λιστικό
Σε δημόσια διαβούλευση για περίπου είκοσι ημέρες έδωσε ο υπουργός Εργασίας, Ανδρέας Λοβέρδος, το νομοσχέδιο για το νέο ασφαλιστικό σύστημα. Δείτε παρακάτω τι προβλέπεται στις ρυθμίσεις κάθε άρθρου, επιλέγοντας από τη σχετική στήλη αυτό που σας ενδιαφέρει.
- Άρθρο 1: Εννοιολογικοί προσδιορισμοί
- Άρθρο 2: Βασική σύνταξη
- Άρθρο 3: Αναλογικό ποσό σύνταξης ασφαλισμένων από 1.1.2013 και εφεξής
- Άρθρο 4: Αναλογικό ποσό σύνταξης ασφαλισμένων πριν την 1.1.2013
- Άρθρο 5: Ρύθμιση Θεμάτων Διαδοχικής Ασφάλισης
- Άρθρο 6: Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας
- Άρθρο 7: Ενιαίος Κανονισμός Προσδιορισμού Ποσοστού Αναπηρίας
- Άρθρο 8: Μονιμοποίηση σύνταξης αναπηρίας των ασφαλισμένων από 1.1.1993
- Άρθρο 9: Προϋπάρχουσα αναπηρία
- Άρθρο 10: Όρια ηλικίας συνταξιοδότησης πολιτικών υπαλλήλων του Δημοσίου
- Άρθρο 11: Αναπροσαρμογή συντάξεων και ορίων ηλικίας
- Άρθρο 12: Γενικοί όροι συνταξιοδότησης επιζώντος συζύγου
- Άρθρο 13: Ειδικοί όροι συνταξιοδότησης επιζώντων δικαιούχων
- Άρθρο 14: Συνταξιοδότηση αγάμων και διαζευγμένων θυγατέρων
- Άρθρο 15: Επικουρικές Συντάξεις
- Άρθρο 16: Απασχόληση Συνταξιούχων
- Άρθρο 17: Πίνακας Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων
- Άρθρο 18: Παράλληλη Ασφάλιση για ασφαλισμένους πριν 1.1.1993
- Άρθρο 19: Ρυθμίσεις Ο.Γ.Α.
- Άρθρο 20: Αμοιβή και παρακράτηση εισφορών περιστασιακά απασχολουμένων
- Άρθρο 21: Ασφάλιση στο Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ., Ε.Τ.Ε.Α.Μ., Ο.Ε.Κ.
- Άρθρο 22: Ασφάλιση στον ΟΓΑ
- Άρθρο 23: Αμοιβή και παρακράτηση εισφορών περιστασιακά απασχολουμένων σε επισιτιστικές και Θεάματος - Ακροάματος επιχειρήσεις
- Άρθρο 24: Κυρώσεις
- Άρθρο 25:Προσαυξήσεις συντάξεων πέραν των 35 ετών
- Άρθρο 26: Προγράμματα Εθελουσίας Εξόδου
- Άρθρο 27: Ενοποίηση Ασφαλιστικών Φορέων
- Άρθρο 28: Οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια του Κλάδου Υγείας του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.
- Άρθρο 29: Διάκριση των Κεντρικών Υπηρεσιών Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.
- Άρθρο 30: Οργανωτική διάρθρωση των Κεντρικών Υπηρεσιών Υγείας
- Άρθρο 31: Ενιαίο Σύστημα Υπηρεσιών Υγείας
- Άρθρο 32: Σύμπραξη Φ.Κ.Α. για παροχές υγείας
- Άρθρο 33: Μικτά κλιμάκια για την καταπολέμηση της εισφοροδιαφυγής
- Άρθρο 34: Σύσταση Κέντρου Εξυπηρέτησης Ασφαλισμένων (Κ.Ε.Α.)
- Άρθρο 35: Ενιαίο σύστημα ελέγχου συντάξεων
- Άρθρο 36: Παρακολούθηση Αναγκαστικής Είσπραξης Ασφαλιστικών Εισφορών των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης
- Άρθρο 37: Χρηματοδότηση Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης
- Άρθρο 38: Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων
- Άρθρο 39: Λογιστικός διαχωρισμός Προνοιακών - Ασφαλιστικών Παροχών
- Άρθρο 40: Συναλλαγές μέσω διατραπεζικού συστήματος
- Άρθρο 41: Κατάταξη απαιτήσεων Οργανισμών και Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης
- Άρθρο 42: Ανακατανομή των εισφορών μεταξύ ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ΟΑΕΔ, ΟΕΚ και Εργατικής Εστίας
- Άρθρο 43: Οικοδομοτεχνικά Έργα
- Άρθρο 44: Οικονομική οργάνωση Φ.Κ.Α
- Αρθρο 45: Επενδύσεις διαθεσίμων σε κινητές αξίες που διενεργούνται χωρίς όρια
- Άρθρο 46: Επενδύσεις διαθεσίμων σε περιουσιακά στοιχεία που διενεργούνται με προϋποθέσεις και όρια
- Αρθρο 47: Διαδικασία διενέργειας επενδύσεων σε κινητές αξίες
- Άρθρο 48: Διαδικασίες διενέργειας επενδύσεων σε ακίνητα
- Αρθρο 49: Ανάθεση έργων και εργασιών αξιοποίησης ακινήτων
- Άρθρο 50: Τήρηση στοιχείων επενδύσεων
- Αρθρο 51: Α.Ε.Δ.Α.Κ. Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης
- Αρθρο 52: Διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων
- Άρθρο 53: Καταργούμενες διατάξεις
- Άρθρο 54: Ρύθμιση οφειλόμενων εισφορών
- Άρθρο 55: Αρμόδια Όργανα – Αρμοδιότητες
- Άρθρο 56: Ειδική Επιτροπή Ρύθμισης Εσόδων
- Άρθρο 57: Υποβολή αίτησης - Λοιπά δικαιολογητικά
- Άρθρο 58: Τμηματική εξόφληση της οφειλής
- Άρθρο 59: Χορήγηση ασφαλιστικής ενημερότητας
- Άρθρο 60: Δικαιώματα φορέων κοινωνικής ασφάλισης
- Άρθρο 61: Λοιπές διατάξεις
- Άρθρο 62: Έναρξη καταβολής σύνταξης σε οφειλέτη
- Άρθρο 63: Εξουσιοδότηση για έκδοση υπουργικών αποφάσεων
- Άρθρο 64: Ασφαλιστική Τακτοποίηση Προσωπικού Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης
- Άρθρο 65: Ασφάλιση του προσωπικού της Τράπεζας της Ελλάδος
- Άρθρο 66: Συμβάσεις εργολαβίας Εταιριών Παροχής Υπηρεσιών
- Άρθρο 67: Παροχές ασθένειας ανέργων ελευθέρων επαγγελματιών και εφαρμογή προγραμμάτων κοινωνικού τουρισμού
- Άρθρο 68: Μικτά κλιμάκια ελέγχου χημικών του Γενικού Χημείου του Κράτους & των Τεχνικών Υγειονομικών Επιθεωρητών του ΣΕΠΕ
- Άρθρο 69: Ρυθμίσεις για το προσωπικό της εταιρίας «Ολυμπιακό χωριό 2004 ΑΕ»
- Άρθρο 70: Αμοιβή εμπειρογνωμόνων και αξιολογητών που συμμετέχουν σε επιτροπές και ομάδες εργασίας των διαγωνισμών του ΕΣΠΑ
- Άρθρο 71
Άρθρο 2: Βασική σύνταξη
1. Από 1.1.2018 και εφεξής καθιερώνεται βασική σύνταξη. Το ύψος του ποσού της βασικής σύνταξης για το έτος 2010 καθορίζεται στο ποσό των τριακοσίων εξήντα ευρώ (360,00 €) και αναπροσαρμόζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 11 του νόμου αυτού.
2. Την ανωτέρω βασική σύνταξη δικαιούνται:
Α. Οι ασφαλισμένοι των οργανισμών κύριας ασφάλισης, καθώς και οι τακτικοί υπάλληλοι του δημοσίου, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης α΄ και β΄ βαθμίδας, ανεξαρτήτως χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση, που θεμελιώνουν για πρώτη φορά συνταξιοδοτικό δικαίωμα από την 1.1.2018 και εφεξής. Η βασική σύνταξη καταβάλλεται από την ημερομηνία έναρξης της συνταξιοδότησης από τον οικείο ασφαλιστικό φορέα ή το Δημόσιο. Στους ασφαλισμένους των οποίων η σύνταξη, σύμφωνα με το άρθρο 4 του Κεφαλαίου αυτού, αποτελεί άθροισμα δύο τμημάτων, η βασική σύνταξη υπολογίζεται αναλογικά με βάση τα έτη ασφάλισης από 1.1.2013 και εφεξής προς το συνολικό χρόνο ασφάλισης. Το ποσό της βασικής σύνταξης μειώνεται στις περιπτώσεις θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος σε μειωμένη σύνταξη λόγω γήρατος, σε μειωμένη σύνταξη λόγω αναπηρίας καθώς και στην περίπτωση χορήγησης σύνταξης λόγω θανάτου. Η μείωση της βασικής σύνταξης προκειμένου για τους ασφαλισμένους που λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη γήρατος, ανέρχεται σε 1/200 για κάθε μήνα που υπολείπεται από τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας πλήρους συνταξιοδότησης. Για τους συνταξιούχους που λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη λόγω αναπηρίας με ποσοστό 67% έως και 79,99% χορηγείται το εβδομήντα πέντε (75%) της βασικής σύνταξης, και με ποσοστό από 50% έως και 66,99% χορηγείται το πενήντα τοις εκατό (50%) αυτής. Η μείωση αυτή δεν έχει εφαρμογή σε όσους συνταξιοδοτούνται με τις διατάξεις του ν. 612/1977 (Α 164). Στις περιπτώσεις χορήγησης σύνταξης λόγω θανάτου, το ποσό της βασικής σύνταξης προσδιορίζεται για τον επιζώντα σύζυγο και κάθε συνδικαιούχο, με βάση το δικαιούμενο σύμφωνα με τη νομοθεσία κάθε φορέα ή σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις, ποσοστό σύνταξης λόγω θανάτου, όπως διαμορφώνεται. Προκειμένου για τέκνα, η καταβολή του εν λόγω ποσοστού της βασικής σύνταξης λήγει με τη συμπλήρωση των ορίων ηλικίας που ορίζονται από τη νομοθεσία. Το καταβαλλόμενο σε αυτά ποσοστό, μετά τη διακοπή χορήγησής του, προστίθεται στο ποσοστό που χορηγείται στον δικαιούχο επιζώντα σύζυγο και έως το ποσοστό της δικαιούμενης σύνταξης. Εάν ο συνταξιούχος λόγω θανάτου λαμβάνει σύνταξη και από ίδιο δικαίωμα ή περισσότερες της μιας συντάξεις λόγω θανάτου, δικαιούται βασική σύνταξη για την εξ ίδίου δικαιώματος σύνταξη και για την μεγαλύτερη από τις συντάξεις λόγω θανάτου. Εάν ο συνταξιούχος λόγω θανάτου σύζυγος εργάζεται ή απασχολείται δικαιούται βασική σύνταξη. Σε περίπτωση επιμερισμού της εξ ιδίου δικαιώματος σύνταξης μεταξύ δικαιούχου και τέκνων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13 του νόμου αυτού, όπως ισχύει κάθε φορά, το ποσό της βασικής σύνταξης κατανέμεται κατά τα ίδια ποσοστά. Προκειμένου για συνταξιούχους εξ ιδίου δικαιώματος με περισσότερες της μιας συντάξεις χορηγείται μία βασική σύνταξη. Στην περίπτωση συνταξιούχου ή δικαιούμενου μιας πλήρους σε ποσό και μιας μειωμένης κύριας σύνταξης, το ποσό της χορηγούμενης βασικής σύνταξης είναι πλήρες και καταβάλλεται από τον φορέα που χορηγεί την πλήρη σύνταξη. Αρμόδιος φορέας καταβολής της βασικής σύνταξης σε αυτή την κατηγορία συνταξιούχων είναι ο απονέμων την αναλογική σύνταξη φορέας κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο.
Β. Οι ανασφάλιστοι και όσοι έχουν πραγματοποιήσει λιγότερες από 4.500 ημέρες ή 15 έτη ασφάλισης σε ασφαλιστικούς οργανισμούς κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο, εφόσον πληρούν αθροιστικά τα παρακάτω κριτήρια:
i) έχουν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας τους.
ii) το ατομικό και το οικογενειακό τους εισόδημα από οποιαδήποτε πηγή, κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος, δεν υπερβαίνουν το 14πλάσιο και το 28πλάσιο του κατά τα ανωτέρω πλήρους ποσού βασικής σύνταξης αντίστοιχα.
iii) διαμένουν στην Ελλάδα για τουλάχιστον δεκαπέντε (15) έτη μεταξύ του 15ου και του 65ου έτους της ηλικίας τους.
Το ύψος της βασικής σύνταξης είναι πλήρες για όσους πληρούν αθροιστικά τα ανωτέρω κριτήρια και έχουν συμπληρώσει στη χώρα τουλάχιστον τριανταπέντε (35) πλήρη έτη διαμονής και μειώνεται κατά 1/35 για κάθε ένα έτος που υπολείπεται των τριανταπέντε (35) ετών διαμονής. Η βασική σύνταξη στην κατηγορία αυτή των δικαιούχων δεν μεταβιβάζεται σε δικαιοδόχα πρόσωπα. Αρμόδιος φορέας καταβολής της βασικής σύνταξης γι’ αυτή την κατηγορία είναι ο φορέας κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο από τον οποίο καταβάλλεται αναλογικό ποσό σύνταξης ή ο ΟΓΑ σε περίπτωση μη δικαιούχων αναλογικού ποσού σύνταξης.
2. Την ανωτέρω βασική σύνταξη δικαιούνται:
Α. Οι ασφαλισμένοι των οργανισμών κύριας ασφάλισης, καθώς και οι τακτικοί υπάλληλοι του δημοσίου, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης α΄ και β΄ βαθμίδας, ανεξαρτήτως χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση, που θεμελιώνουν για πρώτη φορά συνταξιοδοτικό δικαίωμα από την 1.1.2018 και εφεξής. Η βασική σύνταξη καταβάλλεται από την ημερομηνία έναρξης της συνταξιοδότησης από τον οικείο ασφαλιστικό φορέα ή το Δημόσιο. Στους ασφαλισμένους των οποίων η σύνταξη, σύμφωνα με το άρθρο 4 του Κεφαλαίου αυτού, αποτελεί άθροισμα δύο τμημάτων, η βασική σύνταξη υπολογίζεται αναλογικά με βάση τα έτη ασφάλισης από 1.1.2013 και εφεξής προς το συνολικό χρόνο ασφάλισης. Το ποσό της βασικής σύνταξης μειώνεται στις περιπτώσεις θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος σε μειωμένη σύνταξη λόγω γήρατος, σε μειωμένη σύνταξη λόγω αναπηρίας καθώς και στην περίπτωση χορήγησης σύνταξης λόγω θανάτου. Η μείωση της βασικής σύνταξης προκειμένου για τους ασφαλισμένους που λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη γήρατος, ανέρχεται σε 1/200 για κάθε μήνα που υπολείπεται από τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας πλήρους συνταξιοδότησης. Για τους συνταξιούχους που λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη λόγω αναπηρίας με ποσοστό 67% έως και 79,99% χορηγείται το εβδομήντα πέντε (75%) της βασικής σύνταξης, και με ποσοστό από 50% έως και 66,99% χορηγείται το πενήντα τοις εκατό (50%) αυτής. Η μείωση αυτή δεν έχει εφαρμογή σε όσους συνταξιοδοτούνται με τις διατάξεις του ν. 612/1977 (Α 164). Στις περιπτώσεις χορήγησης σύνταξης λόγω θανάτου, το ποσό της βασικής σύνταξης προσδιορίζεται για τον επιζώντα σύζυγο και κάθε συνδικαιούχο, με βάση το δικαιούμενο σύμφωνα με τη νομοθεσία κάθε φορέα ή σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις, ποσοστό σύνταξης λόγω θανάτου, όπως διαμορφώνεται. Προκειμένου για τέκνα, η καταβολή του εν λόγω ποσοστού της βασικής σύνταξης λήγει με τη συμπλήρωση των ορίων ηλικίας που ορίζονται από τη νομοθεσία. Το καταβαλλόμενο σε αυτά ποσοστό, μετά τη διακοπή χορήγησής του, προστίθεται στο ποσοστό που χορηγείται στον δικαιούχο επιζώντα σύζυγο και έως το ποσοστό της δικαιούμενης σύνταξης. Εάν ο συνταξιούχος λόγω θανάτου λαμβάνει σύνταξη και από ίδιο δικαίωμα ή περισσότερες της μιας συντάξεις λόγω θανάτου, δικαιούται βασική σύνταξη για την εξ ίδίου δικαιώματος σύνταξη και για την μεγαλύτερη από τις συντάξεις λόγω θανάτου. Εάν ο συνταξιούχος λόγω θανάτου σύζυγος εργάζεται ή απασχολείται δικαιούται βασική σύνταξη. Σε περίπτωση επιμερισμού της εξ ιδίου δικαιώματος σύνταξης μεταξύ δικαιούχου και τέκνων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13 του νόμου αυτού, όπως ισχύει κάθε φορά, το ποσό της βασικής σύνταξης κατανέμεται κατά τα ίδια ποσοστά. Προκειμένου για συνταξιούχους εξ ιδίου δικαιώματος με περισσότερες της μιας συντάξεις χορηγείται μία βασική σύνταξη. Στην περίπτωση συνταξιούχου ή δικαιούμενου μιας πλήρους σε ποσό και μιας μειωμένης κύριας σύνταξης, το ποσό της χορηγούμενης βασικής σύνταξης είναι πλήρες και καταβάλλεται από τον φορέα που χορηγεί την πλήρη σύνταξη. Αρμόδιος φορέας καταβολής της βασικής σύνταξης σε αυτή την κατηγορία συνταξιούχων είναι ο απονέμων την αναλογική σύνταξη φορέας κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο.
Β. Οι ανασφάλιστοι και όσοι έχουν πραγματοποιήσει λιγότερες από 4.500 ημέρες ή 15 έτη ασφάλισης σε ασφαλιστικούς οργανισμούς κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο, εφόσον πληρούν αθροιστικά τα παρακάτω κριτήρια:
i) έχουν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας τους.
ii) το ατομικό και το οικογενειακό τους εισόδημα από οποιαδήποτε πηγή, κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος, δεν υπερβαίνουν το 14πλάσιο και το 28πλάσιο του κατά τα ανωτέρω πλήρους ποσού βασικής σύνταξης αντίστοιχα.
iii) διαμένουν στην Ελλάδα για τουλάχιστον δεκαπέντε (15) έτη μεταξύ του 15ου και του 65ου έτους της ηλικίας τους.
Το ύψος της βασικής σύνταξης είναι πλήρες για όσους πληρούν αθροιστικά τα ανωτέρω κριτήρια και έχουν συμπληρώσει στη χώρα τουλάχιστον τριανταπέντε (35) πλήρη έτη διαμονής και μειώνεται κατά 1/35 για κάθε ένα έτος που υπολείπεται των τριανταπέντε (35) ετών διαμονής. Η βασική σύνταξη στην κατηγορία αυτή των δικαιούχων δεν μεταβιβάζεται σε δικαιοδόχα πρόσωπα. Αρμόδιος φορέας καταβολής της βασικής σύνταξης γι’ αυτή την κατηγορία είναι ο φορέας κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο από τον οποίο καταβάλλεται αναλογικό ποσό σύνταξης ή ο ΟΓΑ σε περίπτωση μη δικαιούχων αναλογικού ποσού σύνταξης.
