Ρεπορτάζ : Λώρη Κέζα
(από ΤΟ ΒΗΜΑ της Κυριακής)
Ενα πράγμα κοπανούσαν στον κ. Θ. Ρουσόπουλο οι εχθροί του: ότι ήταν «απτυχίωτος». Σε μια χώρα όπου κάθε μορφωμένη αγελάδα έχει μεταπτυχιακό, δεν μπορούσαν να δεχτούν ότι κυβερνά κάποιος που δεν πέρασε από πανεπιστήμιο. Αυτό που δεν μπορούσαν να του καταλογίσουν είναι ότι ήταν αστοιχείωτος. Πέτυχε στη δημοσιογραφία επειδή είχε μια γενική παιδεία (κάτι ουδόλως αυτονόητο στον κλάδο) και επειδή ήταν εύγλωττος. Τα ελληνικά τα ήξερε. Στην άγουρη ιδιωτική τηλεόραση μπορούσε να συντάξει σωστά δευτερεύουσες προτάσεις και να χρησιμοποιήσει, χωρίς να ρεζιλευτεί, τα τριγενή και δικατάληκτα. Θα πείτε, πού τον θυμηθήκαμε τώρα τον Θοδωρή. Ε, πώς. Μίλησε ο «Βούδας» και βρέθηκαν όλοι τους στην επικαιρότητα. Και επειδή σε κάθε δόγμα ισχύει το «με την αράδα σου θα πας», μόλις μίλησε ο Πεφωτισμένος, πήρε σειρά κι ο μοναχός του. Μία ημέρα μετά το υπόμνημα του κ. Κ. Καραμανλή στην Προανακριτική Επιτροπή, έστειλε τις δικές του γραπτές εξηγήσεις ο κ. Ρουσόπουλος. Θα λέγαμε ότι ο πρώην υπουργός Επικρατείας υπήρξε ο πιο πιστός μοναχός του «Βούδα», αν δεν κινδυνεύαμε με τεράστιο πραγματολογικό άλμα. Ο κ. Ρουσόπουλος δεν είδε ποτέ τον αρχηγό του ως Βούδα. Είναι υπερβολικά προσηλωμένος στα χριστιανικά εγκόλπια για να κάνει μια τέτοια υπέρβαση. Εν τούτοις εκείνοι που τον γνώρισαν στην αρχή της σταδιοδρομίας του, στην «Ελευθεροτυπία» και κατόπιν στο Μega, δεν ενθυμούνται κάποιο ιδιαίτερο πάθος με τη θρησκεία. Δεν ήταν ο άνθρωπος που θα έπεφτε στα τέσσερα για να ανέβει γονατιστός στην Παναγιά της Τήνου. Η όποια πίστη ήταν διακριτική- αν όχι εν υπνώσει. Αυτά παθαίνει όμως όποιος πάει και μπλέκεται με τη Δεξιά: τονώνει το Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια. Δεν ξέρουμε πότε ακριβώς προσέγγισε ο κ. Ρουσόπουλος τον ηγούμενο Εφραίμ, όμως υπάρχει η βεβαιότητα για την εποχή που ο καλόγερος άρχισε να δίνει σημασία στον εξομολογούμενο. Ο κ. Εφραίμ είναι «πνευματικός» της ελίτ. Με τον τρόπο που υπάρχουν διαιτολόγοι και γυμναστές για πλούσιες διασημότητες, έτσι ακριβώς ο ηγούμενος της Μονής Βατοπαιδίου αναλαμβάνει την ψυχική εκγύμναση ανθρώπων της ανώτατης τάξης: πολιτικούς και μεγαλοεπιχειρηματίες. Ο κοντινός συνεργάτης του πρωθυπουργού έγινε ένας από αυτούς. Οταν αναπτύσσεται μια τέτοια σχέση φαίνεται απολύτως λογικό να επισκέπτεται ένας ηγούμενος το άντρο του πρωθυπουργού και μάλιστα για σπουδαίο λόγο, όπως να εγχειρίσει μια από τις άφθονες προσκλήσεις για κάποια εκδήλωση. Σε σαλόνια της ανώτατης τάξης γίνονται συχνά- πυκνά θεολογικά πάρτι, κάτι σαν πριβέ προσκυνήματα. Ο εκάστοτε ηγούμενος φέρνει μια εικόνα, μια ζώνη, ένα οστό και οι εκλεκτοί μπορούν να προσευχηθούν χωρίς οχλήσεις από πλήθη πιστών. Σε αυτό το πλαίσιο θεωρείται πρέπον και σεβαστό και τρέντι να έχει κανείς τον πνευματικό του. Ας μην