκετινγκ, στο οποίο η Ελλάδα υστερούσε, οι αγροτικές εξαγωγές στην ΕΟΚ θα αντιστάθμιζαν την εισαγωγή προϊόντων, αν και στο κομμάτι της κτηνοτροφίας ο ανταγωνισμός θα ήταν κατά της Ελλάδας.
Σε μια γενικότερη τάση που διαπιστώνεται στην ελληνική κοινή γνώμη, θεωρείται ότι πολλοί ανησυχούσαν ότι η Ελλάδα θα γινόταν η παιδική χαρά των πλουσίων κοινοτικών Ευρωπαίων, για τους οποίους υπήρχαν φόβοι ότι θα επιχειρούσαν να εξαγοράσουν σημαντικά τμήματα ελληνικής γης.
Σημειώνεται επίσης ότι δεν υπήρχαν αρκετά ικανά κυβερνητικά στελέχη στην Ελλάδα, ούτε ιδιαίτερα πολλοί αξιωματούχοι με επαρκή γνώση της λειτουργίας της ΕΟΚ.
Ως γενικό συμπέρασμα προκύπτει για τους Βρετανούς ότι θα περνούσε αρκετός καιρός έως ότου οι Έλληνες αποκτούσαν επαρκή πείρα ώστε να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των πολιτικών της κοινότητας. Σύμφωνα με τους Βρετανούς, η στάση της Αθήνας απέναντι στην ΕΟΚ ως χώρα μέλος θα καθοριζόταν από το ποιες κινήσεις θα απέφεραν μεγαλύτερα οικονομικά οφέλη.
ΔΙΜΕΡΕΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
Διμερή θέματα
Κωδικοποιώντας τα θέματα που αφορούσαν τις σχέσεις Ελλάδας – Βρετανίας το Φόρεϊν Όφις αναφέρεται αρχικά στην ευρωπαϊκή ένταξη της Αθήνας. Σημειώνεται ότι η πολιτική συνεργασία είναι ένα ζητούμενο, καθώς ενστικτωδώς η Αθήνα τάσσεται στο πλευρό χωρών του Τρίτου Κόσμου.
Σε ό,τι αφορά το ΝΑΤΟ, σημειώνεται ότι το βέτο που ασκούσαν οι Τούρκοι για την πλήρη επανένταξη της Ελλάδας μέχρι να καθοριστούν νέα όρια ευθύνης προέκυπτε από τη θέλησή τους να εξασφαλίσουν πλεονέκτημα στη διμερή προστριβή επί της υφαλοκρηπίδας.
Επίσης σημειώνεται ότι το Λονδίνο αντιμετώπιζε με τρόπο κατ’αρχήν θετικό η πρόταση Καραμανλή προς τη ΔΟΕ για τη μόνιμη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ελλάδα. Πάντως η βρετανική εκτίμηση είναι ότι οι πιθανότητες για κάτι τέτοιο ήταν πολύ μικρές, ενώ σχολιάζεται ότι η αμηχανία θα ήταν πολύ μεγάλη αν τυχόν στο μέλλον πραγματοποιούταν ακόμα ένα στρατιωτικό πραξικόπημα στην Ελλάδα.
Στις διμερείς εμπορικές σχέσεις τονίζεται ότι η Ελλάδα αναγνώριζε πως η Βρετανία δεν λάμβανε τις ίδιες ευκαιρίες με άλλους Ευρωπαίους εταίρους και ότι την αποκατάσταση αυτής της αδικίας αποσκοπούσε η υπογραφή Μνημονίου Κατανόησης με τον κ. Μητσοτάκη (Νοέμβριος 1979), που επέτρεπε τη βρετανική συμμετοχή σε μονάδα παραγωγής ενέργειας και τον εκσυγχρονισμό του σιδηροδρομικού δικτύου.
Επισημαίνεται τέλος ότι η αύξηση των πανεπιστημιακών διδάκτρων εκείνη τη χρονιά στα αγγλικά πανεπιστήμια είχε ήδη προκαλέσει αντιδράσεις στην πολυπληθή ελληνική φοιτητική κοινότητα.
Επίσκεψη Θάτσερ στην Αθήνα
Το Σεπτέμβριο του 1980 η πρωθυπουργός Μάργκαρετ Θάτσερ πραγματοποίησε επίσημη επίσκεψη στα Βαλκάνια, φτάνοντας πρώτα στην Ελλάδα (22-24) και μετά στη Γιουγκοσλαβία και συγκεκριμένα στο Βελιγράδι και στα Σκόπια (24-26), «πρωτεύουσα της Δημοκρατίας της Μακεδονίας», όπως αναφέρεται στο σχετικό διπλωματικό έγγραφο. Ο Βρετανός πρέσβης συστήνει πάντως στο Φόρεϊν Όφις ένα μήνα πριν την επίσκεψη να ενημερωθεί η πρωθυπουργός για τις ελληνικές ευαισθησίες ώστε να προσέξει τι ακριβώς θα πει από τα Σκόπια.
Η επίσκεψη στην Ελλάδα, η πρώτη για Βρετανό πρωθυπουργό μετά το 1958 (Χάρολντ ΜακΜίλαν), έγινε κατόπιν προσκλήσεων από τον Κ. Καραμανλή και το Γ. Ράλλη. Στόχος κατά το Λονδίνο ήταν η ενίσχυση των πολιτικών δεσμών με την Ελλάδα τρεις μήνες πριν την πλήρη ένταξή της στην ΕΟΚ και ενόψει της επανένταξης στο ΝΑΤΟ, αλλά και η προώθηση βρετανικών εμπορικών συμφερόντων, κυρίως η εξασφάλιση ανάθεσης κατασκευής μονάδας παραγωγής ενέργειας κόστους 200-400 εκατομμυρίων στερλινών.
Όσον αφορά την ελληνική πλευρά, οι Βρετανοί διπλωμάτες εκτιμούν ότι η Αθήνα θα επεδίωκε μεταξύ άλλων τη βελτίωση των δεσμών με το Λονδίνο στο πλαίσιο της ΕΟΚ, του ΝΑΤΟ, των διμερών σχέσεων και του Κυπριακού, την ενίσχυση της εικόνας της ελληνικής κυβέρνησης ενόψει εκλογών, την εξασφάλιση της βρετανικής συμπαράστασης σε διενέξεις με την Τουρκία στο Αιγαίο, το ΝΑΤΟ και την Κύπρο, τη βελτίωση των όρων του διμερούς εμπορίου και πιθανώς την αναθεώρηση της βρετανικής απόφασης να συμπεριληφθούν και οι Έλληνες φοιτητές στην πλήρη αύξηση των πανεπιστημιακών διδάκτρων.