Άρθρο 3: Αναλογικό ποσό σύνταξης ασφαλισμένων από 1.1.2013 και εφεξής
1. Οι ασφαλισμένοι για πρώτη φορά σε φορείς κοινωνικής ασφάλισης από 1.1.2013 και εφεξής που θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης μετά την 1.1.2018, δικαιούνται αναλογικού ποσού σύνταξης με βάση το συνολικό χρόνο ασφάλισής τους, ο οποίος δεν μπορεί να είναι μικρότερος του ενός πλήρους έτους ασφάλισης ή τριακοσίων (300) ημερών και με τη συμπλήρωση των ορίων ηλικίας που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία κατά περίπτωση. Όριο ηλικίας συνταξιοδότησης, αν ο χρόνος ασφάλισης είναι μικρότερος των 15 ετών ή 4.500 ημερών ασφάλισης, καθορίζεται το 65o έτος. Η μηνιαία σύνταξη των ανωτέρω, υπολογίζεται για κάθε πλήρες έτος ασφάλισης, με βάση ποσοστά επί των προβλεπόμενων συντάξιμων αποδοχών ή ασφαλιστικών κατηγοριών, τα οποία καθορίζονται ως εξής:
Α. ΜΙΣΘΩΤΟΙ
Οι συντάξιμες αποδοχές με βάση τις οποίες ορίζονται τα αντίστοιχα ποσοστά, κατατάσσονται στις παρακάτω ασφαλιστικές κατηγορίες (Α.Κ.)
Συντάξιμες αποδοχές μέχρι 850 ευρώ στην 1η Α.Κ.
Συντάξιμες αποδοχές από 850,01-1000 ευρώ στην 2η Α.Κ.
Συντάξιμες αποδοχές από 1000,01-1200 ευρώ στην 3η Α.Κ.
Συντάξιμες αποδοχές από 1200,01-1400 ευρώ στην 4η Α.Κ.
Συντάξιμες αποδοχές από 1400,01-1600 ευρώ στην 5η Α.Κ.
Συντάξιμες αποδοχές από 1600,01-1800 ευρώ στην 6η Α.Κ.
Συντάξιμες αποδοχές από 1800,01-2000 ευρώ στην 7η Α.Κ.
Συντάξιμες αποδοχές από 2000,01-2400 ευρώ στην 8η Α.Κ.
Συντάξιμες αποδοχές από 2400,01-2800 ευρώ στην 9η Α.Κ.
Συντάξιμες αποδοχές από 2800,01-3400 ευρώ στην 10η Α.Κ.
Συντάξιμες αποδοχές από 3400,01-4200 ευρώ στην 11η Α.Κ.
Συντάξιμες αποδοχές από 4200,01 ευρώ και άνω στην 12η Α.Κ.
Τα αντίστοιχα ποσοστά ανά κατηγορία ορίζονται ως εξής:
Για την 1η Α.Κ. και μέχρι το 15ο έτος ποσοστό 0,7% ανά έτος ασφάλισης προσαυξανόμενο ανά έτος για κάθε επόμενη τριετία κατά 0,02% και μέχρι το 36ο έτος ασφάλισης. Από το 37ο έτος και άνω, η προσαύξηση ανέρχεται σε 1,1% για κάθε έτος ασφάλισης.
Για την 2η Α.Κ. και μέχρι το 15ο έτος ποσοστό 0,7% ανά έτος ασφάλισης, προσαυξανόμενο κατά 0,05% ανά έτος για κάθε επόμενη τριετία και μέχρι το 36ο έτος ασφάλισης. Από το 37ο έτος και άνω, η προσαύξηση ανέρχεται σε 1,8% για κάθε έτος ασφάλισης.
Για την 3η Α.Κ. και μέχρι το 15ο έτος ποσοστό 0,7% ανά έτος ασφάλισης, προσαυξανόμενο κατά 0,1% ανά έτος για κάθε επόμενη τριετία και μέχρι το 36ο έτος ασφάλισης. Από το 37ο έτος και άνω, η προσαύξηση ανέρχεται σε 1,8% για κάθε έτος ασφάλισης.
Για την 4η Α.Κ. και μέχρι το 15ο έτος ποσοστό 0,7% ανά έτος ασφάλισης, προσαυξανόμενο κατά 0,16% ανά έτος για κάθε επόμενη τριετία και μέχρι το 36ο έτος ασφάλισης. Από το 37ο έτος και άνω, η προσαύξηση ανέρχεται σε 2,8% για κάθε έτος ασφάλισης.
Για την 5η Α.Κ. και μέχρι το 15ο έτος ποσοστό 0,71% ανά έτος ασφάλισης, προσαυξανόμενο κατά 0,2% ανά έτος για κάθε επόμενη τριετία και μέχρι το 36ο έτος ασφάλισης. Από το 37ο έτος και άνω, η προσαύξηση ανέρχεται σε 2,8% για κάθε έτος ασφάλισης.
Για την 6η Α.Κ. και μέχρι το 15ο έτος ποσοστό 0,77% ανά έτος ασφάλισης, προσαυξανόμενο κατά 0,21% ανά έτος για κάθε επόμενη τριετία και μέχρι το 36ο έτος ασφάλισης. Από το 37ο έτος και άνω, η προσαύξηση ανέρχεται σε 2,8% για κάθε έτος ασφάλισης.
Για την 7η Α.Κ. και μέχρι το 15ο έτος ποσοστό 0,85% ανά έτος ασφάλισης, προσαυξανόμενο κατά 0,2% ανά έτος για κάθε επόμενη τριετία και μέχρι το 36ο έτος ασφάλισης. Από το 37ο έτος και άνω, η προσαύξηση ανέρχεται σε 3% για κάθε έτος ασφάλισης.
Για την 8η Α.Κ. και μέχρι το 15ο έτος ποσοστό 0,95% ανά έτος ασφάλισης, προσαυξανόμενο κατά 0,19% ανά έτος για κάθε επόμενη τριετία και μέχρι το 36ο έτος ασφάλισης. Από το 37ο έτος και άνω, η προσαύξηση ανέρχεται σε 3% για κάθε έτος ασφάλισης.
Για την 9η Α.Κ. και μέχρι το 15ο έτος ποσοστό 1,03% ανά έτος ασφάλισης, προσαυξανόμενο κατά 0,19% ανά έτος για κάθε επόμενη τριετία και μέχρι το 36ο έτος ασφάλισης. Από το 37ο έτος και άνω, η προσαύξηση ανέρχεται σε 3% για κάθε έτος ασφάλισης.
Για την 10η Α.Κ. και μέχρι το 15ο έτος ποσοστό 1,12% ανά έτος ασφάλισης, προσαυξανόμενο κατά 0,18% ανά έτος για κάθε επόμενη τριετία και μέχρι το 36ο έτος ασφάλισης. Από το 37ο έτος και άνω, η προσαύξηση ανέρχεται σε 3% για κάθε έτος ασφάλισης.
Για την 11η Α.Κ. και μέχρι το 15ο έτος ποσοστό 1,21% ανά έτος ασφάλισης, προσαυξανόμενο κατά 0,17% ανά έτος για κάθε επόμενη τριετία και μέχρι το 36ο έτος ασφάλισης. Από το 37ο έτος και άνω, η προσαύξηση ανέρχεται σε 3% για κάθε έτος ασφάλισης.
Για την 12η Α.Κ. και μέχρι το 15ο έτος ποσοστό 1,27% ανά έτος ασφάλισης, προσαυξανόμενο κατά 0,17% ανά έτος για κάθε επόμενη τριετία και μέχρι το 36ο έτος ασφάλισης. Από το 37ο έτος και άνω, η προσαύξηση ανέρχεται σε 3% για κάθε έτος ασφάλισης.
Β. ΑΥΤΟΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΟΙ
Τα ποσοστά ανά ασφαλιστική κατηγορία ορίζονται ως εξής :
Για τις Α.Κ. από την πρώτη μέχρι και την 6η ποσοστό 0,9%
Για την 6η Α.Κ. ποσοστό 1%
Για την 7η Α.Κ. ποσοστό 1,1%
Για την 8η Α.Κ. ποσοστό 1,2%
Για την 9η Α.Κ. ποσοστό 1,3%
Για την 10η Α.Κ. – 14η ποσοστό 1,4% και μέχρι το 27ο έτος ασφάλισης.
Από το 28ο έτος, το ανωτέρω ποσοστό προσαυξάνεται ανά έτος κατά 0,1% για κάθε επόμενη τριετία και μέχρι το 36ο ασφάλισης.
Από το 37ο έτος και άνω, η προσαύξηση ανέρχεται σε 2,1% ανά έτος ασφάλισης.
2. Ως μηνιαίες συντάξιμες αποδοχές, για τον υπολογισμό της αναλογικής σύνταξης γήρατος και αναπηρίας, στους φορείς κύριας ασφάλισης που ασφαλίζουν μισθωτούς, λαμβάνεται υπόψη το πηλίκο της διαίρεσης του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών που έλαβε ο ασφαλισμένος καθ’ όλη τη διάρκεια του εργασιακού του βίου, πλην των αποδοχών του μήνα κατά τον οποίο υποβάλλεται η αίτηση συνταξιοδότησης και επί των οποίων καταβλήθηκαν ασφαλιστικές εισφορές, χωρίς τον υπολογισμό δώρων εορτών και επιδόματος αδείας, δια του αριθμού των μηνών απασχόλησης που έχει πραγματοποιήσει ο ασφαλισμένος εντός της χρονικής αυτής περιόδου. Για τους φορείς κύριας ασφάλισης μισθωτών, στους οποίους ως βάση υπολογισμού των παροχών θεωρείται η ημέρα εργασίας, η κατά το προηγούμενο εδάφιο διαίρεση, γίνεται με τον αριθμό ημερών εργασίας για το ίδιο χρονικό διάστημα και το πηλίκο πολλαπλασιάζεται επί εικοσιπέντε (25). Για τον προσδιορισμό των παραπάνω συντάξιμων αποδοχών, οι αποδοχές του ασφαλισμένου ή ο συντάξιμος μισθός του προηγούμενου εδαφίου, για κάθε ημερολογιακό έτος, πλην των αποδοχών ή του μισθού του τελευταίου έτους ή τμήματος έτους κατά το οποίο υποβάλλεται η αίτηση συνταξιοδότησης, λαμβάνονται υπόψη αυξημένες κατά τη μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή και με συντελεστή ωρίμανσης 0,06 για κάθε έτος ασφάλισης. Για τον υπολογισμό της αναλογικής σύνταξης στους φορείς κύριας ασφάλισης αυτοαπασχολουμένων, λαμβάνονται υπόψη οι ασφαλιστικές κατηγορίες που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία, βάσει των οποίων καταβλήθηκαν εισφορές καθ’ όλο το χρόνο ασφάλισης του ασφαλισμένου, όπως έχουν διαμορφωθεί την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου της υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης έτους. Για τους μισθωτούς ασφαλισμένους στους ανωτέρω φορείς, εφαρμόζονται αναλόγως τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις του πρώτου, δεύτερου και τέταρτου εδαφίου της παραγράφου αυτής.
3. Το άθροισμα των ποσών της βασικής και της αναλογικής σύνταξης λόγω γήρατος για χρόνο ασφάλισης τουλάχιστον δεκαπέντε (15) ετών ή λόγω αναπηρίας με ποσοστό ογδόντα τοις εκατό (80%) και άνω ή λόγω εργατικού ατυχήματος δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού που αντιστοιχεί σε δεκαπέντε (15) ημερομίσθια ανειδίκευτου εργάτη, όπως καθορίζονται κάθε φορά από την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Το κατώτατο όριο που προβλέπεται από την ανωτέρω διάταξη μειώνεται σε κάθε περίπτωση που ο συνταξιούχος λαμβάνει σύνταξη μειωμένη. Το συνολικό ποσό της σύνταξης λόγω θανάτου του επιζώντος συζύγου και των τέκνων δεν μπορεί να είναι κατώτερο του ογδόντα τοις εκατό (80%) των δύο προηγούμενων εδαφίων.
4. Για θέματα που δεν ρυθμίζονται από τις διατάξεις του άρθρου αυτού έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 1 έως 43 του ν.2084/1992 (Α 165), όπως ισχύουν.
Α. ΜΙΣΘΩΤΟΙ
Οι συντάξιμες αποδοχές με βάση τις οποίες ορίζονται τα αντίστοιχα ποσοστά, κατατάσσονται στις παρακάτω ασφαλιστικές κατηγορίες (Α.Κ.)
Συντάξιμες αποδοχές μέχρι 850 ευρώ στην 1η Α.Κ.
Συντάξιμες αποδοχές από 850,01-1000 ευρώ στην 2η Α.Κ.
Συντάξιμες αποδοχές από 1000,01-1200 ευρώ στην 3η Α.Κ.
Συντάξιμες αποδοχές από 1200,01-1400 ευρώ στην 4η Α.Κ.
Συντάξιμες αποδοχές από 1400,01-1600 ευρώ στην 5η Α.Κ.
Συντάξιμες αποδοχές από 1600,01-1800 ευρώ στην 6η Α.Κ.
Συντάξιμες αποδοχές από 1800,01-2000 ευρώ στην 7η Α.Κ.
Συντάξιμες αποδοχές από 2000,01-2400 ευρώ στην 8η Α.Κ.
Συντάξιμες αποδοχές από 2400,01-2800 ευρώ στην 9η Α.Κ.
Συντάξιμες αποδοχές από 2800,01-3400 ευρώ στην 10η Α.Κ.
Συντάξιμες αποδοχές από 3400,01-4200 ευρώ στην 11η Α.Κ.
Συντάξιμες αποδοχές από 4200,01 ευρώ και άνω στην 12η Α.Κ.
Τα αντίστοιχα ποσοστά ανά κατηγορία ορίζονται ως εξής:
Για την 1η Α.Κ. και μέχρι το 15ο έτος ποσοστό 0,7% ανά έτος ασφάλισης προσαυξανόμενο ανά έτος για κάθε επόμενη τριετία κατά 0,02% και μέχρι το 36ο έτος ασφάλισης. Από το 37ο έτος και άνω, η προσαύξηση ανέρχεται σε 1,1% για κάθε έτος ασφάλισης.
Για την 2η Α.Κ. και μέχρι το 15ο έτος ποσοστό 0,7% ανά έτος ασφάλισης, προσαυξανόμενο κατά 0,05% ανά έτος για κάθε επόμενη τριετία και μέχρι το 36ο έτος ασφάλισης. Από το 37ο έτος και άνω, η προσαύξηση ανέρχεται σε 1,8% για κάθε έτος ασφάλισης.
Για την 3η Α.Κ. και μέχρι το 15ο έτος ποσοστό 0,7% ανά έτος ασφάλισης, προσαυξανόμενο κατά 0,1% ανά έτος για κάθε επόμενη τριετία και μέχρι το 36ο έτος ασφάλισης. Από το 37ο έτος και άνω, η προσαύξηση ανέρχεται σε 1,8% για κάθε έτος ασφάλισης.
Για την 4η Α.Κ. και μέχρι το 15ο έτος ποσοστό 0,7% ανά έτος ασφάλισης, προσαυξανόμενο κατά 0,16% ανά έτος για κάθε επόμενη τριετία και μέχρι το 36ο έτος ασφάλισης. Από το 37ο έτος και άνω, η προσαύξηση ανέρχεται σε 2,8% για κάθε έτος ασφάλισης.
Για την 5η Α.Κ. και μέχρι το 15ο έτος ποσοστό 0,71% ανά έτος ασφάλισης, προσαυξανόμενο κατά 0,2% ανά έτος για κάθε επόμενη τριετία και μέχρι το 36ο έτος ασφάλισης. Από το 37ο έτος και άνω, η προσαύξηση ανέρχεται σε 2,8% για κάθε έτος ασφάλισης.
Για την 6η Α.Κ. και μέχρι το 15ο έτος ποσοστό 0,77% ανά έτος ασφάλισης, προσαυξανόμενο κατά 0,21% ανά έτος για κάθε επόμενη τριετία και μέχρι το 36ο έτος ασφάλισης. Από το 37ο έτος και άνω, η προσαύξηση ανέρχεται σε 2,8% για κάθε έτος ασφάλισης.
Για την 7η Α.Κ. και μέχρι το 15ο έτος ποσοστό 0,85% ανά έτος ασφάλισης, προσαυξανόμενο κατά 0,2% ανά έτος για κάθε επόμενη τριετία και μέχρι το 36ο έτος ασφάλισης. Από το 37ο έτος και άνω, η προσαύξηση ανέρχεται σε 3% για κάθε έτος ασφάλισης.
Για την 8η Α.Κ. και μέχρι το 15ο έτος ποσοστό 0,95% ανά έτος ασφάλισης, προσαυξανόμενο κατά 0,19% ανά έτος για κάθε επόμενη τριετία και μέχρι το 36ο έτος ασφάλισης. Από το 37ο έτος και άνω, η προσαύξηση ανέρχεται σε 3% για κάθε έτος ασφάλισης.
Για την 9η Α.Κ. και μέχρι το 15ο έτος ποσοστό 1,03% ανά έτος ασφάλισης, προσαυξανόμενο κατά 0,19% ανά έτος για κάθε επόμενη τριετία και μέχρι το 36ο έτος ασφάλισης. Από το 37ο έτος και άνω, η προσαύξηση ανέρχεται σε 3% για κάθε έτος ασφάλισης.
Για την 10η Α.Κ. και μέχρι το 15ο έτος ποσοστό 1,12% ανά έτος ασφάλισης, προσαυξανόμενο κατά 0,18% ανά έτος για κάθε επόμενη τριετία και μέχρι το 36ο έτος ασφάλισης. Από το 37ο έτος και άνω, η προσαύξηση ανέρχεται σε 3% για κάθε έτος ασφάλισης.
Για την 11η Α.Κ. και μέχρι το 15ο έτος ποσοστό 1,21% ανά έτος ασφάλισης, προσαυξανόμενο κατά 0,17% ανά έτος για κάθε επόμενη τριετία και μέχρι το 36ο έτος ασφάλισης. Από το 37ο έτος και άνω, η προσαύξηση ανέρχεται σε 3% για κάθε έτος ασφάλισης.
Για την 12η Α.Κ. και μέχρι το 15ο έτος ποσοστό 1,27% ανά έτος ασφάλισης, προσαυξανόμενο κατά 0,17% ανά έτος για κάθε επόμενη τριετία και μέχρι το 36ο έτος ασφάλισης. Από το 37ο έτος και άνω, η προσαύξηση ανέρχεται σε 3% για κάθε έτος ασφάλισης.
Β. ΑΥΤΟΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΟΙ
Τα ποσοστά ανά ασφαλιστική κατηγορία ορίζονται ως εξής :
Για τις Α.Κ. από την πρώτη μέχρι και την 6η ποσοστό 0,9%
Για την 6η Α.Κ. ποσοστό 1%
Για την 7η Α.Κ. ποσοστό 1,1%
Για την 8η Α.Κ. ποσοστό 1,2%
Για την 9η Α.Κ. ποσοστό 1,3%
Για την 10η Α.Κ. – 14η ποσοστό 1,4% και μέχρι το 27ο έτος ασφάλισης.
Από το 28ο έτος, το ανωτέρω ποσοστό προσαυξάνεται ανά έτος κατά 0,1% για κάθε επόμενη τριετία και μέχρι το 36ο ασφάλισης.
Από το 37ο έτος και άνω, η προσαύξηση ανέρχεται σε 2,1% ανά έτος ασφάλισης.