παραγνωρίζουμε ότι πέραν του κοσμικού χαρακτήρα που είχε η συναναστροφή με τον ηγούμενο Εφραίμ, υπάρχουν σε ορισμένους ειλικρινή αισθήματα πίστης. Κάποιοι είναι αληθινά ευλαβείς. Ενας από αυτούς ήταν ίσως ο κ. Ρουσόπουλος. Θα λέγαμε ότι είναι πιθανόν κάποιες ενέργειες να έγιναν λόγω θρησκευτικής τυφλότητας, αν και ο ίδιος ισχυρίζεται ότι δεν έχει ανακατευτεί πουθενά στην υπόθεση του Βατοπαιδίου. Αναφέρει λοιπόν στο υπόμνημα: «Ουδεμία ένδειξη, ούτε καν υπόνοια, αξιόποινης συμμετοχής μου στη διερευνώμενη υπόθεση προκύπτει καθ΄ όσον από ουδέν αποδεικτικό στοιχείο, ήτοι έγγραφο, μαρτυρία, απολογία, συνάγεται η καθ΄ οιονδήποτε τρόπο πρόκληση απόφασης σε άλλον είτε γνωστό είτε άγνωστο σε εμένα για τέλεση απιστίας σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου». Δίκιο έχει ο άνθρωπος, δεν υπάρχουν αποδείξεις, δεν υπάρχουν ενδείξεις (για τις υπόνοιες δεν μπορεί να είναι βέβαιος). Ας μην αρθρώσουμε τίποτε κακό, θου Κύριε, όμως μπορούμε κάλλιστα να επισημάνουμε τη σύμπτωση. Ενόσω η μισή κυβέρνηση είχε πάρε- δώσε με τη μονή, ο κ. Ρουσόπουλος δεν είχε ιδέα για τις επαφές. Το πνευματικό τέκνο του ηγούμενου ούτε άκουσε ούτε έμαθε για τις ανταλλαγές, πολλώ δε μάλλον δεν παρενέβη. Αξίζει τον κόπο να θυμηθούμε επί τροχάδην την ιστορία. Η Βιστωνίδα δίδεται δώρο στη Μονή Βατοπαιδίου και πριν καλά-καλά περάσει στην κυριότητά της την ανταλλάσσει με άλλα κτήματα του Δημοσίου. Στη σκάντζα γίνεται το εξής: τα κτήματα του Εφραίμ παρουσιάζονται ως πανάκριβα, η δημόσια γη ως παρακατιανή. Αφού λοιπόν περάσουν τα χωράφια στην κυριότητα της μονής, τα ανταλλάσσει ξανά με άλλα ακίνητα, καλύτερα. Τα παρακατιανά γίνονται ως διά μαγείας πανάκριβα. Η ταχύτητα με την οποία εκτελούνται όλα αυτά, η παράκαμψη της γραφειοκρατίας, η αποδοχή παρατυπιών και, τέλος, η υπογραφή συμβολαίων από τα οποία απουσιάζουν βασικά έγγραφα, δείχνουν έναν κεντρικό σχεδιασμό. Καταδεικνύονται για γνώση των ενεργειών ή παρεμβάσεις οι κκ. Ευ. Μπασιάκος, Αλ. Κοντός Σ. Τσιτουρίδης, Π. Δούκας, Γ. Βουλγαράκης, Β. Μαγγίνας, Αντ. Μπέζας, Κ. Κιλτίδης, Γ. Αλογοσκούφης. Ολοι ανακατεύτηκαν πλην του κ. Ρουσόπουλου, ο οποίος ήταν πιθανώς απορροφημένος από τα φοιτητικά του καθήκοντα. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο στη Σχολή Ανθρωπιστικών Επιστημών και συγκεκριμένα τον κλάδο του Ελληνικού Πολιτισμού. Ταυτόχρονα έκανε εντατικά αγγλικά και επέλεξε το ίδρυμα στο οποίο θα συνέχιζε με το διδακτορικό του. Διάλεξε το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου και θέμα: «Η συνεισφορά της Φλαγγινείου Σχολής στον Ελληνικό Διαφωτισμό». Είναι προς τιμήν του ότι θέλησε να αποκτήσει δεξιότητες και γνώσεις που δεν είχε. Επιπλέον η μελέτη είναι ένα ωραιότατο δικαιολογητικό. Διάβαζε ο άνθρωπος, δεν μπορούσε να ασχοληθεί με κουτσομπολιά και μάλιστα για θέμα που δεν αποτελεί καν σκάνδαλο.