Πέρα από τη μονάδα παραγωγής ενέργειας από άνθρακα για την οποία οι Βρετανοί ήλπιζαν ότι θα υπογραφόταν συμφωνία κατά την επίσκεψη, το Λονδίνο επιθυμούσε την προώθηση τουλάχιστον μίας εκ των τριών προτεινόμενων συμφωνιών προμήθειας οπλικών συστημάτων στην Αθήνα: άρματα μάχης Βίκερς, φρεγάτες Τ21, πύραυλοι Ράπιερ. Αναποφάσιστη ήταν η κυβέρνηση για το κατά πόσο θα πίεζε για την ανάληψη έργων εκσυγχρονισμού των ελληνικών σιδηροδρόμων. Προτεινόμενα έργα για τα οποία θα μπορούσε να επιδείξει ενδιαφέρον η Θάτσερ ήταν επίσης το πετροχημικό εργοστάσιο στο Μεσολόγγι, το υποβρύχιο τηλεφωνικό καλώδιο μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου και οι σιδηρόδρομοι παρόλο που η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε πρόθεση ανάθεσης του έργου εντός του 1980.
Σημειώνεται εξάλλου ότι η επίσκεψη στη Γιουγκοσλαβία θεωρείτο πιο σημαντική, αλλά θα γινόταν δεύτερη λόγω της Γενικής Συνέλευσης της ΟΥΝΕΣΚΟ στο Βελιγράδι στις 23 Σεπτεμβρίου.
Η Μάργκαρετ Θάτσερ είχε δύο συναντήσεις με τον ομόλογό της Γεώργιο Ράλλη και επαφές με τον πρόεδρο Καραμανλή και τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Παπανδρέου. Κατέθεσε επίσης στεφάνι στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη και επισκέφθηκε την Ακρόπολη και τους Δελφούς. Σε δήλωσή της στον Τύπο εξέφρασε τη χαρά της για την επίσκεψη, χαρακτηρίζοντας την αμοιβαία φιλία των δύο χωρών «θρυλική».
Στη συνάντηση με το Ράλλη τα προτεινόμενα προς συζήτηση θέματα ήταν διεθνή ζητήματα όπως το Αφγανιστάν, η Πολωνία και η Μέση Ανατολή, η ένταξη στην ΕΟΚ, η Τουρκία και η επανείσοδος στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ και οι εμπορικές σχέσεις. Σε επιστολή της προς τον Ράλλη πριν την επίσκεψη, η κα. Θάτσερ επισημαίνει την πρόθεσή της να επιτευχθεί πραγματική προώθηση των πολιτικών και εμπορικών σχέσεων των δύο χωρών, ζητώντας μάλιστα την ανακοίνωση συμφωνιών κατά τη διάρκεια της επίσκεψης στην Αθήνα.
Στην αποτίμηση της επίσκεψης ως το πιο σημαντικό ζήτημα κρίνεται η συζήτηση περί επανένταξης της Ελλάδας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Από την ελληνική πλευρά τονίστηκε η ανάγκη γρήγορης διευθέτησης του προβλήματος με απειλές περί απόσυρσης του αιτήματος. Το Κυπριακό δεν εθίγη παρά μόνο επιφανειακά, ενώ διαπιστώθηκε σύγκρουση συμφερόντων ως προς το μερίδιο της Ελλάδας στα ευρωπαϊκά περιφερειακά αναπτυξιακά κονδύλια. Στη συνάντηση με τον Παπανδρέου ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ υπερασπίστηκε «χωρίς να πείσει» τις αντι-νατοϊκές του απόψεις («Το εγκάρδιο κλίμα δεν έκρυψε τις εκ διαμέτρου αντίθετες πολιτικές προσεγγίσεις»). Υπήρξαν επίσης προβλήματα στην ανάληψη του έργου κατασκευής της νέας μονάδας παραγωγής ενέργειας, αν και η Θάτσερ παρουσίασε με δυναμικό τρόπο το ενδιαφέρον της Βρετανίας για τη συμμετοχή σε μια σειρά κατασκευαστικών έργων στην Ελλάδα. Τα προβλήματα διαπιστώνεται ότι ήταν εν μέρει πολιτικά, δηλαδή ο ανταγωνισμός μεταξύ Μπούτου και Μητσοτάκη που διεκδικούσαν την αρμοδιότητα ανάθεσης δημοσίων έργων. Γενικά κρίνεται ότι η επίσκεψη συγκέντρωσε μεγάλη και θετική δημοσιότητα και αποτιμάται ως επιτυχημένη. Το Φόρεϊν Όφις σχολιάζει ότι οι Έλληνες εξακολουθούν να έχουν την τάση να βλέπουν διεθνή ζητήματα υπό περιφερειακό πρίσμα και ιδίως σε συνάρτηση με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Επισημαίνεται ότι οι Έλληνες απέδωσαν μεγάλη σημασία στην επίσκεψη, καθώς μεταξύ άλλων «πάντα αγωνιούν για την προσοχή των άλλων και για το κατά πόσο ακόμα και οι φίλοι τους τούς παίρνουν στα σοβαρά». Όσο για τον Ράλλη αναφέρεται ότι έκανε καλή εντύπωση. «Υστερεί σε άνεση και κύρος σε σύγκριση με τον Καραμανλή, αλλά έχει επεκτείνει το εκτόπισμά του μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας», είναι το χαρακτηριστικό βρετανικό σχόλιο.
Επισκέψεις Βρετανών πολιτικών στην Ελλάδα
Η βρετανική πρεσβεία συστήνει σε μέλη της βρετανικής κυβέρνησης που επρόκειτο να επισκεφθούν την Αθήνα να θίξουν στις επαφές που θα είχαν με ελληνικά κυβερνητικά στελέχη την ανάγκη εφαρμογής ορισμένων μέτρων προκειμένου να καταστεί δυνατή η πλήρης και ουσιαστική συμμετοχή της Αθήνας στα κοινοτικά φόρα με την πλήρη ένταξη στις αρχές του ερχόμενου έτους.
Γίνεται συγκεκριμένα αναφορά μεταξύ άλλων στην ανάγκη αναδιάρθρωσης του προϋπολογισμού και της κοινής αγροτικής πολιτικής. Σε μια από τις επιστολές του ο Βρετανός πρέσβης στέκεται και στα σχόλια του Ανδρέα Παπανδρέου ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να είχε προσφορά ειδικής σχέσης με την Κοινότητα και η πλήρης ένταξη να τεθεί σε δημοψήφισμα.