2. Ως μηνιαίες συντάξιμες αποδοχές, για τον υπολογισμό της αναλογικής σύνταξης γήρατος και αναπηρίας, στους φορείς κύριας ασφάλισης που ασφαλίζουν μισθωτούς, λαμβάνεται υπόψη το πηλίκο της διαίρεσης του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών που έλαβε ο ασφαλισμένος καθ’ όλη τη διάρκεια του εργασιακού του βίου, πλην των αποδοχών του μήνα κατά τον οποίο υποβάλλεται η αίτηση συνταξιοδότησης και επί των οποίων καταβλήθηκαν ασφαλιστικές εισφορές, χωρίς τον υπολογισμό δώρων εορτών και επιδόματος αδείας, δια του αριθμού των μηνών απασχόλησης που έχει πραγματοποιήσει ο ασφαλισμένος εντός της χρονικής αυτής περιόδου. Για τους φορείς κύριας ασφάλισης μισθωτών, στους οποίους ως βάση υπολογισμού των παροχών θεωρείται η ημέρα εργασίας, η κατά το προηγούμενο εδάφιο διαίρεση, γίνεται με τον αριθμό ημερών εργασίας για το ίδιο χρονικό διάστημα και το πηλίκο πολλαπλασιάζεται επί εικοσιπέντε (25). Για τον προσδιορισμό των παραπάνω συντάξιμων αποδοχών, οι αποδοχές του ασφαλισμένου ή ο συντάξιμος μισθός του προηγούμενου εδαφίου, για κάθε ημερολογιακό έτος, πλην των αποδοχών ή του μισθού του τελευταίου έτους ή τμήματος έτους κατά το οποίο υποβάλλεται η αίτηση συνταξιοδότησης, λαμβάνονται υπόψη αυξημένες κατά τη μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή και με συντελεστή ωρίμανσης 0,06 για κάθε έτος ασφάλισης. Για τον υπολογισμό της αναλογικής σύνταξης στους φορείς κύριας ασφάλισης αυτοαπασχολουμένων, λαμβάνονται υπόψη οι ασφαλιστικές κατηγορίες που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία, βάσει των οποίων καταβλήθηκαν εισφορές καθ’ όλο το χρόνο ασφάλισης του ασφαλισμένου, όπως έχουν διαμορφωθεί την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου της υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης έτους. Για τους μισθωτούς ασφαλισμένους στους ανωτέρω φορείς, εφαρμόζονται αναλόγως τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις του πρώτου, δεύτερου και τέταρτου εδαφίου της παραγράφου αυτής.
3. Το άθροισμα των ποσών της βασικής και της αναλογικής σύνταξης λόγω γήρατος για χρόνο ασφάλισης τουλάχιστον δεκαπέντε (15) ετών ή λόγω αναπηρίας με ποσοστό ογδόντα τοις εκατό (80%) και άνω ή λόγω εργατικού ατυχήματος δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού που αντιστοιχεί σε δεκαπέντε (15) ημερομίσθια ανειδίκευτου εργάτη, όπως καθορίζονται κάθε φορά από την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Το κατώτατο όριο που προβλέπεται από την ανωτέρω διάταξη μειώνεται σε κάθε περίπτωση που ο συνταξιούχος λαμβάνει σύνταξη μειωμένη. Το συνολικό ποσό της σύνταξης λόγω θανάτου του επιζώντος συζύγου και των τέκνων δεν μπορεί να είναι κατώτερο του ογδόντα τοις εκατό (80%) των δύο προηγούμενων εδαφίων.
4. Για θέματα που δεν ρυθμίζονται από τις διατάξεις του άρθρου αυτού έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 1 έως 43 του ν.2084/1992 (Α 165), όπως ισχύουν.
Άρθρο 21: Ασφάλιση στο Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ., Ε.Τ.Ε.Α.Μ., Ο.Ε.Κ.
1.Οι εισφορές εργοδότη και εργαζόμενου για τον Κλάδο Σύνταξης και Ασθένειας Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ, Ο.Ε.Κ. καθώς και για την επικουρική ασφάλιση στο Ε.Τ.Ε.Α.Μ. ανέρχονται σε ποσοστό 20% και εμπεριέχονται στην αναγραφόμενη τιμή του εργοσήμου. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και ύστερα από εισήγηση των Διοικητικών Συμβουλίων των κατά περίπτωση αρμόδιων φορέων και μετά από γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής, το ποσοστό αυτό μπορεί να αυξομειώνεται προσαρμοζόμενο στις εκάστοτε κοινωνικοασφαλιστικές συνθήκες. Με απόφαση του Δ.Σ. του Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. γίνεται επιμερισμός του ποσοστού αυτού ανά κλάδο ασφάλισης.
2.Τα πρόσωπα της παραγράφου 1 περ. α΄ του άρθρου 20 του παρόντος νόμου για τους οποίους έχουν καταβληθεί εισφορές με το εργόσημο, δικαιώνονται διπλάσιες ημέρες ασφάλισης από όσες προκύπτουν από τη διαίρεση του ποσού των εισφορών με το ανά ημέρα ή μήνα εργασίας ποσό εισφοράς που αντιστοιχεί στο ημερομίσθιο του ανειδίκευτου εργάτη της 31/12 του προηγούμενου έτους σύμφωνα με την Ε.Σ.Σ.Εργασίας και δεν μπορούν να υπερβούν τις τριάντα (30) ημέρες ασφάλισης ανά μήνα ή τις τριακόσιες εξήντα (360) ημέρες ασφάλισης κατά έτος.
3.Τα πρόσωπα της παραγράφου 1 περ. α΄ του άρθρου 20 του παρόντος νόμου σε περίπτωση που ασφαλίζονται με αμοιβή που υπολείπεται κατά μήνα του 25πλασίου του ημερομισθίου ανειδίκευτου εργάτη, προκειμένου να τύχουν των παροχών ασθένειας σε είδος του Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ., θα πρέπει να έχουν πραγματοποιήσει τουλάχιστον εκατόν πενήντα (150) ημέρες εργασίας, είτε κατά το προηγούμενο της ημέρας της ασθένειας ή της πιθανής ημέρας τοκετού ημερολογιακό έτος, είτε κατά το τελευταίο πριν την εν λόγω αναγγελία 15μηνο, μη συνυπολογιζόμενων των ημερών εργασίας που πραγματοποιήθηκαν το τελευταίο τρίμηνο.
4.Κάθε ζήτημα ή αναγκαία λεπτομέρεια που αφορά την ένταξη των προσώπων της παραγράφου 1 περ. α΄ του άρθρου 20 του παρόντος νόμου στον Κανονισμό του Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. του Ε.Τ.Ε.Α.Μ και του Ο.Ε.Κ. ρυθμίζεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ύστερα από γνώμη των Διοικητικών Συμβουλίων των κατά περίπτωση αρμοδίων φορέων. 5.Το άρθρο 26 του ν. 2639/1998 (Α΄ 205) παύει να ισχύει σε τρεις (3) μήνες από την ημέρα έναρξης της Υπουργικής Απόφασης του άρθρου 4 της παρ.4 του παρόντος. 6.Οι διατάξεις του άρθρου…. του ν.2084/1992 δεν έχουν εφαρμογή για τους υπαγόμενους στο ανωτέρω καθεστώς.
Άρθρο 56: Ειδική Επιτροπή Ρύθμισης Εσόδων
- 1. Η Ειδική Επιτροπή Ρύθμισης Εσόδων εδρεύει στην Γ.Γ.Κ.Α. και απαρτίζεται από:
- α) Τον Προϊστάμενο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου της Γ.Γ.Κ.Α., Νομικό Σύμβουλο, ως πρόεδρο, αναπληρούμενο από τον αρχαιότερο Πάρεδρο της ίδιας υπηρεσίας.
- β) Τον Προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Κοινωνικής Ασφάλισης του Υπουργείου, αναπληρούμενο από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Ασφάλισης του Υπουργείου.
- γ) Έναν (1) εκπρόσωπο της Γ.Σ.Ε.Ε., ως μέλος, με τον αναπληρωτή του.
- δ) Έναν (1) εκπρόσωπο των εργοδοτών, ο οποίος υποδεικνύεται από τον Σύνδεσμο Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (Σ.Ε.Β.), τη Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος (Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε.) και την Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου (Ε.Σ.Ε.Ε.), ως μέλος, με τον αναπληρωτή του, που θα συμμετέχει εναλλάξ ανά εξάμηνο από κάθε οργάνωση.
- ε) Έναν (1) εκπρόσωπο των Γεωργικών Οργανώσεων. Ως εκπρόσωπος των εργοδοτών συμμετέχει κάθε φορά, ανάλογα με το είδος της επιχείρησης, ο εκπρόσωπος της αντίστοιχης εργοδοτικής οργάνωσης. Χρέη εισηγητού της Επιτροπής εκτελεί ο Προϊστάμενος του τμήματος αναγκαστικών μέτρων ή εσόδων της αντίστοιχης Διεύθυνσης Εσόδων του Ασφαλιστικού Φορέα στον οποίο υπάγεται ο αιτών την ρύθμιση των εισφορών οφειλέτης, χρέη δε γραμματέα ένας υπάλληλος της Γ.Γ.Κ.Α. Η θητεία της Επιτροπής ορίζεται σε ενάμιση (1 ½) έτος.
- 2. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης διορίζεται ο Πρόεδρος, τα μέλη, ο γραμματέας της Επιτροπής και οι αντίστοιχοι αναπληρωτές τους.
Άρθρο 4: Αναλογικό ποσό σύνταξης ασφαλισμένων πριν την 1.1.2013
1. Όσοι έχουν υπαχθεί για πρώτη φορά στην ασφάλιση οποιουδήποτε φορέα κύριας ασφάλισης έως και 31.12.2012 καθώς και οι τακτικοί υπάλληλοι του δημοσίου, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης α και β βαθμίδας που έχουν υπαχθεί στην ασφάλιση του Δημοσίου έως την ίδια ως άνω ημερομηνία και θεμελιώνουν δικαίωμα σε σύνταξη γήρατος ή αναπηρίας μετά την 1.1.2018, δικαιούνται:
α) αναλογικό τμήμα σύνταξης που αντιστοιχεί στο χρόνο ασφάλισής τους έως 31.12.2012, το οποίο υπολογίζεται με βάση τα ποσοστά και τις συντάξιμες αποδοχές ή ασφαλιστικές κατηγορίες ή τα οριζόμενα κατ’ έτος ποσά συντάξεων, όπως ισχύουν κατά το χρόνο συνταξιοδότησης και όπως προβλέπονται για κάθε φορέα κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο από γενικές ή καταστατικές διατάξεις που εξακολουθούν να ισχύουν.
β) αναλογικό τμήμα σύνταξης με βάση το χρόνο ασφάλισής τους από 1.1.2013 έως την ημερομηνία συνταξιοδότησής τους.
Το ποσοστό αναπλήρωσης για κάθε πλήρες έτος υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 3 του Κεφαλαίου αυτού, αφού πρώτα συνυπολογιστούν τα έτη ασφάλισης που έχει πραγματοποιήσει ο ασφαλισμένος έως 31.12.2012, οι δε συντάξιμες αποδοχές ή ο συντάξιμος μισθός για τον υπολογισμό του αναλογικού τμήματος της σύνταξης από 1.1.2013 και εφεξής είναι αυτές που προσδιορίζονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 3 του νόμου αυτού. Το συνολικό ποσό σύνταξης που προκύπτει από την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής και της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του νόμου αυτού, δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό της σύνταξης που προβλέπεται από καταστατικές ή γενικές διατάξεις νόμων για τους έως 31.12.1992 και από 1.1.1993 ασφαλισμένους αντίστοιχα.
2. Για τον υπολογισμό του αναλογικού ποσού σύνταξης από 1.1.2013 και εφεξής, σε φορείς ή τομείς στους οποίους δεν προβλέπονται συντάξιμες αποδοχές ή συντάξιμος μισθός ή ασφαλιστικές κατηγορίες, οι ασφαλισμένοι κατατάσσονται στην πλησιέστερη ασφαλιστική κατηγορία των νέων ασφαλισμένων, με βάση τις εισφορές που κατέβαλαν στο φορέα ή τομέα από τον οποίο προέρχονται, όπως έχουν διαμορφωθεί την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου της υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης έτους.
3. Ειδικά για όσους έχουν υπαχθεί στην ασφάλιση για πρώτη φορά μέχρι 31.12.1992 και θεμελιώνουν δικαίωμα σε σύνταξη γήρατος ή αναπηρίας από φορείς κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο πριν την 1.1.2018, το τμήμα της μηνιαίας σύνταξης που αντιστοιχεί σε κάθε έτος ασφάλισης από 1.1.2013 και εφεξής δεν μπορεί να υπερβαίνει το 2% των μηνιαίων συντάξιμων αποδοχών ή ασφαλιστικών κατηγοριών, όπως αυτές προβλέπονται από τις ισχύουσες γενικές ή καταστατικές διατάξεις κάθε φορέα κύριας ασφάλισης, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 25 του νόμου αυτού.
4. Οι δικαιούχοι και το ποσό σύνταξης λόγω θανάτου ορίζονται σύμφωνα με τις γενικές ή καταστατικές διατάξεις κάθε φορέα κύριας ασφάλισης και τις διατάξεις του νόμου αυτού.
α) αναλογικό τμήμα σύνταξης που αντιστοιχεί στο χρόνο ασφάλισής τους έως 31.12.2012, το οποίο υπολογίζεται με βάση τα ποσοστά και τις συντάξιμες αποδοχές ή ασφαλιστικές κατηγορίες ή τα οριζόμενα κατ’ έτος ποσά συντάξεων, όπως ισχύουν κατά το χρόνο συνταξιοδότησης και όπως προβλέπονται για κάθε φορέα κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο από γενικές ή καταστατικές διατάξεις που εξακολουθούν να ισχύουν.
β) αναλογικό τμήμα σύνταξης με βάση το χρόνο ασφάλισής τους από 1.1.2013 έως την ημερομηνία συνταξιοδότησής τους.
Το ποσοστό αναπλήρωσης για κάθε πλήρες έτος υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 3 του Κεφαλαίου αυτού, αφού πρώτα συνυπολογιστούν τα έτη ασφάλισης που έχει πραγματοποιήσει ο ασφαλισμένος έως 31.12.2012, οι δε συντάξιμες αποδοχές ή ο συντάξιμος μισθός για τον υπολογισμό του αναλογικού τμήματος της σύνταξης από 1.1.2013 και εφεξής είναι αυτές που προσδιορίζονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 3 του νόμου αυτού. Το συνολικό ποσό σύνταξης που προκύπτει από την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής και της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του νόμου αυτού, δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό της σύνταξης που προβλέπεται από καταστατικές ή γενικές διατάξεις νόμων για τους έως 31.12.1992 και από 1.1.1993 ασφαλισμένους αντίστοιχα.
2. Για τον υπολογισμό του αναλογικού ποσού σύνταξης από 1.1.2013 και εφεξής, σε φορείς ή τομείς στους οποίους δεν προβλέπονται συντάξιμες αποδοχές ή συντάξιμος μισθός ή ασφαλιστικές κατηγορίες, οι ασφαλισμένοι κατατάσσονται στην πλησιέστερη ασφαλιστική κατηγορία των νέων ασφαλισμένων, με βάση τις εισφορές που κατέβαλαν στο φορέα ή τομέα από τον οποίο προέρχονται, όπως έχουν διαμορφωθεί την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου της υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης έτους.
3. Ειδικά για όσους έχουν υπαχθεί στην ασφάλιση για πρώτη φορά μέχρι 31.12.1992 και θεμελιώνουν δικαίωμα σε σύνταξη γήρατος ή αναπηρίας από φορείς κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο πριν την 1.1.2018, το τμήμα της μηνιαίας σύνταξης που αντιστοιχεί σε κάθε έτος ασφάλισης από 1.1.2013 και εφεξής δεν μπορεί να υπερβαίνει το 2% των μηνιαίων συντάξιμων αποδοχών ή ασφαλιστικών κατηγοριών, όπως αυτές προβλέπονται από τις ισχύουσες γενικές ή καταστατικές διατάξεις κάθε φορέα κύριας ασφάλισης, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 25 του νόμου αυτού.
4. Οι δικαιούχοι και το ποσό σύνταξης λόγω θανάτου ορίζονται σύμφωνα με τις γενικές ή καταστατικές διατάξεις κάθε φορέα κύριας ασφάλισης και τις διατάξεις του νόμου αυτού.
Άρθρο 22: Ασφάλιση στον ΟΓΑ
1.Τα πρόσωπα της παρ. 1 περίπτωση β’ του άρθρου 20 του παρόντος νόμου υπάγονται στην ασφάλιση του Ο.Γ.Α. ανεξαρτήτως των ημερών εργασίας τους ανά έτος.
2.Οι παρακρατούμενες εισφορές ορίζονται σε ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) επί της αξίας των καταβαλλομένων αμοιβών και καλύπτουν τη σύνταξη, την ασθένεια και τον Λογαριασμό Αγροτικής Εστίας (ΛΑΕ). Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και ύστερα από εισήγηση του Δ.Σ. του Ο.Γ.Α., το ποσοστό αυτό μπορεί να αυξομειώνεται προσαρμοζόμενο στις εκάστοτε κοινωνικοασφαλιστικές συνθήκες. Με απόφαση του Δ.Σ. του Ο.Γ.Α. γίνεται επιμερισμός του ποσοστού αυτού ανά κλάδο ασφάλισης.
3.Οι ημέρες εργασίας των προσώπων της παρ.1 περ. β΄ του άρθρου 20 του παρόντος νόμου, υπολογίζονται ανά έτος με βάση τις αμοιβές τους και προκύπτουν από τη διαίρεση του συνόλου των καταβληθεισών εντός του έτους αμοιβών δια του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη της 31/12 του προηγούμενου έτους σύμφωνα με την Ε.Σ.Σ.Εργασίας, θεωρούνται δε ως πραγματοποιηθείσες κατά το μήνα εξόφλησης των εργοσήμων. Προκειμένου τα πρόσωπα αυτά να τύχουν των παροχών ασθενείας και ΛΑΕ του Ο.Γ.Α., θα πρέπει να έχουν πραγματοποιήσει εκατόν πενήντα (150) τουλάχιστον ημέρες εργασίας εντός του προηγουμένου δωδεκαμήνου.
4.Ημέρες εργασίας άνω των τριακοσίων (300) κατά έτος, που έχουν υπολογιστεί σύμφωνα με τα οριζόμενα στη παρούσα διάταξη, δεν μεταφέρονται σε άλλο έτος.
5.Τα ανωτέρω πρόσωπα που έχουν πραγματοποιήσει εκατόν πενήντα (150) ημέρες εργασίας και άνω κατ’ έτος, ασφαλίζονται στον Ο.Γ.Α. για ολόκληρο το έτος. Με εκατόν πενήντα (150) ημέρες στην 1η κατηγορία και κλιμακωτά με τριακόσιες (300) ημέρες στην 7η κατηγορία. Για τους εργαζόμενους που έχουν πραγματοποιήσει ημέρες εργασίας λιγότερες των εκατόν πενήντα (150) κατ’ έτος, ο χρόνος ασφάλισης υπολογίζεται σε μήνες, όπως αυτοί προκύπτουν από τη διαίρεση του συνόλου των ημερών εργασίας δια του 25. Υπόλοιπο ημερών εργασίας άνω των δώδεκα (12), ανά έτος, λογίζεται ως μήνας.
6.Κάθε ζήτημα ή αναγκαία λεπτομέρεια που αφορά την ένταξη των ανωτέρω προσώπων στον Κανονισμό του Ο.Γ.Α. ρυθμίζεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ύστερα από γνώμη του Δ.Σ. του Ο.Γ.Α.
Άρθρο 5: Ρύθμιση Θεμάτων Διαδοχικής Ασφάλισης
1. Οι παράγραφοι 1,2,3 και 4 του άρθρου 2 του ν.δ. 4202/1961 (Α΄ 175), όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 9 του ν.1405/1983 (Α΄ 180) και άρθρο 14 του ν.1902/1990 (Α΄ 138), αντικαθίστανται ως ακολούθως:
«1. Τα πρόσωπα τα οποία ασφαλίσθηκαν διαδοχικά σε περισσότερους από έναν ασφαλιστικούς οργανισμούς, δικαιούνται σύνταξη από τον τελευταίο οργανισμό, στον οποίο ήταν ασφαλισμένα κατά την τελευταία χρονική περίοδο της απασχόλησης τους, σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας του οργανισμού αυτού, εφόσον πραγματοποίησαν στην ασφάλισή του:
α. Πέντε ολόκληρα έτη ή χίλιες πεντακόσιες ημέρες ασφάλισης εκ των οποίων όμως 20 μήνες ή 500 ημέρες κατά την τελευταία πενταετία πριν την διακοπή της απασχόλησής ή την υποβολή αίτησης για την κρίση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος σύνταξης λόγω γήρατος.
β. Σαράντα μήνες ή χίλιες ημέρες εκ των οποίων όμως 12 μήνες ή 300 ημέρες αντίστοιχα κατά την τελευταία πενταετία πριν τη διακοπή της απασχόλησης ή την υποβολή της αίτησης για την κρίση του δικαιώματος σύνταξης λόγω αναπηρίας ή θανάτου.