(από ΤΟ ΒΗΜΑ της Κυριακής)
Ενα πράγμα κοπανούσαν στον κ. Θ. Ρουσόπουλο οι εχθροί του: ότι ήταν «απτυχίωτος». Σε μια χώρα όπου κάθε μορφωμένη αγελάδα έχει μεταπτυχιακό, δεν μπορούσαν να δεχτούν ότι κυβερνά κάποιος που δεν πέρασε από πανεπιστήμιο. Αυτό που δεν μπορούσαν να του καταλογίσουν είναι ότι ήταν αστοιχείωτος. Πέτυχε στη δημοσιογραφία επειδή είχε μια γενική παιδεία (κάτι ουδόλως αυτονόητο στον κλάδο) και επειδή ήταν εύγλωττος. Τα ελληνικά τα ήξερε. Στην άγουρη ιδιωτική τηλεόραση μπορούσε να συντάξει σωστά δευτερεύουσες προτάσεις και να χρησιμοποιήσει, χωρίς να ρεζιλευτεί, τα τριγενή και δικατάληκτα. Θα πείτε, πού τον θυμηθήκαμε τώρα τον Θοδωρή. Ε, πώς. Μίλησε ο «Βούδας» και βρέθηκαν όλοι τους στην επικαιρότητα. Και επειδή σε κάθε δόγμα ισχύει το «με την αράδα σου θα πας», μόλις μίλησε ο Πεφωτισμένος, πήρε σειρά κι ο μοναχός του. Μία ημέρα μετά το υπόμνημα του κ. Κ. Καραμανλή στην Προανακριτική Επιτροπή, έστειλε τις δικές του γραπτές εξηγήσεις ο κ. Ρουσόπουλος. Θα λέγαμε ότι ο πρώην υπουργός Επικρατείας υπήρξε ο πιο πιστός μοναχός του «Βούδα», αν δεν κινδυνεύαμε με τεράστιο πραγματολογικό άλμα. Ο κ. Ρουσόπουλος δεν είδε ποτέ τον αρχηγό του ως Βούδα. Είναι υπερβολικά προσηλωμένος στα χριστιανικά εγκόλπια για να κάνει μια τέτοια υπέρβαση. Εν τούτοις εκείνοι που τον γνώρισαν στην αρχή της σταδιοδρομίας του, στην «Ελευθεροτυπία» και κατόπιν στο Μega, δεν ενθυμούνται κάποιο ιδιαίτερο πάθος με τη θρησκεία. Δεν ήταν ο άνθρωπος που θα έπεφτε στα τέσσερα για να ανέβει γονατιστός στην Παναγιά της Τήνου. Η όποια πίστη ήταν διακριτική- αν όχι εν υπνώσει. Αυτά παθαίνει όμως όποιος πάει και μπλέκεται με τη Δεξιά: τονώνει το Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια. Δεν ξέρουμε πότε ακριβώς προσέγγισε ο κ. Ρουσόπουλος τον ηγούμενο Εφραίμ, όμως υπάρχει η βεβαιότητα για την εποχή που ο καλόγερος άρχισε να δίνει σημασία στον εξομολογούμενο. Ο κ. Εφραίμ είναι «πνευματικός» της ελίτ. Με τον τρόπο που υπάρχουν διαιτολόγοι και γυμναστές για πλούσιες διασημότητες, έτσι ακριβώς ο ηγούμενος της Μονής Βατοπαιδίου αναλαμβάνει την ψυχική εκγύμναση ανθρώπων της ανώτατης τάξης: πολιτικούς και μεγαλοεπιχειρηματίες. Ο κοντινός συνεργάτης του πρωθυπουργού έγινε ένας από αυτούς. Οταν αναπτύσσεται μια τέτοια σχέση φαίνεται απολύτως λογικό να επισκέπτεται ένας ηγούμενος το άντρο του πρωθυπουργού και μάλιστα για σπουδαίο λόγο, όπως να εγχειρίσει μια από τις άφθονες προσκλήσεις για κάποια εκδήλωση. Σε σαλόνια της ανώτατης τάξης γίνονται συχνά- πυκνά θεολογικά πάρτι, κάτι σαν πριβέ προσκυνήματα. Ο εκάστοτε ηγούμενος φέρνει μια εικόνα, μια ζώνη, ένα οστό και οι εκλεκτοί μπορούν να προσευχηθούν χωρίς οχλήσεις από πλήθη πιστών. Σε αυτό το πλαίσιο θεωρείται πρέπον και σεβαστό και τρέντι να έχει κανείς τον πνευματικό του. Ας μην παραγνωρίζουμε ότι πέραν του κοσμικού