Εκσυγχρονισμός σιδηροδρόμων
Όπως προκύπτει από έγγραφο των τελών Ιανουαρίου του 1980 το υπουργείο Συντονισμού είχε αποφασίσει να αναθέσει την εκπόνηση του σχεδίου εκσυγχρονισμού των ελληνικών σιδηρόδρομων στη βρετανικών συμφερόντων Transmark. Η ελληνική υπογραφή, για λόγους επίσπευσης της συμφωνίας, θα έμπαινε από το υπουργείο Συντονισμού αντί του ΟΣΕ. Ο γραμματέας του υπουργείου Παλαιοκρασάς επεσήμανε ότι η απόφαση ανάθεσης της μελέτης στη βρετανική εταιρεία ελήφθη κατόπιν επιμονής του υπουργού Μητσοτάκη και σε αντίθεση με όσους τόνιζαν ότι το κόστος θα μπορούσε να ήταν πολύ μικρότερο στο πλαίσιο του ελληνογαλλικού οικονομικού πρωτοκόλλου. Η ελληνική απόφαση χαρακτηρίζεται «εξαιρετικά ικανοποιητική» από τη βρετανική πλευρά.
Σε μεταγενέστερο έγγραφο όμως οι Βρετανοί διπλωμάτες στην Αθήνα πληροφορούν το Λονδίνο ότι δεν φαινόταν πιθανό η ελληνική κυβέρνηση να εγκρίνει τη δαπάνη για τον μίνι εκσυγχρονισμό του σιδηροδρομικού δικτύου που είχε προτείνει η βρετανική εταιρεία Transmark, δηλαδή 276 εκατομμύρια στερλίνες για 4 χρόνια. Ο ελληνικός προϋπολογισμός για το έργο το επόμενο έτος ήταν μόλις 20 εκατομμύρια στερλίνες, επί συνόλου επενδυτικών κονδυλίων 900 εκατομμυρίων στερλινών. Επισημαίνεται δε ότι θα ήταν πολύ ριψοκίνδυνο για την ελληνική κυβέρνηση να προβεί σε μία ακόμα διεθνή ανάθεση χωρίς διαγωνισμό, εφόσον επιβεβαιωνόταν η συμφωνία για την προμήθεια ορυκτών καυσίμων για τις νέες μονάδες παραγωγής ενέργειας. Αλλού ο Μπούτος, υπουργός Συντονισμού, δήλωσε ότι η σύστασή του προς τον πρωθυπουργό θα ήταν η ματαίωση για διετία του εκσυγχρονισμού, ενώ παράλληλα τόνισε ότι η λαϊκή κατακραυγή για την απευθείας ανάθεση έργου θα ήταν αναπόφευκτη.
Επιχειρηματική αποστολή στην Ελλάδα - Παπανδρέου
Το Μάιο του 1980 αντιπροσωπεία του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου του Λονδίνου πραγματοποίησε επίσκεψη στην Ελλάδα, φιλοξενούμενη στο τέλος των επαφών της από τον κ. Μητσοτάκη και τη σύζυγό του στην Κρήτη. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο από τις επαφές των Βρετανών βιομηχάνων που επισημαίνει ο Βρετανός πρέσβης είναι η παραδοχή του Ανδρέα Παπανδρέου ότι με τον Καραμανλή στην προεδρία δεν ήταν δυνατή η διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την ολοκλήρωση της ένταξης της χώρας στην ΕΟΚ, επομένως αν καταλάμβανε την εξουσία θα υποχρεωνόταν να ζήσει με τη χώρα ως μέλος της ΕΟΚ.
Σε ό,τι αφορά την οικονομία της χώρας, ο Παπανδρέου επεσήμανε ως τα δύο σημαντικότερα προβλήματα τον υψηλό πληθωρισμό και το έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών. Ο ηγέτης του ΠΑΣΟΚ καταφέρθηκε και εναντίον των μεγάλων επιχειρήσεων που ήταν βουτηγμένες στα χρέη όπως είπε, κρατώντας όμηρο τις τράπεζες που δεν μπορούσαν να βασίζονται στην αποπληρωμή των δανείων που είχαν χορηγήσει. Προτεραιότητα του ΠΑΣΟΚ εφόσον καταλάμβανε την εξουσία θα ήταν μία πιο ορθή πολιτική πίστωσης για «κατάλληλες» ιδιωτικές επιχειρήσεις. Όσο για το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών, κατηγορούσε την αθρόα εισαγωγή ειδών πολυτελείας για τις πλούσιες και μεσαίες τάξεις.
Αναφερόμενος σε ορισμένα σημεία της πολιτικής του ΠΑΣΟΚ, ο Ανδρέας Παπανδρέου τάχθηκε υπέρ των αγροτικών συνεταιρισμών, της κρατικοποίησης ορισμένων εκ των 100 μεγαλύτερων εταιρειών στην Ελλάδα, καθώς και των μεταρρυθμίσεων στην παιδεία και την υγεία. Θα υποστήριζε επίσης τις ξένες επενδύσεις εφόσον ο έλεγχος σε κάθε επιχείρηση παρέμενε σε ελληνικά χέρια.
Η αποστολή κρίνεται επιτυχημένη, μεταξύ άλλων και επειδή ως τελευταία πράξη από το πόστο του υπουργού Συντονισμού (έφυγε για το υπουργείο Εξωτερικών), ο Κ. Μητσοτάκης ανακοίνωσε ότι η ΔΕΗ είχε λάβει άδεια έναρξης διαπραγματεύσεων με βρετανικές εταιρείες για την αγορά μονάδων παραγωγής ενέργειας από άνθρακα. Ωστόσο η ελληνική κυβέρνηση φαινόταν αποφασισμένη να καθυστερήσει την ανάθεση του έργου εκσυγχρονισμού των ελληνικών σιδηροδρόμων.
Ενέργεια
Η βρετανική κυβέρνηση υποδέχθηκε με έκπληξη και οργή το αίτημα του πρωθυπουργού Ράλλη για προμήθεια ενός εκατομμυρίου τόνων πετρελαίου από τη Βόρεια Θάλασσα το χρόνο επί δέκα χρόνια, στο πλαίσιο του πακέτου ενεργειακής συμφωνίας μεταξύ των δύο χωρών.
Ο πρωθυπουργός Ράλλης ζήτησε μέσω του πρεσβευτή στο Λονδίνο Λαγάκου την αύξηση της ποσότητας πετρελαίου που δινόταν στην Ελλάδα, ώστε να δικαιολογήσει την προτίμηση προς τη Βρετανία για την προμήθεια άνθρακα για τις νέες μονάδες παραγωγής ενέργειας. Όπως εξηγεί σε επιστολή του προς τη Θάτσερ, η ΔΕΗ διέρρευσε προς τον Τύπο και την αντιπολίτευση την εκτίμησή της ότι η βρετανική προσφορά δεν ήταν συμφέρουσα και όλα αυτά σε προεκλογική περίοδο, γεγονός που έκανε την κατάσταση πιο δύσκολη για την κυβέρνηση.
Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στη σύσταση απάντησης προς τη κα. Θάτσερ, ακόμα και αν η ελληνική πλευρά μπλόφαρε το περιεχόμενο του αιτήματος απαιτούσε αυστηρή στάση. Το ανώτερο που μπορούσε να προσφέρει η βρετανική πλευρά σε μια ειδική συμφωνία αποκλειστικά για την Ελλάδα ήταν 500.000 τόνοι πετρελαίου ετησίως για μια τριετία (700.000 το πρώτο έτος). Θεωρείται ότι οι Έλληνες θα ήταν ανόητοι να απορρίψουν μία τέτοια προσφορά την ώρα που όλες οι κυβερνήσεις αναζητούσαν προμηθευτές εκτός Μέσης Ανατολής. Συστήνεται η πρωτοβουλία συζήτησης στο περιθώριο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου από τη Μάργκαρετ Θάτσερ, ώστε να εξηγήσει στον Ράλλη ότι αυτή ήταν η καλύτερη δυνατή βρετανική προσφορά. Στην προτεινόμενη απαντητική επιστολή επισημαίνεται ότι το ελληνικό αίτημα θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο μακροπρόθεσμα τα αποθέματα πετρελαίου για την κάλυψη των αναγκών του ιδίου του Ηνωμένου Βασιλείου.
Αλλού σημειώνεται ότι η ελληνική κυβέρνηση είχε λανθασμένη και υπερβολική εικόνα για τα αποθέματα πετρελαίου στη Βόρεια Θάλασσα.
Στο πλαίσιο του Μνημονίου Κατανόησης που είχε υπογραφεί το Νοέμβριο του 1979 μεταξύ βρετανικής και ελληνικής κυβέρνησης (από τον υπουργό Συντονισμού Κων/νο Μητσοτάκη) υπαγόταν και η προσπάθεια των Βρετανών να κερδίσουν το συμβόλαιο παροχής άνθρακα για ένα νέο εργοστάσιο παραγωγής ενέργειας στην Ελλάδα.
Προβληματισμό στη βρετανική κυβέρνηση προκαλούσε η καθυστέρηση στην απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης για τον προμηθευτή. Η Βρετανία εμφανίζεται διατεθειμένη να χρησιμοποιήσει την ποσότητα του πετρελαίου που είχε συμφωνήσει να δώσει στην Ελλάδα ως μοχλό πίεσης για τη συντομότερη δυνατό απόφαση από την ελληνική κυβέρνηση, κοιτώντας παράλληλα άλλες πιθανές αγορές για την αποστολή της ελληνικής παρτίδας εφόσον δεν τηρούνταν οι έστω χαλαρές προθεσμίες.
Ο αναπληρωτής υπουργός Συντονισμού Παλαιοκρασάς αποκάλυψε στον πρέσβη ότι η υπογραφή του Μνημονίου Κατανόησης μεταξύ των δύο χωρών το 1979 είχε προκαλέσει ενδοκυβερνητικές αντιδράσεις, καθώς θεωρήθηκε παράτυπη η δυνητική απευθείας ανάθεση έργων σε ξένες εταιρείες, εν προκειμένω βρετανικές. Παρόλα αυτά η ελληνική κυβέρνηση κατανοούσε ότι το έγγραφο ήταν δεσμευτικό. Όταν ανέλαβε υπουργός Συντονισμού ο Μπούτος ζήτησε νομική γνωμάτευση, η οποία ήταν ότι μόνο σε περιπτώσεις εξαιρετικά επείγοντος εθνικού συμφέροντος υπήρχε περιθώριο απευθείας ανάθεσης έργου χωρίς διαγωνισμό. Στη διαμαρτυρία του Βρετανού πρέσβη γιατί δεν είχε ενημερωθεί για αυτό, ο Παλαιοκρασάς απάντησε ότι ο Μπούτος είχε προτιμήσει να ακούσει πρώτα τη βρετανική προσφορά για τη μονάδα παραγωγής ενέργειας. Έτσι λοιπόν η ελληνική κυβέρνηση προσπαθούσε να βρει τρόπο παρουσίασης του έργου ως επείγοντος.
Στα τέλη Δεκεμβρίου τελικά η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε τη διεξαγωγή διεθνούς διαγωνισμού για την ανάθεση κατασκευής νέας μονάδας παραγωγής ενέργειας, αποφεύγοντας να αναθέσει το έργο στην ενδιαφερόμενη βρετανική εταιρεία. Ο Ράλλης υποστήριξε ότι η προσφορά των Βρετανών δεν ήταν συμφέρουσα και η προσφορά πετρελαίου σε αντάλλαγμα ανεπαρκής. Ο Βρετανός πρέσβης εκτιμά - και το Λονδίνο συμφωνούσε - ότι η αρνητική τροπή οφειλόταν περισσότερο στις εσωκομματικές αντιπαραθέσεις στη ΝΔ παρά στις πιέσεις της αντιπολίτευσης. Ο μοναδικός από τα κορυφαία στελέχη της κυβέρνησης που είχε ταχθεί υπέρ της βρετανικής πρότασης, όπως αποκάλυψε ο ίδιος ο Ράλλης στο Βρετανό πρέσβη, ήταν ο Μητσοτάκης. Ο Ράλλης όπως είπε «δεν είχε την ηθική δύναμη να προκαλέσει πολιτική κρίση» αγνοώντας την κυβέρνησή του. Ως παρηγοριά στους Βρετανούς, είχε αποφασιστεί να τους ανατεθεί ολόκληρο το έργο του πετροχημικού εργοστασίου στο Μεσολόγγι, καθώς και ο ρόλος του συμβούλου για το νέο αεροδρόμιο των Αθηνών. Ο πρέσβης απάντησε ότι η απόφαση για το εργοστάσιο ενέργειας θα προκαλούσε απογοήτευση και ανησυχία. Ο Ράλλης διέκοψε λέγοντας ότι η Θάτσερ θα κατανοούσε τις πολιτικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε ο ίδιος. Ο πρέσβης επέμεινε ότι το Λονδίνο δύσκολα θα κατανοούσε την απομάκρυνση των Ελλήνων από το Μνημόνιο Κατανόησης που είχε υπογραφεί ένα χρόνο πριν στο Λονδίνο. Πρόσθεσε ότι και ο υπουργός Άμυνας Αβέρωφ είχε παρουσιάσει αρνητικές προοπτικές για εξοπλιστικές συμβάσεις που ενδιέφεραν τους Βρετανούς. Οι Έλληνες πάντως ζήτησαν σαν χειρονομία καλής θέλησης που θα βελτίωνε το κλίμα οικονομικής συνεργασίας τη δέσμευση ποσότητας βρετανικού πετρελαίου για την Ελλάδα, παρά το γεγονός της μη ανάθεσης του έργου της μονάδας παραγωγής ενέργειας στη βρετανική εταιρεία.