Ως νομοθεσία του Οργανισμού για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής καθώς και των επόμενων παραγράφων 2 και 3, νοούνται οι διατάξεις που ορίζουν τον απαιτούμενο για τη συνταξιοδότηση χρόνο, την ηλικία, την αναπηρία και το θάνατο.
Ειδικές διατάξεις, που αφορούν στην ύπαρξη ενεργού ασφαλιστικού δεσμού, στην συμπλήρωση του ορίου ηλικίας σε δεδομένο χρόνο σε σχέση με το χρόνο διακοπής της απασχόλησης, στην παραγραφή κ.τ.λ., δεν λαμβάνονται υπόψη για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.
2. Αν ο ασφαλισμένος πραγματοποίησε στην ασφάλιση του τελευταίου οργανισμού τον αριθμό ημερών εργασίας ή των ετών ασφάλισης, που ορίζονται από τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, αλλά στην περίπτωση αυτή δεν έχει πραγματοποιήσει τον απαιτούμενο από τη νομοθεσία του τελευταίου οργανισμού χρόνο ασφάλισης για τη συνταξιοδότησή του λόγω γήρατος ή αναπηρίας ή των μελών της οικογένειάς του λόγω θανάτου ή δεν πραγματοποίησε στην ασφάλιση του τελευταίου οργανισμού, τον αριθμό ημερών εργασίας ή ετών ασφάλισης που ορίζονται από τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, δικαιούνται σύνταξη αυτός ή τα μέλη της οικογένειάς του από τον οργανισμό, στην ασφάλιση του οποίου πραγματοποίησε τις περισσότερες ημέρες εργασίας ή έτη ασφάλισης, στον οποίο δεν περιλαμβάνεται ο τελευταίος, εφόσον:
α. Ο ασφαλισμένος που αιτείται τη συνταξιοδότησή του λόγω γήρατος ή αναπηρίας, έχει συμπληρώσει το όριο ηλικίας ή είναι ανάπηρος με το ποσοστό αναπηρίας που προβλέπεται από τη νομοθεσία του τελευταίου οργανισμού.
β. Πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις για συνταξιοδότηση που προβλέπει η νομοθεσία του οργανισμού με τον περισσότερο χρόνο ασφάλισης.
3. Αν ο ασφαλισμένος δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης που προβλέπει η νομοθεσία του οργανισμού, στην ασφάλιση του οποίου πραγματοποίησε τις περισσότερες ημέρες εργασίας ή έτη ασφάλισης, τότε το δικαίωμα του ασφαλισμένου κρίνεται από τους άλλους οργανισμούς, στους οποίους ασφαλίσθηκε κατά φθίνουσα σειρά αριθμού ημερών εργασίας, εκτός από τον τελευταίο.
Αν ο ασφαλισμένος δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης που προβλέπει η νομοθεσία όλων των οργανισμών, στους οποίους ασφαλίσθηκε πριν από τον τελευταίο, τότε ο τελευταίος οργανισμός είναι αρμόδιος για την κρίση του δικαιώματος σύνταξης λόγω γήρατος εφόσον ο ασφαλισμένος πραγματοποίησε στην ασφάλισή του 1000 ημέρες εργασίας ή 40 μήνες ασφάλισης, εκ των οποίων 300 ημέρες εργασίας ή 12 μήνες ασφάλισης αντιστοίχως την τελευταία πενταετία και για την κρίση του δικαιώματος σύνταξης λόγω αναπηρίας και θανάτου, εφόσον ο ασφαλισμένος έχει πραγματοποιήσει στην ασφάλισή του οποτεδήποτε 300 ημέρες εργασίας.
4. Ολόκληρος ο χρόνος της διαδοχικής ασφάλισης υπολογίζεται από τον αρμόδιο για την απονομή της σύνταξης οργανισμό ως χρόνος που διανύθηκε στην ασφάλισή του, τόσο για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, όσο και για τον καθορισμό της σύνταξης και δεν είναι δυνατή η προσμέτρηση μόνο μέρους του χρόνου που διανύθηκε στην ασφάλιση του κάθε οργανισμού.»
2. Περιπτώσεις, που απορρίφθηκαν ή εκκρεμούν σε οποιοδήποτε στάδιο της διοικητικής διαδικασίας, θα επανεξεταστούν σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1,2 και 3 του άρθρου 2 του ν.δ. 4202/1961 (Α΄ 175), όπως τροποποιούνται με τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου. Τα οικονομικά αποτελέσματα για τις εκκρεμείς περιπτώσεις αρχίζουν από την πρώτη του μήνα του επομένου εκείνου από τη δημοσίευση του νόμου αυτού και για τις περιπτώσεις που έχουν κριθεί οριστικά από την πρώτη του μήνα του επομένου εκείνου που θα υποβάλουν αίτηση για επανεξέταση.
3. Ασφαλισμένες μητέρες ανηλίκων τέκνων που έχουν πραγματοποιήσει στην ασφάλιση του τελευταίου Οργανισμού τον αριθμό ημερών εργασίας ή ετών ασφάλισης που ορίζονται από τις διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και δεν προβλέπεται από τη νομοθεσία του τελευταίου Οργανισμού η συνταξιοδότησή τους ή δεν πραγματοποίησαν στην ασφάλισή του τον αριθμό ημερών εργασίας ή ετών ασφάλισης που ορίζονται από τις διατάξεις της παραγράφου 1, δικαιούνται σύνταξης από το Οργανισμό στην ασφάλιση του οποίου πραγματοποίησαν τις περισσότερες ημέρες εργασίας ή έτη ασφάλισης. Αν δεν συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης που προβλέπει η νομοθεσία του Οργανισμού με τις περισσότερες ημέρες, το δικαίωμα κρίνεται κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.
4. Το εδάφιο β΄ της παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 3232/2004 (Α΄ 48) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Το ανωτέρω τμηματικό ποσό δύναται κατ’ επιλογή του ασφαλισμένου να καταβληθεί ταυτόχρονα με αυτό του απονέμοντα, μειωμένο κατά 1/200 για κάθε χρόνο που υπολείπεται έως τη συμπλήρωση των προβλεπόμενων από τις διατάξεις του άρθρου 69 του ν. 2084/1992 (Α' 165) ορίων ηλικίας.»
5. Οι τελικές συντάξιμες αποδοχές των φορέων ασφάλισης μισθωτών που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 2α, 5, 12β και 13 του άρθρου 1 του ν. 3232/2004 (Α' 48), προσαυξάνονται με συντελεστή 0,06 για κάθε έτος ασφάλισης που πραγματοποιήθηκε από τη διακοπή της ασφάλισης σ’ αυτούς, έως το προηγούμενο έτος του χρόνου υποβολής της αίτησης. Ο ανωτέρω συντελεστής μπορεί να μεταβάλλεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
«1. Τα πρόσωπα τα οποία ασφαλίσθηκαν διαδοχικά σε περισσότερους από έναν ασφαλιστικούς οργανισμούς, δικαιούνται σύνταξη από τον τελευταίο οργανισμό, στον οποίο ήταν ασφαλισμένα κατά την τελευταία χρονική περίοδο της απασχόλησης τους, σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας του οργανισμού αυτού, εφόσον πραγματοποίησαν στην ασφάλισή του:
α. Πέντε ολόκληρα έτη ή χίλιες πεντακόσιες ημέρες ασφάλισης εκ των οποίων όμως 20 μήνες ή 500 ημέρες κατά την τελευταία πενταετία πριν την διακοπή της απασχόλησής ή την υποβολή αίτησης για την κρίση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος σύνταξης λόγω γήρατος.
β. Σαράντα μήνες ή χίλιες ημέρες εκ των οποίων όμως 12 μήνες ή 300 ημέρες αντίστοιχα κατά την τελευταία πενταετία πριν τη διακοπή της απασχόλησης ή την υποβολή της αίτησης για την κρίση του δικαιώματος σύνταξης λόγω αναπηρίας ή θανάτου.
Ως νομοθεσία του Οργανισμού για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής καθώς και των επόμενων παραγράφων 2 και 3, νοούνται οι διατάξεις που ορίζουν τον απαιτούμενο για τη συνταξιοδότηση χρόνο, την ηλικία, την αναπηρία και το θάνατο.
Ειδικές διατάξεις, που αφορούν στην ύπαρξη ενεργού ασφαλιστικού δεσμού, στην συμπλήρωση του ορίου ηλικίας σε δεδομένο χρόνο σε σχέση με το χρόνο διακοπής της απασχόλησης, στην παραγραφή κ.τ.λ., δεν λαμβάνονται υπόψη για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.
2. Αν ο ασφαλισμένος πραγματοποίησε στην ασφάλιση του τελευταίου οργανισμού τον αριθμό ημερών εργασίας ή των ετών ασφάλισης, που ορίζονται από τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, αλλά στην περίπτωση αυτή δεν έχει πραγματοποιήσει τον απαιτούμενο από τη νομοθεσία του τελευταίου οργανισμού χρόνο ασφάλισης για τη συνταξιοδότησή του λόγω γήρατος ή αναπηρίας ή των μελών της οικογένειάς του λόγω θανάτου ή δεν πραγματοποίησε στην ασφάλιση του τελευταίου οργανισμού, τον αριθμό ημερών εργασίας ή ετών ασφάλισης που ορίζονται από τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, δικαιούνται σύνταξη αυτός ή τα μέλη της οικογένειάς του από τον οργανισμό, στην ασφάλιση του οποίου πραγματοποίησε τις περισσότερες ημέρες εργασίας ή έτη ασφάλισης, στον οποίο δεν περιλαμβάνεται ο τελευταίος, εφόσον:
α. Ο ασφαλισμένος που αιτείται τη συνταξιοδότησή του λόγω γήρατος ή αναπηρίας, έχει συμπληρώσει το όριο ηλικίας ή είναι ανάπηρος με το ποσοστό αναπηρίας που προβλέπεται από τη νομοθεσία του τελευταίου οργανισμού.
β. Πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις για συνταξιοδότηση που προβλέπει η νομοθεσία του οργανισμού με τον περισσότερο χρόνο ασφάλισης.
3. Αν ο ασφαλισμένος δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης που προβλέπει η νομοθεσία του οργανισμού, στην ασφάλιση του οποίου πραγματοποίησε τις περισσότερες ημέρες εργασίας ή έτη ασφάλισης, τότε το δικαίωμα του ασφαλισμένου κρίνεται από τους άλλους οργανισμούς, στους οποίους ασφαλίσθηκε κατά φθίνουσα σειρά αριθμού ημερών εργασίας, εκτός από τον τελευταίο.
Αν ο ασφαλισμένος δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης που προβλέπει η νομοθεσία όλων των οργανισμών, στους οποίους ασφαλίσθηκε πριν από τον τελευταίο, τότε ο τελευταίος οργανισμός είναι αρμόδιος για την κρίση του δικαιώματος σύνταξης λόγω γήρατος εφόσον ο ασφαλισμένος πραγματοποίησε στην ασφάλισή του 1000 ημέρες εργασίας ή 40 μήνες ασφάλισης, εκ των οποίων 300 ημέρες εργασίας ή 12 μήνες ασφάλισης αντιστοίχως την τελευταία πενταετία και για την κρίση του δικαιώματος σύνταξης λόγω αναπηρίας και θανάτου, εφόσον ο ασφαλισμένος έχει πραγματοποιήσει στην ασφάλισή του οποτεδήποτε 300 ημέρες εργασίας.
4. Ολόκληρος ο χρόνος της διαδοχικής ασφάλισης υπολογίζεται από τον αρμόδιο για την απονομή της σύνταξης οργανισμό ως χρόνος που διανύθηκε στην ασφάλισή του, τόσο για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, όσο και για τον καθορισμό της σύνταξης και δεν είναι δυνατή η προσμέτρηση μόνο μέρους του χρόνου που διανύθηκε στην ασφάλιση του κάθε οργανισμού.»
2. Περιπτώσεις, που απορρίφθηκαν ή εκκρεμούν σε οποιοδήποτε στάδιο της διοικητικής διαδικασίας, θα επανεξεταστούν σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1,2 και 3 του άρθρου 2 του ν.δ. 4202/1961 (Α΄ 175), όπως τροποποιούνται με τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου. Τα οικονομικά αποτελέσματα για τις εκκρεμείς περιπτώσεις αρχίζουν από την πρώτη του μήνα του επομένου εκείνου από τη δημοσίευση του νόμου αυτού και για τις περιπτώσεις που έχουν κριθεί οριστικά από την πρώτη του μήνα του επομένου εκείνου που θα υποβάλουν αίτηση για επανεξέταση.
3. Ασφαλισμένες μητέρες ανηλίκων τέκνων που έχουν πραγματοποιήσει στην ασφάλιση του τελευταίου Οργανισμού τον αριθμό ημερών εργασίας ή ετών ασφάλισης που ορίζονται από τις διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και δεν προβλέπεται από τη νομοθεσία του τελευταίου Οργανισμού η συνταξιοδότησή τους ή δεν πραγματοποίησαν στην ασφάλισή του τον αριθμό ημερών εργασίας ή ετών ασφάλισης που ορίζονται από τις διατάξεις της παραγράφου 1, δικαιούνται σύνταξης από το Οργανισμό στην ασφάλιση του οποίου πραγματοποίησαν τις περισσότερες ημέρες εργασίας ή έτη ασφάλισης. Αν δεν συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης που προβλέπει η νομοθεσία του Οργανισμού με τις περισσότερες ημέρες, το δικαίωμα κρίνεται κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.
4. Το εδάφιο β΄ της παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 3232/2004 (Α΄ 48) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Το ανωτέρω τμηματικό ποσό δύναται κατ’ επιλογή του ασφαλισμένου να καταβληθεί ταυτόχρονα με αυτό του απονέμοντα, μειωμένο κατά 1/200 για κάθε χρόνο που υπολείπεται έως τη συμπλήρωση των προβλεπόμενων από τις διατάξεις του άρθρου 69 του ν. 2084/1992 (Α' 165) ορίων ηλικίας.»
5. Οι τελικές συντάξιμες αποδοχές των φορέων ασφάλισης μισθωτών που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 2α, 5, 12β και 13 του άρθρου 1 του ν. 3232/2004 (Α' 48), προσαυξάνονται με συντελεστή 0,06 για κάθε έτος ασφάλισης που πραγματοποιήθηκε από τη διακοπή της ασφάλισης σ’ αυτούς, έως το προηγούμενο έτος του χρόνου υποβολής της αίτησης. Ο ανωτέρω συντελεστής μπορεί να μεταβάλλεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
Άρθρο 23: Αμοιβή και παρακράτηση εισφορών περιστασιακά απασχολουμένων σε επισιτιστικές και Θεάματος - Ακροάματος επιχειρήσεις
Η διαδικασία της παρ. 3 του άρθρου 20 του νόμου αυτού εφαρμόζεται και στους περιστασιακά απασχολουμένους στις πάσης φύσεως επισιτιστικές και θεάματος – ακροάματος επιχειρήσεις.
Οι παρακρατούμενες, στην περίπτωση αυτή, εισφορές εργοδότη και εργαζομένου, είναι εκείνες που αναλογούν κάθε φορά στην αμοιβή του προσωπικού αυτού, με βάση τις ισχύουσες διατάξεις ή τις γενικές ή τις ειδικές ή τις κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Οι ασφαλιστικές διατάξεις που ισχύουν για την ασφάλιση του προσωπικού αυτού διατηρούν την ισχύ τους.
Άρθρο 6: Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας
1. Από 1.1.2011 στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ δημιουργείται Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α.), υπαγόμενο στη Διεύθυνση Αναπηρίας και Ιατρικής της Εργασίας της Διοίκησης ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, για την εξασφάλιση της ενιαίας υγειονομικής κρίσης όσον αφορά στον καθορισμό του βαθμού αναπηρίας των ασφαλισμένων όλων των ασφαλιστικών φορέων, συμπεριλαμβανομένου του δημοσίου και των στρατιωτικών, καθώς και των ανασφάλιστων, για τους οποίους απαιτείται η πιστοποίηση της αναπηρίας.
2. Στο ΚΕ.Π.Α. υπάγεται το Ειδικό Σώμα Ιατρών Υγειονομικών Επιτροπών Αναπηρίας του άρθρου 6 του ν. 2556/1997 (Α΄ 270), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 152 του ν. 3655/2008 (Α΄ 58). Στο Ειδικό Σώμα Ιατρών Υγειονομικών Επιτροπών εντάσσονται και ιατροί των λοιπών ΦΚΑ και του ΕΣΥ, μόνιμοι και Ι.Δ.Α.Χ., οιασδήποτε ειδικότητας, εξαιρουμένων παιδιάτρων, ακτινολόγων, μικροβιολόγων και οδοντιάτρων. Ο Πίνακας των συμμετεχόντων ιατρών του ΕΣΥ καταρτίζεται από τον Διοικητή της οικείας Δ.Υ.ΠΕ. Αντίστοιχοι Πίνακες των συμμετεχόντων ιατρών των ΦΚΑ αποστέλλονται από τους Διοικητές ή Προέδρους των φορέων στη Διεύθυνση Αναπηρίας και Ιατρικής της Εργασίας της Διοίκησης ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Οι ιατροί του Ειδικού Σώματος υποβάλλονται σε ειδική εκπαίδευση στο έργο των Υγειονομικών Επιτροπών. Τα προγράμματα της ειδικής εκπαίδευσης εκπονούνται από τη Διεύθυνση Αναπηρίας και Ιατρικής της Εργασίας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και εγκρίνονται με απόφαση του Διοικητή του Ιδρύματος. Οι ιατροί, μετά την ειδική εκπαίδευση, αξιολογούνται από επταμελή επιτροπή, αποτελούμενη από:
α) Τον προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Σχεδιασμού και Ανάπτυξης Υπηρεσιών Υγείας ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ως Πρόεδρο, με αναπληρωτή του τον προϊστάμενο της Διεύθυνσης Διαχείρισης Ανθρωπίνων Πόρων.
β) Τον προϊστάμενο της Διεύθυνσης Αναπηρίας και Ιατρικής της Εργασίας, με αναπληρωτή του τον προϊστάμενο της Υποδιεύθυνσης Υγειονομικής Υπηρεσίας του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Απονομής Συντάξεων ΙΚΑ-ΕΤΑΜ Αθήνας.
γ) Έναν εκπρόσωπο του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου (Π.Ι.Σ), που υποδεικνύεται με τον αναπληρωτή του.
δ) Έναν εκπρόσωπο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ιατρών ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, που υποδεικνύεται με τον αναπληρωτή του από την Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Επιστημονικού Υγειονομικού Προσωπικού (ΠΟΣΕΥΠ-ΙΚΑ).
ε) Έναν εκπρόσωπο που υποδεικνύεται από την Εθνική Συνομοσπονδία Ατόμων με Αναπηρία (ΕΣΑΜεΑ), με τον αναπληρωτή του.
στ) Τον προϊστάμενο του γραφείου Νομικού Συμβούλου του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, με τον αναπληρωτή του από την ίδια Υπηρεσία.
ζ)Έναν εκπρόσωπο του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ο οποίος προτείνεται από τον Υπουργό Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, με τον αναπληρωτή του.
3. Από το σύνολο των επιλεγμένων ιατρών καθορίζονται με δημόσια κλήρωση, ανά εξάμηνο, οι ιατροί που απαιτούνται για τη λειτουργία των Υγειονομικών Επιτροπών, ο αριθμός των οποίων ορίζεται με απόφαση του Διοικητή του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και σύμφωνα με τις ανάγκες των Υγειονομικών Επιτροπών σε ιατρούς συγκεκριμένων ειδικοτήτων για τη λειτουργία των παραπάνω επιτροπών.
Έργο των Υγειονομικών Επιτροπών είναι: α) Ο καθορισμός του ποσοστού αναπηρίας για σύνταξη αναπηρίας β) Ο χαρακτηρισμός ατόμων ως ΑμΕΑ γ) Ο καθορισμός ποσοστού αναπηρίας για όλες τις κοινωνικές και οικονομικές παροχές ή διευκολύνσεις, για τις οποίες απαιτείται γνωμάτευση αναπηρίας και τις οποίες δικαιούνται από την πολιτεία τα άτομα με αναπηρία.