χαρακτήρα που είχε η συναναστροφή με τον ηγούμενο Εφραίμ, υπάρχουν σε ορισμένους ειλικρινή αισθήματα πίστης. Κάποιοι είναι αληθινά ευλαβείς. Ενας από αυτούς ήταν ίσως ο κ. Ρουσόπουλος. Θα λέγαμε ότι είναι πιθανόν κάποιες ενέργειες να έγιναν λόγω θρησκευτικής τυφλότητας, αν και ο ίδιος ισχυρίζεται ότι δεν έχει ανακατευτεί πουθενά στην υπόθεση του Βατοπαιδίου. Αναφέρει λοιπόν στο υπόμνημα: «Ουδεμία ένδειξη, ούτε καν υπόνοια, αξιόποινης συμμετοχής μου στη διερευνώμενη υπόθεση προκύπτει καθ΄ όσον από ουδέν αποδεικτικό στοιχείο, ήτοι έγγραφο, μαρτυρία, απολογία, συνάγεται η καθ΄ οιονδήποτε τρόπο πρόκληση απόφασης σε άλλον είτε γνωστό είτε άγνωστο σε εμένα για τέλεση απιστίας σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου». Δίκιο έχει ο άνθρωπος, δεν υπάρχουν αποδείξεις, δεν υπάρχουν ενδείξεις (για τις υπόνοιες δεν μπορεί να είναι βέβαιος). Ας μην αρθρώσουμε τίποτε κακό, θου Κύριε, όμως μπορούμε κάλλιστα να επισημάνουμε τη σύμπτωση. Ενόσω η μισή κυβέρνηση είχε πάρε- δώσε με τη μονή, ο κ. Ρουσόπουλος δεν είχε ιδέα για τις επαφές. Το πνευματικό τέκνο του ηγούμενου ούτε άκουσε ούτε έμαθε για τις ανταλλαγές, πολλώ δε μάλλον δεν παρενέβη. Αξίζει τον κόπο να θυμηθούμε επί τροχάδην την ιστορία. Η Βιστωνίδα δίδεται δώρο στη Μονή Βατοπαιδίου και πριν καλά-καλά περάσει στην κυριότητά της την ανταλλάσσει με άλλα κτήματα του Δημοσίου. Στη σκάντζα γίνεται το εξής: τα κτήματα του Εφραίμ παρουσιάζονται ως πανάκριβα, η δημόσια γη ως παρακατιανή. Αφού λοιπόν περάσουν τα χωράφια στην κυριότητα της μονής, τα ανταλλάσσει ξανά με άλλα ακίνητα, καλύτερα. Τα παρακατιανά γίνονται ως διά μαγείας πανάκριβα. Η ταχύτητα με την οποία εκτελούνται όλα αυτά, η παράκαμψη της γραφειοκρατίας, η αποδοχή παρατυπιών και, τέλος, η υπογραφή συμβολαίων από τα οποία απουσιάζουν βασικά έγγραφα, δείχνουν έναν κεντρικό σχεδιασμό. Καταδεικνύονται για γνώση των ενεργειών ή παρεμβάσεις οι κκ. Ευ. Μπασιάκος, Αλ. Κοντός Σ. Τσιτουρίδης, Π. Δούκας, Γ. Βουλγαράκης, Β. Μαγγίνας, Αντ. Μπέζας, Κ. Κιλτίδης, Γ. Αλογοσκούφης. Ολοι ανακατεύτηκαν πλην του κ. Ρουσόπουλου, ο οποίος ήταν πιθανώς απορροφημένος από τα φοιτητικά του καθήκοντα. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο στη Σχολή Ανθρωπιστικών Επιστημών και συγκεκριμένα τον κλάδο του Ελληνικού Πολιτισμού. Ταυτόχρονα έκανε εντατικά αγγλικά και επέλεξε το ίδρυμα στο οποίο θα συνέχιζε με το διδακτορικό του. Διάλεξε το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου και θέμα: «Η συνεισφορά της Φλαγγινείου Σχολής στον Ελληνικό Διαφωτισμό». Είναι προς τιμήν του ότι θέλησε να αποκτήσει δεξιότητες και γνώσεις που δεν είχε. Επιπλέον η μελέτη είναι ένα ωραιότατο δικαιολογητικό. Διάβαζε ο άνθρωπος, δεν μπορούσε να ασχοληθεί με κουτσομπολιά και μάλιστα για θέμα που δεν αποτελεί καν σκάνδαλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.