Όπως σχολιάζεται, η ελληνική απόφαση ήταν «πικρά νέα» μετά από όλη την προσπάθεια που καταβλήθηκε (συνεχή τηλεγραφήματα), «ένα πισωγύρισμα για τις ελπίδες δραματικής βελτίωσης του βρετανικού μεριδίου συμμετοχής στην αγορά του ελληνικού δημοσίου».
ΔΙΑΦΟΡΑ
Συζήτηση περί πραξικοπήματος
Σε διπλωματικό έγγραφο σχολιάζεται με τρόπο απολογητικό ότι ο κίνδυνος πραξικοπήματος στην Ελλάδα σε περίπτωση εκλογικής νίκης Παπανδρέου είχε γίνει «εμμονή» στο Φόρεϊν Όφις. Η πρεσβεία στην Αθήνα πάντως εμφανίζεται καθησυχαστική, εκτιμώντας ότι ακόμα και αν οι εκλογές οδηγούσαν σε παρατεταμένη κοινωνική και πολιτική αναταραχή, ο στρατός θα εξαντλούσε κάθε περιθώριο πριν οποιαδήποτε απόφαση να επέμβει. Μία πιθανότητα στρατιωτικού πραξικοπήματος κατά μίας κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ θα ήταν μία μεγάλη ήττα στο πεδίο των εξωτερικών σχέσεων για την Ελλάδα, όμοια με μια απώλεια νησιού υπέρ της Τουρκίας, σχολιάζουν οι Βρετανοί.
Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση πάντως οι Βρετανοί διπλωμάτες εκτιμούν ότι η στάση του στρατού θα εξαρτιόταν από το πόσο προκλητικές θα ήταν οι κινήσεις Παπανδρέου. Επομένως, συμπεραίνουν οι Βρετανοί διπλωμάτες στην Αθήνα, δεν υπήρχε κίνδυνος πραξικοπήματος κατά την πρώτη διετία διακυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, εκτός ίσως αν το ΚΚΕ αναλάμβανε σημαντικό ρόλο σε μια ενδεχόμενη κυβέρνηση συνασπισμού. Σε ό,τι αφορά την αναμφισβήτητη διάθεση κάποιων δεξιών πολιτικών να απαλλαγούν από μια κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ έστω και με τη βία, οι κινήσεις τους θα καθορίζονταν από τη στάση που θα τηρούσε κυρίως ο Αβέρωφ, ο τότε υπουργός Άμυνας, ο οποίος είχε κατά τους Βρετανούς την εμπιστοσύνη του στρατεύματος.
Η «ανευθυνότητα» της Μελίνας Μερκούρη
Για ανευθυνότητα κατηγορεί τη βουλευτή του ΠΑΣΟΚ Μελίνα Μερκούρη έγγραφο της βρετανικής πρεσβείας στην Αθήνα προς το Φόρεϊν Όφις. Αφορμή η επερώτηση της βουλευτού και τεσσάρων συναδέλφων της για τις εργασίες του βρετανικού αρχαιολογικού σχολείου στην Κνωσό, με την οποία αφήνονταν – αβάσιμες κατά τους Βρετανούς - αιχμές για εμπλοκή των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών. Το έγγραφο σημειώνει ότι το ΠΑΣΟΚ εκμεταλλευόταν το λεγόμενο «πολιτιστικό εθνικισμό».
Τρομοκρατία στην Ελλάδα
Την προ-παραμονή των Χριστουγέννων του ’80 η βρετανική πρεσβεία ενημερώνει το Φόρεϊν Όφις για την τρομοκρατική δραστηριότητα στην Ελλάδα. Γίνεται αναφορά στον εμπρησμό δύο πολυκαταστημάτων από την οργάνωση «Οκτώβρης 1980», για την οποία υπήρχαν εικασίες περί σύνδεσης με τη «17 Νοέμβρη». Αναφέρεται ότι οι επιθέσεις είχαν προκαλέσει σοκ στην κοινή γνώμη, καθώς και ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου κατηγορούσε την κυβέρνηση για ανοχή παρακρατικών στοιχείων, υπονοώντας ότι οι επιθέσεις προέρχονταν από τη δεξιά. Στο κλείσιμο της αναφοράς σημειώνεται ότι ο ελληνικός Τύπος είχε αναφερθεί νωρίτερα εκείνο το Δεκέμβρη σε συνεννοήσεις φιλοχουντικών στοιχείων με τη Μαφία για την απαγωγή Ελλήνων υπουργών που θα απελευθερώνονταν με αντάλλαγμα την αποφυλάκιση χουντικών.
Έγγραφο αναφέρεται στα επεισόδια της επετείου της εξέγερσης του Πολυτεχνείου εκείνη τη χρονιά, επεισόδια που σημάδευαν για πρώτη φορά τις εκδηλώσεις. Τα επεισόδια, ο θάνατος μιας νεαρής κοπέλας, ο τραυματισμός εκατοντάδων διαδηλωτών και η χρήση πυρών από την αστυνομία είχαν προκαλέσει αναστάτωση στον πληθυσμό και φόβους για πιθανή εξάπλωση της βίας, σύμφωνα με τους Βρετανούς.
Μειονότητες στην Ελλάδα
Επισημαίνεται σε σχετικό έγγραφο ότι οι τοπικές ελληνικές αρχές ασκούν πολιτική διακρίσεων σε βάρος της μουσουλμανικής μειονότητας της δυτικής Θράκης και ότι η Τουρκία είχε συμφέρον να αναδείξει την κατάσταση αυτή. Παρόλα αυτά τονίζεται ότι το επίπεδο των διακρίσεων δεν είναι αρκετό για να προκαλέσει ενδοκοινοτικές προστριβές. Το νομικό τμήμα του Φόρεϊν Όφις εξηγεί ότι με την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ το θέμα θα μπορούσε να παραπεμφθεί στο Διεθνές Δικαστήριο του Λουξεμβούργου, εφόσον όμως είχαν εξαντληθεί τα ένδικα μέσα των μελών της μειονότητας στο εσωτερικό της χώρας.