4. Οι Υγειονομικές Επιτροπές προσδιορίζουν τα ποσοστά αναπηρίας σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κανονισμό Εκτίμησης Βαθμού Αναπηρίας (Κ.Ε.Β.Α.). Γραμματείς των Υγειονομικών Επιτροπών ορίζονται υπάλληλοι του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, των λοιπών Φ.Κ.Α και του Δημοσίου. Για τη συγκρότηση των Υγειονομικών Επιτροπών Αναπηρίας των Επαρχιών, τη θέση του Προέδρου και των μελών καλύπτουν ιατροί του Ειδικού Σώματος, που μετακινούνται από Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Πειραιά. Σε περίπτωση που δεν καθίσταται δυνατή η συμμετοχή ιατρών του Ειδικού Σώματος ως μελών των Υγειονομικών Επιτροπών των Επαρχιών, μέλη ορίζονται, ύστερα από δημόσια κλήρωση, ιατροί που υπηρετούν σε κάθε υγειονομική μονάδα ή υποκατάστημα, ιατροί του ΕΣΥ και των ΦΚΑ από όμορους νομούς, εξαιρουμένων των παιδιάτρων, ακτινολόγων, μικροβιολόγων και οδοντιάτρων. Η κλήρωση διεξάγεται την ίδια ημέρα της συνεδρίασης της Υγειονομικής Επιτροπής. Για τη διαδικασία συγκρότησης και κάθε άλλη λεπτομέρεια σχετικά με τη λειτουργία των Υγειονομικών Επιτροπών Αθήνας, Θεσσαλονίκης και Επαρχιών, ισχύουν τα οριζόμενα στο άρθρο 6 του ν. 2556/1997 (Α΄ 270) όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 152 του ν. 3655/2008 (Α΄ 58).
5. Η ειδική αποζημίωση που προβλέπεται από τις διατάξεις των παραγράφων 7,10 και 14 του άρθρ. 6 του ν. 2556/1997 (Α΄ 270), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, για τους ιατρούς και τους εισηγητές των Υγειονομικών Επιτροπών καθώς και για τους ιατρούς της Επιτροπής Δειγματοληπτικού Ελέγχου των Γνωματεύσεων, δεν υπερβαίνει τα προβλεπόμενα από το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρ. 7 του ν. 3833/2010 (Α΄40). Για τις παρεχόμενες από τις Υγειονομικές Επιτροπές υπηρεσίες κρίσης αναπηρίας αποδίδεται στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ από όλους τους ΦΚΑ και το δημόσιο το ποσό που ορίζεται στη Φ40021/26407/205/2006 (Β΄ 1829) Υπ. Απόφαση.
6. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καταρτίζεται Μητρώο Ατόμων με Αναπηρία.
7. Από 1.1.2011 καταργούνται όλες οι άλλες Επιτροπές πιστοποίησης αναπηρίας που λειτουργούν σήμερα στους ΦΚΑ, στις νομαρχίες και το δημόσιο.
2. Στο ΚΕ.Π.Α. υπάγεται το Ειδικό Σώμα Ιατρών Υγειονομικών Επιτροπών Αναπηρίας του άρθρου 6 του ν. 2556/1997 (Α΄ 270), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 152 του ν. 3655/2008 (Α΄ 58). Στο Ειδικό Σώμα Ιατρών Υγειονομικών Επιτροπών εντάσσονται και ιατροί των λοιπών ΦΚΑ και του ΕΣΥ, μόνιμοι και Ι.Δ.Α.Χ., οιασδήποτε ειδικότητας, εξαιρουμένων παιδιάτρων, ακτινολόγων, μικροβιολόγων και οδοντιάτρων. Ο Πίνακας των συμμετεχόντων ιατρών του ΕΣΥ καταρτίζεται από τον Διοικητή της οικείας Δ.Υ.ΠΕ. Αντίστοιχοι Πίνακες των συμμετεχόντων ιατρών των ΦΚΑ αποστέλλονται από τους Διοικητές ή Προέδρους των φορέων στη Διεύθυνση Αναπηρίας και Ιατρικής της Εργασίας της Διοίκησης ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Οι ιατροί του Ειδικού Σώματος υποβάλλονται σε ειδική εκπαίδευση στο έργο των Υγειονομικών Επιτροπών. Τα προγράμματα της ειδικής εκπαίδευσης εκπονούνται από τη Διεύθυνση Αναπηρίας και Ιατρικής της Εργασίας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και εγκρίνονται με απόφαση του Διοικητή του Ιδρύματος. Οι ιατροί, μετά την ειδική εκπαίδευση, αξιολογούνται από επταμελή επιτροπή, αποτελούμενη από:
α) Τον προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Σχεδιασμού και Ανάπτυξης Υπηρεσιών Υγείας ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ως Πρόεδρο, με αναπληρωτή του τον προϊστάμενο της Διεύθυνσης Διαχείρισης Ανθρωπίνων Πόρων.
β) Τον προϊστάμενο της Διεύθυνσης Αναπηρίας και Ιατρικής της Εργασίας, με αναπληρωτή του τον προϊστάμενο της Υποδιεύθυνσης Υγειονομικής Υπηρεσίας του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Απονομής Συντάξεων ΙΚΑ-ΕΤΑΜ Αθήνας.
γ) Έναν εκπρόσωπο του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου (Π.Ι.Σ), που υποδεικνύεται με τον αναπληρωτή του.
δ) Έναν εκπρόσωπο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ιατρών ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, που υποδεικνύεται με τον αναπληρωτή του από την Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Επιστημονικού Υγειονομικού Προσωπικού (ΠΟΣΕΥΠ-ΙΚΑ).
ε) Έναν εκπρόσωπο που υποδεικνύεται από την Εθνική Συνομοσπονδία Ατόμων με Αναπηρία (ΕΣΑΜεΑ), με τον αναπληρωτή του.
στ) Τον προϊστάμενο του γραφείου Νομικού Συμβούλου του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, με τον αναπληρωτή του από την ίδια Υπηρεσία.
ζ)Έναν εκπρόσωπο του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ο οποίος προτείνεται από τον Υπουργό Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, με τον αναπληρωτή του.
3. Από το σύνολο των επιλεγμένων ιατρών καθορίζονται με δημόσια κλήρωση, ανά εξάμηνο, οι ιατροί που απαιτούνται για τη λειτουργία των Υγειονομικών Επιτροπών, ο αριθμός των οποίων ορίζεται με απόφαση του Διοικητή του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και σύμφωνα με τις ανάγκες των Υγειονομικών Επιτροπών σε ιατρούς συγκεκριμένων ειδικοτήτων για τη λειτουργία των παραπάνω επιτροπών.
Έργο των Υγειονομικών Επιτροπών είναι: α) Ο καθορισμός του ποσοστού αναπηρίας για σύνταξη αναπηρίας β) Ο χαρακτηρισμός ατόμων ως ΑμΕΑ γ) Ο καθορισμός ποσοστού αναπηρίας για όλες τις κοινωνικές και οικονομικές παροχές ή διευκολύνσεις, για τις οποίες απαιτείται γνωμάτευση αναπηρίας και τις οποίες δικαιούνται από την πολιτεία τα άτομα με αναπηρία.
4. Οι Υγειονομικές Επιτροπές προσδιορίζουν τα ποσοστά αναπηρίας σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κανονισμό Εκτίμησης Βαθμού Αναπηρίας (Κ.Ε.Β.Α.). Γραμματείς των Υγειονομικών Επιτροπών ορίζονται υπάλληλοι του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, των λοιπών Φ.Κ.Α και του Δημοσίου. Για τη συγκρότηση των Υγειονομικών Επιτροπών Αναπηρίας των Επαρχιών, τη θέση του Προέδρου και των μελών καλύπτουν ιατροί του Ειδικού Σώματος, που μετακινούνται από Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Πειραιά. Σε περίπτωση που δεν καθίσταται δυνατή η συμμετοχή ιατρών του Ειδικού Σώματος ως μελών των Υγειονομικών Επιτροπών των Επαρχιών, μέλη ορίζονται, ύστερα από δημόσια κλήρωση, ιατροί που υπηρετούν σε κάθε υγειονομική μονάδα ή υποκατάστημα, ιατροί του ΕΣΥ και των ΦΚΑ από όμορους νομούς, εξαιρουμένων των παιδιάτρων, ακτινολόγων, μικροβιολόγων και οδοντιάτρων. Η κλήρωση διεξάγεται την ίδια ημέρα της συνεδρίασης της Υγειονομικής Επιτροπής. Για τη διαδικασία συγκρότησης και κάθε άλλη λεπτομέρεια σχετικά με τη λειτουργία των Υγειονομικών Επιτροπών Αθήνας, Θεσσαλονίκης και Επαρχιών, ισχύουν τα οριζόμενα στο άρθρο 6 του ν. 2556/1997 (Α΄ 270) όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 152 του ν. 3655/2008 (Α΄ 58).
5. Η ειδική αποζημίωση που προβλέπεται από τις διατάξεις των παραγράφων 7,10 και 14 του άρθρ. 6 του ν. 2556/1997 (Α΄ 270), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, για τους ιατρούς και τους εισηγητές των Υγειονομικών Επιτροπών καθώς και για τους ιατρούς της Επιτροπής Δειγματοληπτικού Ελέγχου των Γνωματεύσεων, δεν υπερβαίνει τα προβλεπόμενα από το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρ. 7 του ν. 3833/2010 (Α΄40). Για τις παρεχόμενες από τις Υγειονομικές Επιτροπές υπηρεσίες κρίσης αναπηρίας αποδίδεται στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ από όλους τους ΦΚΑ και το δημόσιο το ποσό που ορίζεται στη Φ40021/26407/205/2006 (Β΄ 1829) Υπ. Απόφαση.
6. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καταρτίζεται Μητρώο Ατόμων με Αναπηρία.
7. Από 1.1.2011 καταργούνται όλες οι άλλες Επιτροπές πιστοποίησης αναπηρίας που λειτουργούν σήμερα στους ΦΚΑ, στις νομαρχίες και το δημόσιο.
Άρθρο 41: Κατάταξη απαιτήσεων Οργανισμών και Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης
1. Στις διατάξεις της περίπτωσης 3 του άρθρου 975 ΚΠολΔ, όπως έχει συμπληρωθεί με το άρθρο 31 του ν. 1545/1985 (Α΄ 91) υπάγονται και οι απαιτήσεις των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης αρμοδιότητας Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων εφόσον προέκυψαν έως την ημέρα του πλειστηριασμού ή την κήρυξη της πτώχευσης. Η περίπτωση 6 του ιδίου άρθρου του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 16 του ν. 2972/2001 (Α΄ 291) καταργείται, αναριθμουμένων των επομένων περιπτώσεων.
2. Τα ανωτέρω ισχύουν και για τις πτωχευτικές διανομές που διενεργούνται κατά τις διατάξεις του ν. 3588/2007 (Α΄ 153).
3. Η διάταξη της παραγράφου 6 στοιχ γ΄ του άρθρου 4 του ν. 3808/2009 (Α΄ 237) εφαρμόζεται αναλόγως και στους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης αρμοδιότητας Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων και καταλαμβάνει τις πτωχεύσεις που κηρύχθηκαν ή κηρύσσονται κατά τις διατάξεις του ν. 3588/2007 (Α΄ 153).
4. Η διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 58 του ν.δ. 356/1974 (Α' 90) εφαρμόζεται αναλόγως και στους συντασσόμενους από τους συνδίκους της πτώχευσης πίνακες διανομής κατά τις διατάξεις του ν. 3588/2007 (Α' 291).
Άρθρο 57: Υποβολή αίτησης - Λοιπά δικαιολογητικά
- 1. Για τη λήψη απόφασης επί των οριζόμενων στα άρθρα 54 έως και 56 του παρόντος νόμου υποβάλλεται αίτηση από τον ενδιαφερόμενο στο αρμόδιο προς ρύθμιση όργανο των παραγράφων α ή β του άρθρου 55, το οποίο αφού λάβει υπόψη του το σύνολο της απαιτητής οφειλής κρίνει επί του αιτήματος ή διαβιβάζει την αίτηση στην Ειδική Επιτροπή Εσόδων.
- 2. Για τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης Μισθωτών, σε περίπτωση που η επιχείρηση ή το φυσικό πρόσωπο αναπτύσσει δραστηριότητα με την ίδια επωνυμία και νομική μορφή σε περιοχές διαφόρων Υποκαταστημάτων ασφαλιστικών οργανισμών, υποβάλλεται αίτηση από τον ενδιαφερόμενο στα οικεία Υποκαταστήματα, κρίνεται όμως το αίτημα ρύθμισης για το σύνολο των επιμέρους οφειλών από τον αρμόδιο Διευθυντή της έδρας της επιχείρησης ή της Ειδικής Επιτροπής Εσόδων αναλόγως του ύψους της οφειλής.
- 3. Η αίτηση για ρύθμιση οφειλής εξετάζεται από το αρμόδιο όργανο εφόσον έχει καταβληθεί παράβολο υπέρ του ασφαλιστικού φορέα κι έχει επισυναφθεί γραμμάτιο είσπραξης. Το ποσό του παραβόλου που πρέπει να καταβληθεί είναι ίσο:
- α) Με πενήντα ευρώ (50€) για οφειλή μέχρι πενήντα χιλιάδες ευρώ (50.000€).
- β) Με εκατό ευρώ (100€) για οφειλές από πενήντα χιλιάδες ένα ευρώ (50.001€) μέχρι εκατόν χιλιάδες ευρώ (100.000€).
- γ) Με εκατόν πενήντα ευρώ (150€) για οφειλή από εκατό χιλιάδες ένα ευρώ (100.001€) μέχρι εκατό πενήντα χιλιάδες ευρώ (150.000€).
- δ) Με διακόσια ευρώ (200€) για οφειλή από εκατό πενήντα χιλιάδες ένα ευρώ (150.001€) μέχρι διακόσιες χιλιάδες ευρώ (200.000€).
- ε) Με διακόσια πενήντα ευρώ (250€) για οφειλή από διακόσιες χιλιάδες ένα ευρώ (200.001€) μέχρι διακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ (250.000€).
- στ) Με τριακόσια ευρώ (300€) για οφειλή από διακόσιες πενήντα χιλιάδες ένα ευρώ (250.001€) μέχρι τριακόσιες χιλιάδες ευρώ(300.000€).
- ζ) Με τετρακόσια ευρώ (400€) για οφειλή από τριακόσιες χιλιάδες ένα ευρώ (300.001€) και άνω.
- η) Με είκοσι ευρώ (20€) για αυτοαπασχολούμενους του ΟΓΑ.
- 4. Οι αιτήσεις διαβιβάζονται στα αρμόδια όργανα και συνοδεύονται:
- α) Από πληροφοριακό δελτίο περί του ποσού της οφειλής, των ληφθέντων αναγκαστικών και άλλων μέτρων και κάθε άλλου στοιχείου απαραίτητου για την μόρφωση γνώμης. Επί επιχειρήσεων τις κατά καιρούς προηγούμενες ρυθμίσεις και την τήρηση τους ή μη, την απόδοση τους, την απρόσκοπτη αναγγελία ασφάλισης του προσωπικού, την ύπαρξη καταγγελιών ή ευρημάτων ελέγχου περί ανασφάλιστου προσωπικού.
- β) Την εισήγηση του Προϊσταμένου Διεύθυνσης ή τμήματος της αρμόδιας υπηρεσίας για το υποβληθέν αίτημα.
- γ)Οικονομικά στοιχεία προσκομισθέντα από την επιχείρηση όπως Ισοζύγιο Αναλυτικού Καθολικού τελευταίου μήνα, Ισολογισμό τελευταίου χρόνου, αντίγραφο φορολογικών δηλώσεων και οποιοδήποτε άλλο στοιχείο διευκολύνει τη μόρφωση γνώμης των οργάνων.
Άρθρο 24: Κυρώσεις
Η παράβαση των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου και η μη πληρωμή με εργόσημο αποτελεί παράβαση των διατάξεων της ασφαλιστικής νομοθεσίας και συνεπάγεται πρόστιμο ίσο με το 50πλάσιο του ημερομίσθιου του ανειδίκευτου εργάτη της 31/12 του προηγούμενου έτους σύμφωνα με την Ε.Σ.Σ.Εργασίας και επιβάλλεται από τον αντίστοιχο Φ.Κ.Α. και ισχύουν οι διατάξεις που αφορούν στον έλεγχο από το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας και τους αρμόδιους φορείς κοινωνικής ασφάλισης, κατά τις ισχύουσες κατά περίπτωση διατάξεις.
Άρθρο 7: Ενιαίος Κανονισμός Προσδιορισμού Ποσοστού Αναπηρίας
Το ποσοστό αναπηρίας που συνεπάγεται κάθε πάθηση ή βλάβη ή σωματική ή ψυχική ή πνευματική εξασθένιση ή η συνδυασμένη εμφάνιση τέτοιων παθήσεων ή βλαβών ή εξασθενήσεων καθώς και οι υποτροπές αυτών, προκαθορίζεται για όλους τους Ασφαλιστικούς Φορείς με εκατοστιαία αναλογία σε Ενιαίο Κανονισμό Προσδιορισμού Ποσοστού Αναπηρίας, που εκδίδεται εντός εξαμήνου από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, μετά από γνώμη Ειδικής Επιστημονικής Επιτροπής που συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και στην οποία συμμετέχει υποχρεωτικά εκπρόσωπος που υποδεικνύεται από την Εθνική Συνομοσπονδία Ατόμων με Αναπηρία (ΕΣΑΜεΑ). Έως την έκδοση του νέου Ενιαίου Κανονισμού η αναπηρία προσδιορίζεται σύμφωνα με όσα σήμερα ισχύουν. Από της εφαρμογής του Ενιαίου Κανονισμού οι επιλαμβανόμενες των περιπτώσεων Υγειονομικές Επιτροπές υποχρεούνται στις γνωματεύσεις τους να μνημονεύουν ρητά το σχετικό εδάφιο ή τον συνδυασμό εδαφίων στα οποία ερείδεται ο προσδιορισμός του ποσοστού αναπηρίας.
Άρθρο 25:Προσαυξήσεις συντάξεων πέραν των 35 ετών
1. H παράγραφος 1 του άρθρου 145 του ν.3655/2008 (Α΄ 58), αντικαθίσταται ως εξής: «1. Το ποσό της σύνταξης, όσων συνταξιοδοτούνται από το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος, εφόσον συμπληρώνουν άνω των 10.500 ημερών ασφάλισης και το 60ο έτος της ηλικίας τους, προσαυξάνεται για κάθε τριακόσιες (300) ημέρες ασφάλισης, άνω των 10.500 και μέχρι 900 κατ’ ανώτατο όριο, κατά το ποσό που αντιστοιχεί στο γινόμενο του 25πλάσιου του τεκμαρτού ημερομισθίου της κλάσης κατάταξης, επί το ποσοστό που προκύπτει από τη διαφορά του ποσοστού του πίνακα β΄ του άρθρου 29 του α.ν 1846/1951 (Α΄ 179), όπως ισχύει, της ίδιας κλάσης και του ποσοστού τρεισήμισι τοις εκατό (3,5%). Στις περιπτώσεις που ο ασφαλισμένος δικαιούται και τη πριμοδότηση που προβλέπεται από την παρ. 8 του άρθρου 32 του ν.1902/1990 (Α΄ 138), για τον προσδιορισμό της διαφοράς μεταξύ του ποσοστού του ανωτέρω πίνακα β΄ της κλάσης κατάταξης και του τρεισήμισι τοις εκατό (3,5%), δεν λαμβάνεται υπόψη το ποσοστό πριμοδότησης της ανωτέρω διάταξης».
2. Η παράγραφος 2 του άρθρου 51 του ν. 2084/1992 (Α΄ 165), τροποποιείται ως εξής: «2. Το ποσό της σύνταξης για όσους παραμένουν στην υπηρεσία μετά τη συμπλήρωση 35ετούς συντάξιμου χρόνου αυξάνεται κατά δυόμισι τοις εκατό (2,5%) για κάθε πλήρες έτος ασφάλισης ή τριακόσιες (300) ημέρες υπηρεσίας πέραν του 35ου έτους μέχρι και του 37ου και κατά τρεισήμισι τοις εκατό (3,5%) για κάθε πλήρες έτος ασφάλισης ή 300 ημέρες υπηρεσίας πέραν του 37ου έτους μέχρι και του 40ου. Η προσαύξηση αυτή χορηγείται και πέραν του ογδόντα τοις εκατό (80%) των συνταξίμων αποδοχών της προηγούμενης παραγράφου. Από τις διατάξεις της παραγράφου αυτής εξαιρείται το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, για το οποίο έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της νομοθεσίας του».
3. Η αληθής έννοια των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 51 του ν.2084/1992 (Α΄ 165), είναι ότι το ποσό της σύνταξης κατά τον αρχικό υπολογισμό της δεν μπορεί να υπερβαίνει το τετραπλάσιο του κατά το έτος 1991 μέσου μηνιαίου κατά κεφαλήν ΑΕΠ, όπως ισχύει κάθε φορά.
4. H παράγραφος 3 του άρθρου 5 του ν.1902/1990, αντικαθίσταται ως εξής: «3. Το ποσοστό σύνταξης του μηνιαίου συντάξιμου μισθού των υπαλλήλων που προς λήφθηκαν στο Δημόσιο μέχρι 31.12.1992 και παραμένουν στην υπηρεσία μετά τη συμπλήρωση 35ετούς συντάξιμου χρόνου, αυξάνεται κατά δυόμισι τοις εκατό (2,5%) για κάθε έτος ασφάλισης πέραν του 35ου έτους μέχρι και του 40ου.».
5. Οι προσαυξήσεις των παραγράφων 1, 2 και 4 του παρόντος άρθρου, καθώς και η προσαύξηση που προβλέπεται από τη διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παρ. 2α του άρθρου 3 του ν.3029/2002 (Α' 160), όπως αντικαταστάθηκε με τη διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 145 του ν.3655/2008 (Α' 58), δεν ισχύει για όσους θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα από 1.1.2018 και εφεξής.
Άρθρο 8: Μονιμοποίηση σύνταξης αναπηρίας των ασφαλισμένων από 1.1.1993
Το άρθρο 25 παρ. 3 του ν. 2084/1992 (Α΄ 165) τροποποιείται ως ακολούθως:
«Το δικαίωμα συνταξιοδότησης λόγω αναπηρίας, υφίσταται για όσο χρόνο ορίζεται από τις αρμόδιες Υγειονομικές Επιτροπές, παρατείνεται δε με τις ίδιες προϋποθέσεις ενώ δύναται να ελέγχεται και αυτεπαγγέλτως οποτεδήποτε, με την υποβολή του συνταξιούχου σε ιατρική εξέταση από τις ανωτέρω επιτροπές. Οι συντάξεις λόγω αναπηρίας είναι οριστικές για τις περιπτώσεις των ασθενειών που προβλέπονται από ρητή διάταξη, μπορεί δε να είναι οριστικές, εφ’ όσον οι υγειονομικές επιτροπές γνωματεύουν ότι η ανικανότητα είναι μόνιμη. Οι συντάξεις λόγω αναπηρίας καθίστανται αυτοδικαίως οριστικές όταν:
α) Ο συνταξιούχος έχει συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας του και χρόνο συνταξιοδότησης επτά (7) ετών συνεχώς, κατά τη διάρκεια των οποίων υποβλήθηκε σε τρεις τουλάχιστον εξετάσεις από τις οικείες υγειονομικές επιτροπές.
β) Ο συνταξιούχος έχει συμπληρώσει το 60ο έτος της ηλικίας του και χρόνο συνταξιοδότησης πέντε (5) ετών συνεχώς, κατά τη διάρκεια των οποίων υποβλήθηκε σε δύο τουλάχιστον εξετάσεις από τις οικείες υγειονομικές επιτροπές.
γ) Ο επί 12ετία συνεχώς συνταξιοδοτούμενος, ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας.
δ) Ο επί 20ετία διακεκομμένα, αλλά από τριετίας συνεχώς συνταξιοδοτούμενος ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας.»
«Το δικαίωμα συνταξιοδότησης λόγω αναπηρίας, υφίσταται για όσο χρόνο ορίζεται από τις αρμόδιες Υγειονομικές Επιτροπές, παρατείνεται δε με τις ίδιες προϋποθέσεις ενώ δύναται να ελέγχεται και αυτεπαγγέλτως οποτεδήποτε, με την υποβολή του συνταξιούχου σε ιατρική εξέταση από τις ανωτέρω επιτροπές. Οι συντάξεις λόγω αναπηρίας είναι οριστικές για τις περιπτώσεις των ασθενειών που προβλέπονται από ρητή διάταξη, μπορεί δε να είναι οριστικές, εφ’ όσον οι υγειονομικές επιτροπές γνωματεύουν ότι η ανικανότητα είναι μόνιμη. Οι συντάξεις λόγω αναπηρίας καθίστανται αυτοδικαίως οριστικές όταν:
α) Ο συνταξιούχος έχει συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας του και χρόνο συνταξιοδότησης επτά (7) ετών συνεχώς, κατά τη διάρκεια των οποίων υποβλήθηκε σε τρεις τουλάχιστον εξετάσεις από τις οικείες υγειονομικές επιτροπές.
β) Ο συνταξιούχος έχει συμπληρώσει το 60ο έτος της ηλικίας του και χρόνο συνταξιοδότησης πέντε (5) ετών συνεχώς, κατά τη διάρκεια των οποίων υποβλήθηκε σε δύο τουλάχιστον εξετάσεις από τις οικείες υγειονομικές επιτροπές.
γ) Ο επί 12ετία συνεχώς συνταξιοδοτούμενος, ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας.
δ) Ο επί 20ετία διακεκομμένα, αλλά από τριετίας συνεχώς συνταξιοδοτούμενος ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας.»
Άρθρο 9: Προϋπάρχουσα αναπηρία
Ο ασφαλισμένος δικαιούται συντάξεως αναπηρίας έστω και αν η πάθηση ή βλάβη ή εξασθένιση σωματική ή πνευματική είναι προγενέστερη της υπαγωγής του στην ασφάλιση εφόσον είτε λόγω ουσιώδους επιδείνωσης είτε λόγω σημαντικού περιορισμού της βιοποριστικής του ικανότητας πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζουν οι διατάξεις που αφορούν τον φορέα στον οποίο ασφαλίζεται.
Άρθρο 26: Προγράμματα Εθελουσίας Εξόδου
1. Ο πλασματικός χρόνος που προβλέπεται σε προγράμματα επιχειρήσεων για εθελούσια αποχώρηση του προσωπικού τους, δεν αναγνωρίζεται από τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, προκειμένου για θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος ή προσαύξηση του ποσού της σύνταξης.
2. Η εκ μέρους του εργοδότη παροχή οικονομικών κινήτρων πάσης φύσεως σε εργαζόμενους που έχουν συμπληρώσει ή συμπληρώνουν τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης, με σκοπό την αποχώρηση από την επιχείρηση και τη συνταξιοδότηση, γνωστοποιείται εντός 15 ημερών από την ημερομηνία καταβολής αυτής της παροχής στην αρμόδια ΔΟΥ του εργαζόμενου. Στην περίπτωση αυτή το οικονομικό αυτό κίνητρο υπάγεται στο άρθρο 8 παρ. 14 περίπτωση ζ΄ του ν. 3842/2010 (Α 58).
3. Τροποποίηση της διάταξης αυτής προϋποθέτει προηγούμενη εκπόνηση σχετικής αναλογιστικής μελέτης από την Εθνική Αναλογιστική Αρχή, γνώμη της Επιτροπής Δημοσίων Επιχειρήσεων, Τραπεζών, Οργανισμών Κοινής Ωφέλειας και Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης της Βουλής, στο βαθμό που ο ΚτΒ της απονέμει την αρμοδιότητα αυτή και γνώμη της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
Άρθρο 10: Όρια ηλικίας συνταξιοδότησης πολιτικών υπαλλήλων του Δημοσίου
1.Από 1.1.2011 οι διατάξεις περί ορίων ηλικίας του άρθρου 143 του ν.3655/2008 (Α 58) εφαρμόζονται ανάλογα και στους πολιτικούς υπαλλήλους του Δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης α και β βαθμίδας.
2. Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 155 του ν.3528/2007 «Κύρωση του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ν.π.δ.δ.» (ΦΕΚ 26 Α΄) προστίθεται εδάφιο ως εξής :
«Ο υπάλληλος με αίτησή του, που υποβάλλεται έξι (6) μήνες πριν τη συμπλήρωση τριάντα πέντε (35) ετών πραγματικής και συντάξιμης δημόσιας υπηρεσίας, καθώς και του ορίου ηλικίας υποχρεωτικής αποχώρησης, μπορεί να ζητήσει να παραμείνει στην υπηρεσία έως τρία (3) επιπλέον έτη και έως τη συμπλήρωση κατ΄ανώτατο όριο του 65ου έτους της ηλικίας ή του 67ου έτους στην περίπτωση όπου ο υπάλληλος έχει συμπληρώσει λιγότερα από τριάντα πέντε (35) έτη πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας».
3. Διατάξεις Κανονισμών Εργασίας και Επιχειρησιακών Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας που εφαρμόζονται σε εργαζόμενους του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα και προβλέπουν αυτοδίκαιη και υποχρεωτική απόλυση με τη συμπλήρωση είτε του οριζόμενου σε αυτές χρόνου υπηρεσίας και ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας είτε του ορίου ηλικίας που προβλέπεται από τις ισχύουσες διατάξεις για συνταξιοδότηση λόγω γήρατος δεν εφαρμόζονται, εφόσον υποβληθεί από τον εργαζόμενο αίτηση παραμονής στην υπηρεσία που γίνεται υποχρεωτικά αποδεκτή και από τον εργοδότη. Η παραμονή δε μπορεί να είναι μεγαλύτερη των 3 ετών ή των ετών που απαιτούνται για τη λήψη πλήρους σύνταξης.
2. Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 155 του ν.3528/2007 «Κύρωση του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ν.π.δ.δ.» (ΦΕΚ 26 Α΄) προστίθεται εδάφιο ως εξής :
«Ο υπάλληλος με αίτησή του, που υποβάλλεται έξι (6) μήνες πριν τη συμπλήρωση τριάντα πέντε (35) ετών πραγματικής και συντάξιμης δημόσιας υπηρεσίας, καθώς και του ορίου ηλικίας υποχρεωτικής αποχώρησης, μπορεί να ζητήσει να παραμείνει στην υπηρεσία έως τρία (3) επιπλέον έτη και έως τη συμπλήρωση κατ΄ανώτατο όριο του 65ου έτους της ηλικίας ή του 67ου έτους στην περίπτωση όπου ο υπάλληλος έχει συμπληρώσει λιγότερα από τριάντα πέντε (35) έτη πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας».
3. Διατάξεις Κανονισμών Εργασίας και Επιχειρησιακών Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας που εφαρμόζονται σε εργαζόμενους του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα και προβλέπουν αυτοδίκαιη και υποχρεωτική απόλυση με τη συμπλήρωση είτε του οριζόμενου σε αυτές χρόνου υπηρεσίας και ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας είτε του ορίου ηλικίας που προβλέπεται από τις ισχύουσες διατάξεις για συνταξιοδότηση λόγω γήρατος δεν εφαρμόζονται, εφόσον υποβληθεί από τον εργαζόμενο αίτηση παραμονής στην υπηρεσία που γίνεται υποχρεωτικά αποδεκτή και από τον εργοδότη. Η παραμονή δε μπορεί να είναι μεγαλύτερη των 3 ετών ή των ετών που απαιτούνται για τη λήψη πλήρους σύνταξης.
Άρθρο 58: Τμηματική εξόφληση της οφειλής
- 1. Ο αριθμός των δόσεων καθορίζεται σε τριάντα έξι (36) μηνιαίες δόσεις, με την προϋπόθεση της καταβολής από τον οφειλέτη των τρεχουσών εισφορών. Το οφειλόμενο ποσό συμπεριλαμβάνει κύριες οφειλές, προσαυξήσεις, πρόσθετα τέλη, πρόστιμα κ.λπ. έξοδα αναγκαστικών μέτρων.
- 2. Η μηνιαία δόση δεν μπορεί να είναι μικρότερη του ποσού των διακοσίων ευρώ (200€) και η διμηνιαία των τετρακοσίων ευρώ (400€) και προκειμένου για οφειλέτες του ΟΓΑ και του Ο.Α.Ε.Ε. του ποσού των εκατό ευρώ (100€) και η διμηνιαία των διακοσίων ευρώ (200€).
- 3. Εάν ο οφειλέτης αδυνατεί να καταβάλει την προβλεπόμενη δόση μέχρι και τέσσερις (4) συνεχόμενους μήνες ή έξι (6) μήνες για τους οφειλέτες του Ο.Γ.Α., μπορεί να συνεχίσει κανονικά την καταβολή από τον επόμενο μήνα. Το 36μηνο παρατείνεται τόσους μήνες όσοι είναι οι μήνες της μη καταβολής της δόσης. Η δυνατότητα αυτή παρέχεται μέχρι και τρεις φορές κατά τη διάρκεια της ρύθμισης, με την προϋπόθεση ότι καταβάλλονται κανονικά οι δόσεις και οι τρέχουσες εισφορές για οκτώ (8) συνεχόμενους μήνες κάθε φορά. Σε περίπτωση μηχανογραφικής εφαρμογής συστημάτων υπολογισμού των εισφορών σε διμηνιαία βάση ή εξαμηνιαία για τον ΟΓΑ η καταβολή γίνεται σε ισόποσες δεκαοχτώ (18) διμηνιαίες δόσεις ή έξι (6) εξαμηνιαίες για τον ΟΓΑ.
- 4. Κατά παρέκκλιση των ανωτέρω, οι οφειλές που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Ειδικής Επιτροπής Εσόδων ρυθμίζονται σε 48 δόσεις. Εάν ο οφειλέτης αδυνατεί να καταβάλει την προβλεπόμενη δόση μέχρι και τέσσερις (4) συνεχόμενους μήνες, μπορεί να συνεχίσει κανονικά την καταβολή από τον επόμενο μήνα. Το 48μηνο παρατείνεται τόσους μήνες όσοι είναι οι μήνες της μη καταβολής της δόσης. Η δυνατότητα αυτή παρέχεται μέχρι και τρεις φορές κατά τη διάρκεια της ρύθμισης, με την προϋπόθεση ότι καταβάλλονται κανονικά οι δόσεις και οι τρέχουσες εισφορές για οκτώ (8) συνεχόμενους μήνες κάθε φορά. Σε κάθε περίπτωση απαραίτητη προϋπόθεση είναι η καταβολή από τον οφειλέτη των τρεχουσών εισφορών.
- 5.Οι οφειλές που βεβαιώνονται ή προκύπτουν μετά την υπαγωγή στη ρύθμιση και ανάγονται σε μισθολογικές περιόδους απασχόλησης μέχρι και τον τελευταίο μήνα υπαγωγής των οφειλών στη ρύθμιση δεν θεωρούνται τρέχουσες. Οι οφειλές αυτές, αν δεν εξοφληθούν εφάπαξ, εντάσσονται αυτεπαγγέλτως στην υφιστάμενη ρύθμιση, με ανακαθορισμό του ποσού των υπολειπόμενων δόσεων.
- 6. Αν διαγραφεί μέρος της οφειλής, οι δόσεις αναπροσαρμόζονται οίκοθεν από το αρμόδιο όργανο.
- 7. Εάν ο οφειλέτης απωλέσει ολοκληρωτικά το δικαίωμα της τμηματικής εξόφλησης εισφορών σε δόσεις, δύναται να υποβάλει νέα αίτηση για ρύθμισης, μετά από ένα (1) έτος από την έκδοση της προηγούμενης απόφασης. Το δωδεκάμηνο αρχίζει από τον μήνα καταβολής της πρώτης δόσης. Το αρμόδιο όργανο δύναται να ρυθμίσει εκ νέου τις οφειλές σύμφωνα με τις προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου.
- 8.α)Σε περίπτωση εφάπαξ εξόφλησης των καθυστερούμενων ασφαλιστικών εισφορών παρέχεται έκπτωση σαράντα τοις εκατό (40%) επί των πρόσθετων τελών.
- β)Σε περίπτωση τμηματικής εξόφλησης παρέχεται έκπτωση είκοσι τοις εκατό (20%) επί των πρόσθετων τελών. Το ποσό μείωσης των πρόσθετων τελών στην περίπτωση τμηματικής καταβολής επιμερίζεται ισόποσα σε όλες τις δόσεις.
- 9. Η μη εμπρόθεσμη καταβολή των δόσεων, καθώς και η μη καταβολή των τρεχουσών εισφορών συνεπάγεται την έκπτωση από το δικαίωμα της τμηματικής εξόφλησης των οφειλόμενων εισφορών και καθιστά άμεσα απαιτητό το σύνολο του οφειλόμενου ποσού. Το οφειλόμενο ποσό υπολογίζεται σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία του φορέα. 10. Σε περίπτωση που υποβάλλεται αίτημα τμηματικής καταβολής ληξιπρόθεσμων εισφορών από:
- α. Επιχείρηση που βρίσκεται στο στάδιο της εκκαθάρισης ή έχει κηρυχθεί σε πτώχευση, της οποίας η κύρια οφειλή έχει επιβαρυνθεί με το ανώτατο ποσοστό προσαυξήσεων και δεν έχουν αποδώσει όλα τα αναγκαστικά και άλλα μέτρα είσπραξης που ισχύουν, είναι δυνατόν, τα αρμόδια όργανα να αποφασίζουν τη ρύθμιση σε εξήντα (60) ισόποσες μηνιαίες δόσεις, με την προϋπόθεση προκαταβολής ποσού ίσου με το δύο τοις εκατό (2%) της συνολικής οφειλής.
- β. Εποχική επιχείρηση, είναι δυνατόν τα αρμόδια όργανα να αποφασίζουν τη ρύθμιση σε μηνιαίες δόσεις, σύμφωνα με τα ανωτέρω οριζόμενα, με τη δυνατότητα αυξημένου ποσού μηνιαίας δόσης, κατά τη διάρκεια λειτουργίας αυτής και μειωμένου ποσού μηνιαίας δόσης κατά τριάντα τοις εκατό (30%), όταν αυτή δεν λειτουργεί.
- 11. Στην περίπτωση επίσπευσης πλειστηριασμού από τον ασφαλιστικό φορέα πριν την παρέλευση ενός (1) έτους από την έκδοση της απόφασης ρύθμισης, είναι δυνατή η αναστολή αυτού μόνο εφόσον καταβληθεί το 1/5 της συνολικής οφειλής, πλέον των εξόδων εκτέλεσής του και ρυθμιστεί το υπόλοιπο της οφειλής σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του παρόντος άρθρου.
- 12. Εφόσον δεν τηρηθούν οι όροι αυτής της ρύθμισης και με την λήψη των αναγκαστικών μέτρων είσπραξης δεν έχει εξοφληθεί η οφειλή, τότε επισπεύδεται η διαδικασία για κήρυξη του οφειλέτη σε πτώχευση. Η παραπάνω διαδικασία αναστέλλεται με την καταβολή του τριάντα τοις εκατό (30%) της οφειλής και τη ρύθμιση του υπολοίπου σε δόσεις σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του παρόντος άρθρου.
- 13. Στη ρύθμιση αυτή παρέχεται η δυνατότητα υπαγωγής και όσων έχουν ρυθμίσει τις οφειλές τους με άλλες διατάξεις νόμων για το μέρος της οφειλής που δεν έχει εισπραχθεί.
Άρθρο 11: Αναπροσαρμογή συντάξεων και ορίων ηλικίας
1. Από 1.1.2014 οι συντάξεις αναπροσαρμόζονται κατ’ έτος με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ανάλογα με την ποσοστιαία μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, του Ακαθαρίστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ) και σε συνάρτηση με τις οικονομικές δυνατότητες των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης.