Μακεδονικό ζήτημα
Κατά την άποψη του Πέτρου Μολυβιάτη, που είχε ακολουθήσει τον Κ. Καραμανλή στην προεδρία, όπως εκφράστηκε σε συνάντηση με Βρετανό διπλωμάτη το Δεκέμβριο του 1980, το μοναδικό δυνητικά επικίνδυνο πρόβλημα στις βαλκανικές σχέσεις ήταν το μακεδονικό, αν και για την ελληνική κυβέρνηση δεν ετίθετο «μακεδονικό ζήτημα». Ο κ. Μολυβιάτης καταλόγιζε στη Γιουγκοσλαβία ότι άφηνε παράθυρο ανάμιξης ξένων δυνάμεων σε ένα ζήτημα που αφορούσε συγκεκριμένες χώρες. Εξέφρασε δε τον προβληματισμό του για τα σχέδια της πρωθυπουργού Θάτσερ να επισκεφθεί τα Σκόπια λίγο καιρό αργότερα.
Σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν
Ο Παπανδρέου καταδίκασε τη σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν, κατηγορώντας όμως παράλληλα τη Δύση για υποκρισία διότι δεν είχε σπεύσει να καταδικάσει μέσω του Συμβουλίου Ασφαλείας και την εισβολή στην Κύπρο. Πρόσθεσε ότι οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ δεν είχαν δικαίωμα να ασκούν κριτική όταν επί 35 χρόνια παραβίαζαν σύνορα.
Ο πρωθυπουργός Καραμανλής χρησιμοποίησε αυστηρή γλώσσα ανακοινώνοντας το πάγωμα εμπορικών και διπλωματικών διαπραγματεύσεων με τη Μόσχα. Η εκτίμηση των Βρετανών ως προς τη στάση της ελληνικής κοινής γνώμης είναι ότι ταυτιζόταν περισσότερο με τις τοποθετήσεις Παπανδρέου περί διπλών κριτηρίων από τη Δύση.
Εν τω μεταξύ ο τότε υπουργός Εξωτερικών Ράλλης τασσόταν υπέρ μιας καλά συντονισμένης αντίδρασης από τους συμμάχους του ΝΑΤΟ. Οι Βρετανοί αναφέρονται και στη συζήτηση του γραμματέα του υπουργείου Εξωτερικών Ζαΐμη με το Σοβιετικό πρεσβευτή, στον οποίο η ελληνική πλευρά ξεκαθάρισε ότι η Αθήνα δεν υποστηρίζει ένοπλες επεμβάσεις εις βάρος μίας κυρίαρχης χώρας, έχοντας μάλιστα βιώσει το προηγούμενο της Κύπρου.
Νεώρειο και σοβιετική ανάμιξη
Στο πλαίσιο των ανησυχιών των Βρετανών για τη συνοχή του ΝΑΤΟ διπλωματικά έγγραφα αποκαλύπτουν προσπάθειες επηρεασμού των Ελλήνων ώστε να μην ανανεωθεί η σύμβαση με τους Σοβιετικούς για την εκμετάλλευση των ναυπηγείων Νεωρείου Σύρου. Συμμεριζόμενοι και τις αμερικανικές ανησυχίες οι Βρετανοί είχαν συστήσει την προσέγγιση του γ.γ. του ΝΑΤΟ από τα ενδιαφερόμενα μέρη ώστε να θίξει το ζήτημα διακριτικά σε επαφές με την ελληνική πλευρά. Το Λονδίνο θεωρεί ότι η Ελλάδα είχε αντιληφθεί πλέον την ανησυχία των συμμάχων, ωστόσο αν δεν προέκυπτε κάποια άμεση απάντηση, τότε θα έπρεπε να συζητηθεί με τους υπόλοιπους συμμάχους τι άλλο θα έπρεπε να γίνει για να γίνουν κατανοητές οι ανησυχίες από την Αθήνα.
Αμερικανικές βάσεις
Η βρετανική πρεσβεία στην ελληνική πρωτεύουσα παρατηρεί στα μέσα Νοεμβρίου ότι μετά την ολοκλήρωση της Κοινοβουλευτικής διαδικασίας έγκρισης της πλήρους επανένταξης στο ΝΑΤΟ, η προσοχή της κοινής γνώμης και του Τύπου είχε στραφεί στις διαπραγματεύσεις για τις αμερικανικές βάσεις. Ο Ριζοσπάστης, όπως λένε οι Βρετανοί, κατηγορούσε την κυβέρνηση για πρόθεση εγκατάστασης πυραύλων Κρουζ και Πέρσινγκ, κάτι που διέψευσε ο Μητσοτάκης. Βρετανικά έγγραφα περιγράφουν πώς οι Έλληνες και οι Αμερικανοί προσπαθούσαν να περάσουν ο καθένας τη δική του αρχική πρόταση ως βάση συζήτησης, η οποία θα περιελάμβανε και τη συνεργασία σε θέματα στρατιωτικής τεχνολογίας. Οι Αμερικανοί στην Αθήνα φέρονται προβληματισμένοι από την επιθυμία της Ελλάδας να παραλληλιστεί η δική τους συμφωνία με τη συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ και Τουρκίας. Παρόλα αυτά δήλωναν αισιόδοξοι ότι μπορούσε να επιτευχθεί συμφωνία.
Ελλάδα και Μέση Ανατολή
Η φιλοαραβική στάση της Αθήνας εκτιμάται ότι θα μπορούσε να προκαλέσει προβλήματα στη συνεργασία με τους Ευρωπαίους εταίρους της ΕΟΚ των 9, καθώς η επίσημη ευρωπαϊκή στάση ήταν λιγότερο φιλοαραβική από της Αθήνας.
Ολυμπιακοί Αγώνες
Το Δεκέμβριο του 1980 πενταμελής επιτροπή της ΔΟΕ επισκέφθηκε την Αθήνα για να συζητήσει την πρόταση που είχε καταθέσει ο Καραμανλής για μόνιμη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ελλάδα. Σκοπός της αποστολής ήταν να καταλήξει σε μια πιθανή μόνιμη τοποθεσία για τους Αγώνες. Σύμφωνα με την ΕΟΕ, η απόφαση για το κατά πόσο ήταν πιθανή η υλοποίηση της ιδέας μονίμου χώρου διεξαγωγής των Αγώνων θα λαμβανόταν το φθινόπωρο του 1981.