2.Τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης των ασφαλισμένων των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης και του δημοσίου, ανεξαρτήτως χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση, τα οποία προβλέπονται από καταστατικές ή γενικές διατάξεις νόμων, ανακαθορίζονται ανά δεκαετία, κατά το 1/3 του μέσου όρου της μεταβολής του προσδόκιμου ζωής του πληθυσμού της χώρας, με σημείο αναφοράς την ηλικία των 65 ετών. Η αναπροσαρμογή των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, γίνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, που εκδίδεται κατά το τελευταίο έτος κάθε δεκαετίας, με βάση τους σχετικούς δείκτες που προσδιορίζονται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή για την ίδια χρονική περίοδο, και αφορούν στην επόμενη δεκαετία.
3. Η ισχύς της διάταξης αυτής αρχίζει από 01.01.2021 και κατά την πρώτη εφαρμογή της ως δεκαετία λαμβάνεται η χρονική περίοδος 2011 έως 2020.
2.Τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης των ασφαλισμένων των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης και του δημοσίου, ανεξαρτήτως χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση, τα οποία προβλέπονται από καταστατικές ή γενικές διατάξεις νόμων, ανακαθορίζονται ανά δεκαετία, κατά το 1/3 του μέσου όρου της μεταβολής του προσδόκιμου ζωής του πληθυσμού της χώρας, με σημείο αναφοράς την ηλικία των 65 ετών. Η αναπροσαρμογή των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, γίνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, που εκδίδεται κατά το τελευταίο έτος κάθε δεκαετίας, με βάση τους σχετικούς δείκτες που προσδιορίζονται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή για την ίδια χρονική περίοδο, και αφορούν στην επόμενη δεκαετία.
3. Η ισχύς της διάταξης αυτής αρχίζει από 01.01.2021 και κατά την πρώτη εφαρμογή της ως δεκαετία λαμβάνεται η χρονική περίοδος 2011 έως 2020.
Άρθρο 27: Ενοποίηση Ασφαλιστικών Φορέων
1. Οι Κλάδοι Κύριας Ασφάλισης, οι οποίοι τελούν υπό την εποπτεία της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, συμπεριλαμβανομένου και του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου (Ν.Α.Τ.), ενοποιούνται και συγκροτούν τρείς (3) Φορείς Κύριας Ασφάλισης, Μισθωτών, Αυτοαπασχολουμένων και Αγροτών. Έναρξη λειτουργίας των νέων Φορέων Κύριας Ασφάλισης ορίζεται η 1.1.2018.
2. Για την ενοποίηση των Κλάδων Κύριας Ασφάλισης εκπονούνται έως 31.12.2015 αναλογιστικές μελέτες.
3. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται μέχρι 31.12.2016, με πρόταση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, καθορίζονται οι Κλάδοι οι οποίοι στο εξής συγκροτούν τους Φορείς Κύριας Ασφάλισης Μισθωτών, Αυτοαπασχολούμενων και Αγροτών, καθώς και οι όροι και οι προϋποθέσεις ένταξης.
4. Με προεδρικά διατάγματα που εκδίδονται μέχρι 30.6.2017, μετά από γνώμη των Δ.Σ. των νέων Φορέων Κύριας Ασφάλισης καταρτίζονται οι Κανονισμοί Ασφάλισης και Παροχών τους. Επίσης, με αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης εκδίδονται, μετά από πρόταση των Δ.Σ. των φορέων, οι Κανονισμοί Οικονομικής Οργάνωσης και Λογιστικής Λειτουργίας τους.
5. Με προεδρικά διατάγματα που εκδίδονται μέχρι 30.6.2017 με πρόταση των Υπουργών Οικονομικών, Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από γνώμη των Δ.Σ. των νέων Φορέων Κύριας Ασφάλισης, καταρτίζονται οι Οργανισμοί λειτουργίας τους, ως προς το περιεχόμενο των οποίων εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 20 του ν.2503/1997 (Α΄ 107).
6. Οι προσλαμβανόμενοι από 1.1.2013 τακτικοί υπάλληλοι στο δημόσιο, τα νπδδ καθώς και στους ΟΤΑ α΄ και β΄ βαθμίδας, υπάγονται υποχρεωτικά και αυτοδίκαια για στον κλάδο κύριας σύνταξης του ΙΚΑ- ΕΤΑΜ. Οι ανωτέρω ασφαλίζονται για ασθένεια, επικουρική σύνταξη και εφάπαξ βοήθημα στους οικείους φορείς στους οποίους υπάγονται οι μετά την 1.1.1993 προσληφθέντες-ασφαλισμένοι στις ανωτέρω Υπηρεσίες.
7. Οι τομείς κύριας ασφάλισης του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα απασχολουμένων (Ε.Τ.Α.Α.) και του Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Προσωπικού Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης (Ε.Τ.Α.Π.-Μ.Μ.Ε.) παραμένουν στους φορείς αυτούς και καταβάλλουν εξ ιδίων πόρων τα ποσά της βασικής σύνταξης στους δικαιούχους όπως ορίζονται στο άρθρο 2 του παρόντος.
Άρθρο 42: Ανακατανομή των εισφορών μεταξύ ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ΟΑΕΔ, ΟΕΚ και Εργατικής Εστίας
1.Τα ποσοστά εισφορών ασφαλισμένου και εργοδότη για τον κλάδο αναπηρίας, γήρατος και θανάτου του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. που προβλέπονται από το άρθρο 25 παρ.1 του α.ν. 1846/51, όπως διαμορφώθηκαν με την παρ. 1 των άρθρων 22 και 44 του ν.2084/92 και ισχύουν, αυξάνονται εντός των επομένων τριών ετών, σταδιακά κατά τρεις (3) ποσοστιαίες μονάδες, αρχής γενομένης από το 2011 και διαμορφώνονται ως ακολούθως:
α)Για το έτος 2011:
i) Σε βάρος του ασφαλισμένου: 6,99%
ii) Σε βάρος του εργοδότη:14,01%
β) Για το έτος 2012:
i) Σε βάρος του ασφαλισμένου:7,31%
ii) Σε βάρος του εργοδότη:14,69%
γ)Για το έτος 2013:
i) Σε βάρος του ασφαλισμένου:7,63%
ii) Σε βάρος του εργοδότη:15,37% Παράλληλα, μειώνονται εντός των ιδίων τριών (3) ετών σταδιακά και κατά το ίδιο ποσοστό, ήτοι κατά τρεις (3) μονάδες, τα ποσοστά εισφορών φορέων, κλάδων ή λογαριασμών των οργανισμών κοινωνικής πολιτικής που συνεισπράττει το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 34 του ν.δ. 2698/1953.
2. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από γνώμη των ΔΣ του ΟΑΕΔ, ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ΟΑΕΔ, ΟΕΚ και Εργατικής Εστίας, ορίζονται τα νέα ποσοστά εισφορών για τους Οργανισμούς αυτούς, κατ’ εφαρμογήν της προηγούμενης παραγράφου.
3. Από τη ανωτέρω ρύθμιση εξαιρούνται οι ασφαλισμένοι του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ που δεν υπάγονται στην ασφάλιση των οργανισμών, φορέων και κλάδων, τις εισφορές των οποίων συνεισπράττει το Ίδρυμα.
Άρθρο 12: Γενικοί όροι συνταξιοδότησης επιζώντος συζύγου
1. Ο επιζών σύζυγος δεν δικαιούται σύνταξη από ασφαλιστικούς οργανισμούς κύριας ή επικουρικής ασφάλισης ή το Δημόσιο στις εξής περιπτώσεις:
α. Αν ο θάνατος του ασφαλισμένου συζύγου επήλθε πριν από την πάροδο ενός έτους από την τέλεση του γάμου, εκτός αν:
i. Ο θάνατος οφείλεται σε ατύχημα εργατικό ή μη.
ii. Κατά τη διάρκεια του γάμου γεννήθηκε, νομιμοποιήθηκε, αναγνωρίσθηκε ή υιοθετήθηκε τέκνο.
iii. Η χήρα κατά το χρόνο του θανάτου τελούσε σε κατάσταση εγκυμοσύνης, η οποία δεν διεκόπη και γεννήθηκε ζων τέκνο.
β. Αν ο θανών ελάμβανε κατά την τέλεση του γάμου σύνταξη αναπηρίας ή γήρατος, ο δε θάνατος επήλθε πριν από την πάροδο πέντε ετών από την τέλεση του γάμου εκτός και εάν στην περίπτωση αυτή συντρέχει ένας από τους ανωτέρω με στοιχεία i και iii αναφερόμενους λόγους.
2. Οι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται τόσο για τους έως 31.12.1992 ασφαλισμένους όσο και για τους μετά την 1.1.1993 ασφαλισμένους σε οποιονδήποτε φορέα ασφάλισης ή το Δημόσιο. Κάθε διάταξη που ρυθμίζει διαφορετικά το ανωτέρω θέμα καταργείται. Διατάξεις που θέτουν πρόσθετους περιορισμούς στη λήψη σύνταξης από τον επιζώντα σύζυγο εξακολουθούν να ισχύουν.
α. Αν ο θάνατος του ασφαλισμένου συζύγου επήλθε πριν από την πάροδο ενός έτους από την τέλεση του γάμου, εκτός αν:
i. Ο θάνατος οφείλεται σε ατύχημα εργατικό ή μη.
ii. Κατά τη διάρκεια του γάμου γεννήθηκε, νομιμοποιήθηκε, αναγνωρίσθηκε ή υιοθετήθηκε τέκνο.
iii. Η χήρα κατά το χρόνο του θανάτου τελούσε σε κατάσταση εγκυμοσύνης, η οποία δεν διεκόπη και γεννήθηκε ζων τέκνο.
β. Αν ο θανών ελάμβανε κατά την τέλεση του γάμου σύνταξη αναπηρίας ή γήρατος, ο δε θάνατος επήλθε πριν από την πάροδο πέντε ετών από την τέλεση του γάμου εκτός και εάν στην περίπτωση αυτή συντρέχει ένας από τους ανωτέρω με στοιχεία i και iii αναφερόμενους λόγους.
2. Οι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται τόσο για τους έως 31.12.1992 ασφαλισμένους όσο και για τους μετά την 1.1.1993 ασφαλισμένους σε οποιονδήποτε φορέα ασφάλισης ή το Δημόσιο. Κάθε διάταξη που ρυθμίζει διαφορετικά το ανωτέρω θέμα καταργείται. Διατάξεις που θέτουν πρόσθετους περιορισμούς στη λήψη σύνταξης από τον επιζώντα σύζυγο εξακολουθούν να ισχύουν.
Άρθρο 59: Χορήγηση ασφαλιστικής ενημερότητας
- 1. Στους οφειλέτες που υπάγονται στην παρούσα ρύθμιση και τηρούν τους όρους της ρύθμισης αυτής, χορηγείται βεβαίωση ασφαλιστικής ενημερότητας διάρκειας ενός (1) μηνός υπό την προϋπόθεση ότι η ρύθμιση τηρείται έναντι όλων των φορέων κυρίας και επικουρικής ασφάλισης στους οποίους υπάγεται το προσωπικό των επιχειρήσεων ή ο αυτοαπασχολούμενος.
- 2. Στο πλαίσιο της ανωτέρω ρύθμισης αποφασίζεται από τα αρμόδια όργανα των ασφαλιστικών φορέων η επιβολή ποσοστού παρακράτησης για τη χορήγηση ασφαλιστικής ενημερότητας, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις, για τη λήψη χρημάτων από τράπεζες ή πιστωτικά ιδρύματα, με ελάχιστο ποσοστό δύο τοις εκατό (2%) . Μετά τρεις μήνες από την έκδοση της απόφασης, το όργανο που την εξέδωσε μπορεί να αποφασίσει τη μείωση του ανωτέρω ποσοστού παρακράτησης μέχρι του δύο τοις εκατό (2%), εφόσον τα μηνιαία ποσά από παρακρατήσεις είναι μεγαλύτερα του πενήντα τοις εκατό (50%) της μηνιαίας δόσης.
- 3. Για την εντός του μήνα της ρύθμισης είσπραξη όλων των εκκαθαρισμένων απαιτήσεων των επιχειρήσεων από το Δημόσιο, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, ΟΤΑ α΄ και β΄ βαθμίδας, δημόσιες, δημοτικές και κοινοτικές επιχειρήσεις, δημόσιας ή κοινής ωφέλειας και γενικά επιχειρήσεις και οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως αυτός καθορίζεται από την ισχύουσα κάθε φορά νομοθεσία, καθώς και από αυτούς που ενεργούν πληρωμές με εντολή ή εξουσιοδότηση των πιο πάνω, εφόσον το ποσό της εκκαθαρισμένης απαίτησης υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες ευρώ (3.000€), χορηγείται από τα αρμόδια όργανα των ασφαλιστικών φορέων βεβαίωση ασφαλιστικής ενημερότητας με παρακράτηση του διπλασίου ποσού δόσης, που μπορεί να συμψηφίζεται με το ποσό της πρώτης δόσης και το υπόλοιπο ποσό με τις τελευταίες κατά σειρά δόσεις, όπως αυτές ορίζονται στην απόφαση του αρμόδιου οργάνου του ασφαλιστικού φορέα.
- 4. Σε περίπτωση λήψης χρημάτων από Τράπεζες ή πιστωτικά ιδρύματα χορηγείται βεβαίωση οφειλής με παρακράτηση εκτός του οριζόμενου στην απόφαση ρύθμισης ποσοστού παρακράτησης και του ποσού της οφειλόμενης τρέχουσας δόσης, όπως αυτή ορίζεται στη απόφαση του αρμοδίου οργάνου.
- 5. Σε περίπτωση μη είσπραξης των ποσών των παραγράφων 2 έως και 4 του παρόντος άρθρου, ο οφειλέτης δεν θεωρείται ενήμερος για τη ρύθμιση.
- 6. Κατά τη διάρκεια της ρύθμισης και εφόσον ο οφειλέτης είναι ενήμερος με τους όρους αυτής, του χορηγείται ασφαλιστική ενημερότητα με παρακράτηση του διπλασίου ποσού δόσης, που συμψηφίζεται με τις τελευταίες σειρά δόσεις, όπως αυτές ορίζονται στην απόφαση του αρμόδιου οργάνου του ασφαλιστικού φορέα.
- 7. Εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 8 παράγραφος 5ε΄του α. ν. 1846/1951 (Α΄179), όπως ισχύει.
Άρθρο 13: Ειδικοί όροι συνταξιοδότησης επιζώντων δικαιούχων
Το άρθρο 62 του ν.2676/1999 (Α΄ 1), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του ν.3385/2005 (Α΄ 210), αντικαθίσταται ως εξής:
«1.α. Σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου ασφαλιστικού οργανισμού κύριας ή επικουρικής ασφάλισης ή του Δημοσίου, καθώς και όσων ασφαλισμένων ή συνταξιούχων εμπίπτουν στις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων ή σε διατάξεις που παραπέμπουν σε αυτόν, στον επιζώντα των συζύγων, που θεμελιώνει συνταξιοδοτικό δικαίωμα λόγω θανάτου σύμφωνα με τις γενικές ή καταστατικές διατάξεις του κάθε οργανισμού, συμπεριλαμβανομένου και του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, καταβάλλεται η σύνταξη για μία τριετία από την πρώτη του επομένου του θανάτου μήνα.
β. Μετά την πάροδο της τριετίας, σε περίπτωση που ο επιζών των συζύγων εργάζεται ή αυτοαπασχολείται ή λαμβάνει σύνταξη από οποιαδήποτε πηγή, η σύνταξη περιορίζεται στο 50% της σύνταξης λόγω θανάτου έως τη συμπλήρωση του 65ου έτους. Μετά τη συμπλήρωση του ορίου αυτού ο επιζών σύζυγος λαμβάνει το 70% της σύνταξης αυτής.
γ. Εάν ο επιζών των συζύγων, κατά την ημερομηνία θανάτου, είναι ανάπηρος σωματικά ή πνευματικά σε ποσοστό 67% και άνω, λαμβάνει ολόκληρη τη σύνταξη, για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η αναπηρία του, ανεξαρτήτως άλλων προϋποθέσεων.
δ. Στην περίπτωση που ο επιζών των συζύγων λαμβάνει και σύνταξη από ίδιο δικαίωμα ή περισσότερες της μίας συντάξεις λόγω θανάτου, κύριες ή επικουρικές, ο περιορισμός του ποσού της σύνταξης που προβλέπεται στην παράγραφο αυτή γίνεται σε μία από τις κύριες, καθώς και μία από τις επικουρικές συντάξεις της επιλογής του, μη εφαρμοζομένων των διατάξεων της περ. δ της παρ. 6 του άρθρου 5 του ν.825/1978 (Α΄ 189), όπως ισχύουν κάθε φορά.
2. Εάν ο θανών καταλείπει τέκνα ανάπηρα ή ανήλικα ή σπουδάζοντα σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές και έως του 24ου έτους της ηλικίας τους, που δικαιούνται σύνταξη σύμφωνα με τις γενικές ή καταστατικές διατάξεις των φορέων που χορηγούν τη σύνταξη θανάτου, το υπόλοιπο της σύνταξης του επιζώντα των συζύγων, σε περίπτωση που καταβάλλεται μειωμένη, επιμερίζεται στα τέκνα σε ίσα μέρη.
Ο κατά τα ανωτέρω επιμερισμός χωρεί και στην περίπτωση που η σύνταξη του επιζώντα, που καταβάλλεται από τους Ασφαλιστικούς Οργανισμούς αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, αναστέλλεται κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 1379/1983 (Α΄ 101), όπως κάθε φορά ισχύουν ή μειώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 14 του άρθρου 8 του ν.2592/1998 (Α΄ 57), όπως ισχύουν.
3. Δεν καταλαμβάνονται από τις ανωτέρω ρυθμίσεις όσοι λαμβάνουν πολεμική σύνταξη από ίδιο δικαίωμα, καθώς και όσοι λαμβάνουν σύνταξη με βάση τις διατάξεις των νόμων 1897/1990 (Α΄ 120) και 1977/1991 (Α΄ 185), καθώς και οι υπαγόμενοι στις διατάξεις της παρ. 14 του άρθρου 8 του ν.2592/1998 (Α΄ 57), όπως κάθε φορά ισχύουν. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου του Ο.Γ.Α., ο οποίος λαμβάνει σύνταξη με βάση τις διατάξεις του ν.4169/1961 (Α΄ 81), του ν.δ. 4575/1966 (Α΄ 227), του ν.δ. 1390/1973 (Α΄ 103), του ν. 1745/1987 (Α΄ 234) και του ν. 2458/1997 (Α΄ 15), καθώς και στην περίπτωση που ο επιζών σύζυγος είναι ασφαλισμένος ή συνταξιούχος του Ο.Γ.Α. και λαμβάνει σύνταξη σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις.
4. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που ο θάνατος επέρχεται μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος άρθρου.
5. Διατάξεις που ρυθμίζουν το θέμα αυτό διαφορετικά καταργούνται.»
«1.α. Σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου ασφαλιστικού οργανισμού κύριας ή επικουρικής ασφάλισης ή του Δημοσίου, καθώς και όσων ασφαλισμένων ή συνταξιούχων εμπίπτουν στις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων ή σε διατάξεις που παραπέμπουν σε αυτόν, στον επιζώντα των συζύγων, που θεμελιώνει συνταξιοδοτικό δικαίωμα λόγω θανάτου σύμφωνα με τις γενικές ή καταστατικές διατάξεις του κάθε οργανισμού, συμπεριλαμβανομένου και του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, καταβάλλεται η σύνταξη για μία τριετία από την πρώτη του επομένου του θανάτου μήνα.
β. Μετά την πάροδο της τριετίας, σε περίπτωση που ο επιζών των συζύγων εργάζεται ή αυτοαπασχολείται ή λαμβάνει σύνταξη από οποιαδήποτε πηγή, η σύνταξη περιορίζεται στο 50% της σύνταξης λόγω θανάτου έως τη συμπλήρωση του 65ου έτους. Μετά τη συμπλήρωση του ορίου αυτού ο επιζών σύζυγος λαμβάνει το 70% της σύνταξης αυτής.