Οι υποψήφιες τοποθεσίες που είχε ορίσει η ελληνική κυβέρνηση ήταν κοντά στην αρχαία Ολυμπία. Επρόκειτο για την Κυλλήνη, το Κατάκολο και τη λίμνη Καϊάφα. Η επιτροπή της ΔΟΕ, σύμφωνα με τους Βρετανούς, προτιμούσε τη λίμνη Καϊάφα. Η ελληνική πλευρά αναγνώριζε ότι έπρεπε να γίνουν μελέτες για τις επιπτώσεις στο περιβάλλον, για την ασφάλεια και για τις συνέπειες για τους κατοίκους που θα έβλεπαν την περιοχή τους να αποκτά διεθνές κύρος. Σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότηση, η ελληνική πλευρά επιθυμούσε τη συμμετοχή όλων των χωρών μελών της ΔΟΕ, χωρίς να έχει διευκρινίσει σε ποιο βαθμό. Όποιο κόστος προέκυπτε για υποδομές και επικοινωνίες εκτός Ολυμπιακού χώρου θα καλυπτόταν από την Ελλάδα. Σημειώνεται ότι η Ελλάδα είχε αιφνιδιαστικά αποφασίσει να υποβάλει αίτηση για τη διεξαγωγή των Αγώνων του 1988, με το σκεπτικό ότι αν εγκρινόταν ο μόνιμος χώρος διεξαγωγής των Ολυμπιακών ήταν λογικό να έρχονταν στη χώρα το συντομότερο δυνατό, αν και το 1988 η υποψηφιότητα ανήκε στην Αθήνα. Η ΕΟΕ πάντως πίστευε ότι ήταν δύσκολη η υιοθέτηση της πρότασης Καραμανλή και ότι σίγουρα η Σοβιετική Ένωση θα διαφωνούσε.
Σε επίσκεψη Βρετανού αξιωματούχου στην Αθήνα είχε εξαχθεί το συμπέρασμα ότι οι εγκαταστάσεις στην πρωτεύουσα δε θα ήταν πρακτικό να χρησιμοποιηθούν ως μόνιμες εγκαταστάσεις διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων. Αφού επισκέφθηκε τις τρεις υποψήφιες περιοχές, ο Βρετανός αξιωματούχος ανέφερε ότι θεωρούσε το ελληνικό σχέδιο (που περιελάμβανε χρήση αγροτικής γης με το μικρότερο δυνατό περιβαλλοντικό κόστος) υλοποιήσιμο, ωστόσο ανησυχούσε για τη δυνατότητα αξιοποίησης των Ολυμπιακών εγκαταστάσεων την τετραετία μεταξύ των Αγώνων. Ελκυστική ακουγόταν η ιδέα χρήσης των εγκαταστάσεων ως προπονητήριο από αθλητές ξένων ομοσπονδιών. Τα δύο μεγαλύτερα προβλήματα πάντως κατά τους Βρετανούς ήταν να πειστεί η ΔΟΕ και η χρηματοδότηση των Αγώνων, θέμα το οποίο οι Έλληνες «προφανώς είχαν σκεφτεί μόνο επιφανειακά». Η πρεσβεία προσθέτει ότι οι Έλληνες μάλλον είχαν υποτιμήσει το μέγεθος των έργων υποδομής που απαιτούνταν (δρόμοι, ξενοδοχεία, έργα ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας), ωστόσο προτείνει τη στήριξη της ιδέας Καραμανλή. Άλλο επίσημο έγγραφο τονίζει το πλεονέκτημα της «απομάκρυνσης των Αγώνων από την πολιτική αρένα», εφόσον οριζόταν μόνιμος χώρος διεξαγωγής τους.
Βρετανικό έγγραφο εξάλλου τονίζει ότι ενώ η λαϊκή υποστήριξη στην πρόταση Καραμανλή στην Ελλάδα ήταν ισχυρή, είχε από την πρώτη στιγμή ξεκινήσει μία εκστρατεία περιβαλλοντιστών, που προειδοποιούσαν για τις επιπτώσεις στην ευρύτερη περιοχή γύρω από την αρχαία Ολυμπία και τις περιοχές που προτείνονταν ως τοποθεσίες διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ της Καθημερινής, στο οποίο αναφέρεται έγγραφο της βρετανικής πρεσβείας στην Αθήνα, στο σχέδιο συμφωνίας που είχε υποβάλει ο Καραμανλής στην αντιπροσωπεία της ΔΟΕ που είχε επισκεφθεί τη χώρα τον Απρίλιο οριζόταν ότι η ελληνική κυβέρνηση θα παραχωρούσε δωρεάν μία έκταση για τις εγκαταστάσεις της ΔΟΕ και τη διεξαγωγή των Αγώνων. Το κόστος των εγκαταστάσεων θα βάρυνε τη ΔΟΕ, με τις εγκαταστάσεις να γίνονται ιδιοκτησία της διεθνούς επιτροπής. Η τοποθεσία θα παρέμενε κυρίαρχη ελληνική επικράτεια, αλλά με καθεστώς ασύλου και ολόκληρη η Ολυμπιακή περιοχή θα αποκτούσε ουδέτερο στάτους («Ολυμπιακό Βατικανό» ήταν η φράση που είχαν χρησιμοποιήσει αξιωματούχοι της ΕΟΕ σε επαφές με Βρετανούς διπλωμάτες).
Ο υφυπουργός Αθλητισμού, Αχιλλέας Καραμανλής είχε αναφέρει στους Βρετανούς ως επιχείρημα για τη μόνιμη ανάληψη των Αγώνων μεταξύ άλλων και την πολιτική αντιπαράθεση που είχε προκαλέσει η διεξαγωγή των Αγώνων του 1980 στη Μόσχα. Όπως είχε σχολιάσει ο αδερφός του πρωθυπουργού, οι Σοβιετικοί προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν το μεγάλο αθλητικό γεγονός για πολιτικές σκοπιμότητες και αφού πρόσθεσε ότι η Αθήνα είχε καταδικάσει τη σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν είπε ότι η ελληνική αποστολή στη Μόσχα θα ήταν μικρότερη από τα αρχικά σχέδια. Η απόφαση της Ελλάδας να μην μποϊκοτάρει τους Αγώνες της Μόσχας αποδιδόταν από τους Βρετανούς μεταξύ άλλων στη «ρομαντική και εθνικιστική» πεποίθηση ότι ήταν οι φύλακες της Ολυμπιακής παράδοσης.
Οι Βρετανοί επισημαίνουν εξάλλου σε άλλο έγγραφο ότι θα προκαλούσε αμηχανία ένα πιθανό νέο πραξικόπημα στην Ελλάδα αφού της είχε ανατεθεί η μόνιμη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων, πραξικόπημα για το οποίο απλώς δεν υπήρχε καμία εγγύηση ότι δε θα ξαναγινόταν.
Υπόθεση Τσάπμαν
Η Αγγλίδα δημοσιογράφος Αν Τσάπμαν δολοφονήθηκε στην Ελλάδα το 1971 (15-16 Οκτώβρη) και ο πατέρας της αμφισβητούσε την επίσημη ελληνική εκδοχή για τις συνθήκες θανάτου της. Οι ελληνικές αρχές του έδωσαν άδεια να επισκεφθεί τον καταδικασθέντα για τη δολοφονία της κόρης του, Νίκο Μουντή στις φυλακές της Αίγινας, συνοδεία Άγγλου δημοσιογράφου και διερμηνέα. Η Μάργκαρετ Θάτσερ που ενημερώθηκε θεώρησε ότι το αίτημα του Τσάπμαν δεν ήταν παράλογο. Σημειώνεται εξάλλου ότι το κόστος για την Ντάουνινγκ Στριτ μετά από εννέα έτη αλληλογραφίας με τον πατέρα Τσάπμαν ήταν μεγάλο και για το λόγο αυτό με την υπόθεση θα έπρεπε να ασχολείται στο εξής το Φόρεϊν Όφις.
Σε επιστολή του προς τη Μάργκαρετ Θάτσερ ο Έντουαρντ Τσάπμαν την ευχαριστεί που είχε μεσολαβήσει να φτάσει γράμμα του στον πρωθυπουργό Ράλλη με το αίτημα επίσκεψης στο Μουντή. Δηλώνει ότι θα επισκεπτόταν την Ελλάδα, καθώς και ότι ο πρώην αναπληρωτής πρωθυπουργός της Τουρκίας τον είχε διαβεβαιώσει ότι η τουρκική κυβέρνηση είχε αρχειοθετημένους φακέλους με στοιχεία για την υπόθεση της κόρης του. Ζητά λοιπόν μεσολάβηση του βρετανικού προξενείου στην Άγκυρα για συνάντηση με τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών.
Πάντως, όπως αναφέρεται σε έγγραφο του Φόρεϊν Όφις, οι διπλωμάτες τόσο στο Λονδίνο όσο και στην Αθήνα είχαν σχηματίσει την άποψη ότι η ορθή κρίση του Έντουαρντ Τσάπμαν επηρεαζόταν από τις συνθήκες του θανάτου της κόρης του. Σημειώνεται ότι ήταν συχνές οι αναφορές του σε επίσημη προσπάθεια συγκάλυψης από την ελληνική πλευρά και ότι θεωρούσε τη βοήθεια που λάμβανε ως αποδείξεις στήριξης της θεωρίας συνωμοσίας που είχε αναπτύξει. Παρά το γεγονός ότι ίσχυε η σύσταση να παρασχεθεί βοήθεια στον Τσάπμαν να συναντήσει τον Μουντή στη φυλακή, τονίζεται ότι θα έπρεπε να αποθαρρυνθεί από το να καταναλώνει τόσο πολύ χρόνο των βρετανικών αρχών την επόμενη δεκαετία. «Η καλοσύνη μας τρέφει την εμμονή του», σχολιάζεται χαρακτηριστικά, «και παρατείνει την άρνησή του να αποδεχθεί το θάνατο της κόρης του».
Στα αποχαρακτηρισθέντα απόρρητα έγγραφα υπάρχει επίσης σύσταση διακοπής της συνεχιζόμενης βοήθειας προς τον Έντουαρντ Τσάπμαν, λόγω καταγγελιών για συνέργεια του Φόρεϊν Όφις στην «επιχείρηση συγκάλυψης» της ελληνικής κυβέρνησης – εφόσον δεν τον βοηθούσαν να συναντήσει τον Μουντή στη φυλακή. «Κάθε ικανοποίηση επιθυμίας του φέρνει νέες απαιτήσεις, κοστίζοντας χρόνο και χρήμα», αναφέρουν οι Βρετανοί διπλωμάτες. Η εκτίμηση των Βρετανών είναι ότι ακόμα και αν είχε καταδικαστεί λάθος άνθρωπος, η φύση της δολοφονίας δεν ήταν διαφορετική από αυτή που είχε επισήμως καταγραφεί.
Ο Έντουαρντ Τσάπμαν δεν αποδεχόταν την επίσημη ελληνική εκδοχή, ότι δηλαδή η κόρη του Αν Τσάπμαν είχε δολοφονηθεί από τον εραστή της. Στην επιστολή του στη Βρετανίδα πρωθυπουργό τονίζει ότι η δολοφονία της κόρης του δεν είχε να κάνει με το σεξ, προσθέτοντας ότι το ίδιο είχαν υποστηρίξει τρεις από τους επτά δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου, όπως και ο Βρετανός ιατροδικαστής.
Συνεχίζει αναφέροντας ότι έπρεπε για την υπόθεση να αποφανθεί η ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Ήθελε να δει τον Μουντή για να τον πείσει να ζητήσει την επανεκδίκαση της υπόθεσης, αφού μόνο αυτός ή η κατηγορούσα αρχή μπορούσαν να το κάνουν. Χαρακτηρίζει δε τις απαντήσεις του Γεώργιου Ράλλη ως μη-ικανοποιητικές.
Αποτίμηση 1979 - Ανασκόπηση 1979
Στην καθιερωμένη ετήσια ανασκόπηση, που αυτή τη φορά καλύπτει το 1979, ο Βρετανός πρέσβης στην Αθήνα, Ίαν Σάδερλαντ τονίζει αρκετά συχνά ότι η πολιτική σταθερότητα στη χώρα και η προσήλωση στη Δύση δε θα έπρεπε να θεωρούνται δεδομένες, καθώς εξαρτιόνταν σε πολύ μεγάλο βαθμό μόνο από έναν άνθρωπο, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Το 1979 κρίνεται ως «μία καλή χρονιά για την Ελλάδα», στο τέλος της οποίας όμως πολλαπλασιάστηκαν οι οικονομικές και πολιτικές αβεβαιότητες. Ως κύριο πολιτικό γεγονός ο Βρετανός πρέσβης ξεχωρίζει την υπογραφή της συνθήκης ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ στις 28 Μαΐου 1979.
Στον τομέα της οικονομίας κρίνεται ότι η Ελλάδα δε σημείωσε την πρόοδο που αναμενόταν, ενώ επισημαίνεται μεταξύ άλλων ότι ο πληθωρισμός το Δεκέμβριο του 1979 είχε εκτιναχθεί στο 27%, την ώρα που είχε αρχίσει να διαφαίνεται πρόβλημα ανεργίας.
Σε πολιτικό επίπεδο, πέρα από την ένταξη στην ΕΟΚ, ο Καραμανλής απέδιδε μεγάλη σημασία και στην επανείσοδο της χώρας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ.
Σε ό,τι αφορά τις ελληνοβρετανικές σχέσεις, ο πρέσβης Σάδερλαντ εκτιμά ότι βελτιώθηκαν το 1979, όπως και τα επιχειρηματικά και εμπορικά ερείσματα της Βρετανίας στην Ελλάδα. Εξάλλου, στα τέλη του 1979 οι Βρετανοί δεν ήταν απολύτως σίγουροι ότι ο Καραμανλής θα επέλεγε το επόμενο έτος να αφήσει τον πρωθυπουργικό θώκο για τη προεδρία της Δημοκρατίας.
Σχετικά
==========================
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.