γ. Εάν ο επιζών των συζύγων, κατά την ημερομηνία θανάτου, είναι ανάπηρος σωματικά ή πνευματικά σε ποσοστό 67% και άνω, λαμβάνει ολόκληρη τη σύνταξη, για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η αναπηρία του, ανεξαρτήτως άλλων προϋποθέσεων.
δ. Στην περίπτωση που ο επιζών των συζύγων λαμβάνει και σύνταξη από ίδιο δικαίωμα ή περισσότερες της μίας συντάξεις λόγω θανάτου, κύριες ή επικουρικές, ο περιορισμός του ποσού της σύνταξης που προβλέπεται στην παράγραφο αυτή γίνεται σε μία από τις κύριες, καθώς και μία από τις επικουρικές συντάξεις της επιλογής του, μη εφαρμοζομένων των διατάξεων της περ. δ της παρ. 6 του άρθρου 5 του ν.825/1978 (Α΄ 189), όπως ισχύουν κάθε φορά.
2. Εάν ο θανών καταλείπει τέκνα ανάπηρα ή ανήλικα ή σπουδάζοντα σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές και έως του 24ου έτους της ηλικίας τους, που δικαιούνται σύνταξη σύμφωνα με τις γενικές ή καταστατικές διατάξεις των φορέων που χορηγούν τη σύνταξη θανάτου, το υπόλοιπο της σύνταξης του επιζώντα των συζύγων, σε περίπτωση που καταβάλλεται μειωμένη, επιμερίζεται στα τέκνα σε ίσα μέρη.
Ο κατά τα ανωτέρω επιμερισμός χωρεί και στην περίπτωση που η σύνταξη του επιζώντα, που καταβάλλεται από τους Ασφαλιστικούς Οργανισμούς αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, αναστέλλεται κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 1379/1983 (Α΄ 101), όπως κάθε φορά ισχύουν ή μειώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 14 του άρθρου 8 του ν.2592/1998 (Α΄ 57), όπως ισχύουν.
3. Δεν καταλαμβάνονται από τις ανωτέρω ρυθμίσεις όσοι λαμβάνουν πολεμική σύνταξη από ίδιο δικαίωμα, καθώς και όσοι λαμβάνουν σύνταξη με βάση τις διατάξεις των νόμων 1897/1990 (Α΄ 120) και 1977/1991 (Α΄ 185), καθώς και οι υπαγόμενοι στις διατάξεις της παρ. 14 του άρθρου 8 του ν.2592/1998 (Α΄ 57), όπως κάθε φορά ισχύουν. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου του Ο.Γ.Α., ο οποίος λαμβάνει σύνταξη με βάση τις διατάξεις του ν.4169/1961 (Α΄ 81), του ν.δ. 4575/1966 (Α΄ 227), του ν.δ. 1390/1973 (Α΄ 103), του ν. 1745/1987 (Α΄ 234) και του ν. 2458/1997 (Α΄ 15), καθώς και στην περίπτωση που ο επιζών σύζυγος είναι ασφαλισμένος ή συνταξιούχος του Ο.Γ.Α. και λαμβάνει σύνταξη σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις.
4. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που ο θάνατος επέρχεται μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος άρθρου.
5. Διατάξεις που ρυθμίζουν το θέμα αυτό διαφορετικά καταργούνται.»
Άρθρο 14: Συνταξιοδότηση αγάμων και διαζευγμένων θυγατέρων
1. Από 1.1.2011 καταργούνται οι γενικές ή καταστατικές διατάξεις των ασφαλιστικών οργανισμών κύριας και επικουρικής ασφάλισης καθώς και οι διατάξεις του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών συντάξεων του Δημοσίου, για τη συνταξιοδότηση αγάμων και διαζευγμένων θυγατέρων και αδελφών. Συντάξεις που ήδη καταβάλλονται εξακολουθούν να καταβάλλονται. Όπου από τις γενικές ή καταστατικές διατάξεις προβλέπεται να επανακρίνεται το δικαίωμα συνταξιοδότησης, οι ήδη χορηγούμενες συντάξεις επανακρίνονται. Όπου προβλέπεται η σύνταξη να διακόπτεται και να επαναχορηγείται στο 65ο έτος, επαναχορηγείται. Κάθε αντίθετη διάταξη καταστατική ή γενική καταργείται.
2. Οι λοιπές διατάξεις για την συνταξιοδότηση τέκνων εξακολουθούν να ισχύουν.
2. Οι λοιπές διατάξεις για την συνταξιοδότηση τέκνων εξακολουθούν να ισχύουν.
Άρθρο 60: Δικαιώματα φορέων κοινωνικής ασφάλισης
Οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης παρά τη συμμόρφωση του οφειλέτη στη χορηγηθείσα διευκόλυνση τμηματικής καταβολής διατηρούν το δικαίωμα:
- α) Να δίνουν εντολές παρακράτησης μέρους ή του συνόλου της χρηματικής απαίτησης του οφειλέτη κατά τρίτων προσώπων, για την είσπραξη της οποίας ζητείται βεβαίωση ασφαλιστικής ενημερότητας
- β) Να προβαίνουν σε συμψηφισμό των χρηματικών απαιτήσεων του οφειλέτη κατά του οικείου ασφαλιστικού φορέα και μέχρι του ύψους των ληξιπρόθεσμων οφειλών του.
Άρθρο 43: Οικοδομοτεχνικά Έργα
Τα εδάφια β΄, γ΄ και δ΄ της παρ. 2 του άρθρου 25 του α.ν. 1846/1951 (Α΄ 179) που είχαν προστεθεί με το άρθρο 23 του ν. 2434/1966 (Α΄ 188) αντικαθίστανται ως εξής:
« … Για τα κατασκευαζόμενα ιδιωτικά οικοδομικά έργα και οικοδομικές εργασίες οι εισφορές που καταβάλλονται κατ’ ελάχιστον υπολογίζονται με βάση τις ημέρες εργασίας που απαιτούνται για την κατασκευή τους, όπως οι ημέρες αυτές προσδιορίζονται από τον Κανονισμό που προβλέπει η περίοδος α΄ του εδαφίου β΄ της παρ. 2 του επόμενου άρθρου, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από την παρ. 6 του άρθρου 21 του ν. 1902/1990 (Α΄ 138).
Κατά την εκκαθάριση του λογαριασμού εισφορών ιδιωτικών οικοδομικών έργων, που διενεργείται σύμφωνα με τις κάθε φορά ισχύουσες διατάξεις, εφόσον δεν προκύψει λόγος μείωσης των ημερών εργασίας που υπολογίζονται σύμφωνα με τα παραπάνω, τότε αυτές λογίζονται ότι έχουν σε κάθε περίπτωση πραγματοποιηθεί, έστω και εάν δεν συναρτώνται με την απασχόληση συγκεκριμένων προσώπων, και οι εισφορές που αναλογούν σε αυτές καθίσταται απαιτητές και καταλογίζονται από τα αρμόδια όργανα του Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ.
Η διαφορά μεταξύ των δηλωθεισών από τον υπόχρεο εργοδότη ασφαλιστικών εισφορών και αυτών που καταλογίσθηκαν σε βάρος τούτου ως κατ’ ελάχιστον οφειλόμενες, σύμφωνα με τα ανωτέρω, συμψηφίζεται με εισφορές για ασφαλιστική τακτοποίηση συγκεκριμένου προσώπου, εάν διαπιστωθεί εκ των υστέρων ότι αυτό απασχολήθηκε στις εργασίες για τις οποίες εχώρησε ο κατά τα άνω καταλογισμός ελαχίστων εισφορών, χωρίς να έχει ασφαλισθεί στον υπόχρεο εργοδότη.
Για κάθε υπολογισμό ελαχίστων καταβλητέων εισφορών που έγινε από 1.1.1993 όπως για οικοδομικά έργα και οικοδομικές εργασίες που εκτελέστηκαν από την ανωτέρω ημερομηνία έως και την έναρξη ισχύος του παρόντος και δεν δηλώθηκε απασχόληση ισχύουν οι παρούσες διατάξεις.».
Άρθρο 28: Οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια του Κλάδου Υγείας του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.
Ο κλάδος Υγείας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ που χορηγεί παροχές ασθένειας σε είδος και χρήμα, από 1.1.2011 λειτουργεί με πλήρη οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια. Οι πόροι, τα ασφαλιστέα πρόσωπα, ο τρόπος λειτουργίας, τα είδη παροχών και οι αρμοδιότητες των Υπηρεσιών του κλάδου εξακολουθούν να διέπονται από την κείμενη νομοθεσία που ισχύει για το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Ο τρόπος και τα ποσοστά διαχωρισμού της περιουσίας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ κατά κλάδο, τα ποσοστά στις δαπάνες διοίκησης και λειτουργίας του, ο τρόπος είσπραξης των εσόδων κατά κλάδο, καθώς και κάθε άλλο θέμα καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης. Οι έως τη δημοσίευση του παρόντος νόμου οικονομικές υποχρεώσεις του ΟΑΕΕ προς το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ περιέρχονται στον Κλάδο Υγείας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.
Ο κλάδος Υγείας καταρτίζει ξεχωριστό Προϋπολογισμό, διέπεται από κανόνες Οικονομικής Οργάνωσης και Λογιστικής Λειτουργίας και συντάσσει μέσα στις νόμιμες προθεσμίες αυτοτελή Ισολογισμό, ο οποίος υποβάλλεται με τους ισολογισμούς των άλλων κλάδων του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ για έγκριση στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης έως την 30η Ιουνίου κάθε έτους.
Άρθρο 15: Επικουρικές Συντάξεις
1. Η Εθνική Αναλογιστική Αρχή, έως το τέλος του 2011, εκπονεί υποχρεωτικά αναλογιστικές μελέτες βιωσιμότητας των Επικουρικών Φορέων, Τομέων και Αυτοτελών Κλάδων. Η Εθνική Αναλογιστική Αρχή καλεί εντός δύο μηνών από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού τους Επικουρικούς Φορείς, Τομείς και Αυτοτελείς Κλάδους να αποστείλουν τα απαραίτητα στοιχεία για την εκπόνηση των αναλογιστικών μελετών. Τα Διοικητικά Συμβούλια των ανωτέρω φορέων εντός δύο μηνών από τη διαβίβαση της μελέτης καθορίζουν το ποσοστό αναπλήρωσης των συντάξεων, σύμφωνα με τις προτάσεις της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής. Η απόφαση αυτή εγκρίνεται από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
2. Αν δεν αποσταλούν τα απαραίτητα για την εκπόνηση της αναλογιστικής μελέτης στοιχεία ή δεν αναπροσαρμοστούν τα ποσοστά αναπλήρωσης, τα νέα ποσοστά καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης σύμφωνα με πρόταση της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής.
3. Για τους ασφαλισμένους μετά την 1.1.1993 ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 54 του ν.2084/1992 (Α 165).
4. Το άρθρο 146 του ν.3655/2008 (Α 58) καταργείται.
2. Αν δεν αποσταλούν τα απαραίτητα για την εκπόνηση της αναλογιστικής μελέτης στοιχεία ή δεν αναπροσαρμοστούν τα ποσοστά αναπλήρωσης, τα νέα ποσοστά καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης σύμφωνα με πρόταση της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής.
3. Για τους ασφαλισμένους μετά την 1.1.1993 ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 54 του ν.2084/1992 (Α 165).
4. Το άρθρο 146 του ν.3655/2008 (Α 58) καταργείται.
Άρθρο 29: Διάκριση των Κεντρικών Υπηρεσιών Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.
1. Για τη βελτίωση των παρεχομένων υπηρεσιών ασφάλισης και υγείας, οι Κεντρικές Υπηρεσίες του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. εκσυγχρονίζονται, αναδιαρθρώνονται και διακρίνονται σε Υπηρεσίες Ασφάλισης και Υπηρεσίες Υγείας.
2. Οι Υπηρεσίες Ασφάλισης είναι οι αναφερόμενες στο άρθρο 2 παρ.1 περ. α, β, γ, ε, στ, ζ και θ του Οργανισμού του Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. (π.δ. 266/1989 - Α΄ 127), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
3. Οι Υπηρεσίες Υγείας είναι αυτές που συστήνονται με το άρθρο 30 του παρόντος νόμου και οι αναφερόμενες στο άρθρο 2 παρ. 1 περ. η΄ του Οργανισμού του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. (π.δ. 266/1989 – A΄ 127), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
4. Η Γενική Διεύθυνση Οικονομοτεχνικών Υπηρεσιών, η Γενική Διεύθυνση Πληροφορικής, η Διεύθυνση Εκπαίδευσης και Ενημέρωσης της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικών Υπηρεσιών, η Διεύθυνση Γραμματείας, η Νομική Υπηρεσία, το Τμήμα Τύπου και το Τμήμα Επικοινωνίας και Δημοσίων Σχέσεων είναι υπηρεσίες κοινές και για τις Υπηρεσίες Ασφάλισης και για τις Υπηρεσίες Υγείας.
Άρθρο 16: Απασχόληση Συνταξιούχων
1. Το άρθρο 63 του ν.2676/1999 (Α΄ 1) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Οι συνταξιούχοι λόγω γήρατος φορέων κύριας ασφάλισης ή του Δημοσίου, καθώς και όσοι λαμβάνουν σύνταξη γήρατος με βάση τoν Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων ή με διατάξεις που παραπέμπουν σε αυτόν, που αναλαμβάνουν εργασία, υπόκεινται στους εξής περιορισμούς: α) Για όσους δεν έχουν συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας τους αναστέλλεται η καταβολή της σύνταξης ή των συντάξεων, κύριων και επικουρικών. β) Μετά τη συμπλήρωση του 55ου έτους, το ποσό της ακαθάριστης κύριας σύνταξης ή του αθροίσματος των ακαθάριστων κύριων συντάξεων, που υπερβαίνει τα τριάντα ημερομίσθια ανειδίκευτου εργάτη, όπως αυτά διαμορφώνονται κάθε φορά και ισχύουν την 31 Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους, καταβάλλεται μειωμένο κατά εβδομήντα τοις εκατό (70%). Για κάθε τέκνο που είναι ανήλικο ή σπουδάζει σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές και έως τη συμπλήρωση του 24ου έτους ή είναι ανίκανο για κάθε βιοποριστική εργασία, ο αριθμός των ανωτέρω ημερομισθίων προσαυξάνεται κατά έξι ημερομίσθια, όπως αυτά διαμορφώνονται κάθε φορά. Σε περίπτωση συρροής συντάξεων, η μείωση γίνεται στο ποσό της μεγαλύτερης κύριας σύνταξης και εφόσον αυτό δεν επαρκεί, το υπόλοιπο ποσό περικόπτεται από την αμέσως επόμενη ή επόμενες σε ύψος κύριες συντάξεις.
Ειδικότερα για τους δικαιούχους κατωτάτων ορίων συντάξεων η σύνταξή τους περιορίζεται στο οργανικό ποσό, όπως αυτό προκύπτει από τα ασφαλιστικά δεδομένα. Εάν το οργανικό ή τα οργανικά ποσά υπερβαίνουν τα προαναφερόμενα κατά περίπτωση ημερομίσθια ανειδίκευτου εργάτη, τότε τα ποσά αυτά περικόπτονται ως ανωτέρω. Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή και στα πρόσωπα της παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3833/2010 (Α΄ 40). Για τον απασχολούμενο συνταξιούχο καταβάλλονται οι προβλεπόμενες από τις οικείες διατάξεις για τους λοιπούς ασφαλισμένους εισφορές εργοδότη και ασφαλισμένου, οι οποίες βαρύνουν τον εργοδότη και τον ασφαλισμένο αντίστοιχα.
«1. Οι συνταξιούχοι λόγω γήρατος φορέων κύριας ασφάλισης ή του Δημοσίου, καθώς και όσοι λαμβάνουν σύνταξη γήρατος με βάση τoν Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων ή με διατάξεις που παραπέμπουν σε αυτόν, που αναλαμβάνουν εργασία, υπόκεινται στους εξής περιορισμούς: α) Για όσους δεν έχουν συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας τους αναστέλλεται η καταβολή της σύνταξης ή των συντάξεων, κύριων και επικουρικών. β) Μετά τη συμπλήρωση του 55ου έτους, το ποσό της ακαθάριστης κύριας σύνταξης ή του αθροίσματος των ακαθάριστων κύριων συντάξεων, που υπερβαίνει τα τριάντα ημερομίσθια ανειδίκευτου εργάτη, όπως αυτά διαμορφώνονται κάθε φορά και ισχύουν την 31 Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους, καταβάλλεται μειωμένο κατά εβδομήντα τοις εκατό (70%). Για κάθε τέκνο που είναι ανήλικο ή σπουδάζει σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές και έως τη συμπλήρωση του 24ου έτους ή είναι ανίκανο για κάθε βιοποριστική εργασία, ο αριθμός των ανωτέρω ημερομισθίων προσαυξάνεται κατά έξι ημερομίσθια, όπως αυτά διαμορφώνονται κάθε φορά. Σε περίπτωση συρροής συντάξεων, η μείωση γίνεται στο ποσό της μεγαλύτερης κύριας σύνταξης και εφόσον αυτό δεν επαρκεί, το υπόλοιπο ποσό περικόπτεται από την αμέσως επόμενη ή επόμενες σε ύψος κύριες συντάξεις.
Ειδικότερα για τους δικαιούχους κατωτάτων ορίων συντάξεων η σύνταξή τους περιορίζεται στο οργανικό ποσό, όπως αυτό προκύπτει από τα ασφαλιστικά δεδομένα. Εάν το οργανικό ή τα οργανικά ποσά υπερβαίνουν τα προαναφερόμενα κατά περίπτωση ημερομίσθια ανειδίκευτου εργάτη, τότε τα ποσά αυτά περικόπτονται ως ανωτέρω. Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή και στα πρόσωπα της παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3833/2010 (Α΄ 40). Για τον απασχολούμενο συνταξιούχο καταβάλλονται οι προβλεπόμενες από τις οικείες διατάξεις για τους λοιπούς ασφαλισμένους εισφορές εργοδότη και ασφαλισμένου, οι οποίες βαρύνουν τον εργοδότη και τον ασφαλισμένο αντίστοιχα.
2. Οι συνταξιούχοι της προηγούμενης παραγράφου, που ασκούν δραστηριότητα υπακτέα στην ασφάλιση του Οργανισμού Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών (Ο.Α.Ε.Ε.) και το Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Ε.Τ.Α.Α.), υπόκεινται στους εξής περιορισμούς: α) Για όσους δεν έχουν συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας τους αναστέλλεται η καταβολή της σύνταξης ή των συντάξεων, κύριων και επικουρικών. β) μετά τη συμπλήρωση του 55ου έτους της ηλικίας, υποχρεούνται να καταβάλουν τις προβλεπόμενες από τις οικείες διατάξεις εισφορές προσαυξημένες κατά πενήντα τοις εκατό (50%). Σε περίπτωση που το ποσό της κύριας ή των κύριων συντάξεων υπερβαίνει τα 60 ημερομίσθια ανειδίκευτου εργάτη, όπως διαμορφώνονται κάθε φορά και ισχύουν την 31 Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους, το ποσό που υπερβαίνει το ανωτέρω όριο περικόπτεται.
Για τους ανωτέρω συνταξιούχους, οι οποίοι υπάγονται στην ασφάλιση του Ε.Τ.Α.Α., καταβάλλονται οι προβλεπόμενες για τους από 1.1.1993 ασφαλισμένους εισφορές, εργοδότη και ασφαλισμένου. Από την καταβολή προσαυξημένων ασφαλιστικών εισφορών εξαιρούνται οι ανωτέρω συνταξιούχοι, οι οποίοι λόγω απασχόλησης υπάγονταν σε περισσότερους τους ενός ασφαλιστικούς φορείς ή το Δημόσιο, και οι οποίοι μετά τη συνταξιοδότησή τους από ένα εκ των ανωτέρω φορέων, συνεχίζουν για την ίδια απασχόληση υποχρεωτικά την ασφάλισή τους στον οικείο Τομέα ασφάλισης.
Για τους ανωτέρω συνταξιούχους, οι οποίοι υπάγονται στην ασφάλιση του Ε.Τ.Α.Α., καταβάλλονται οι προβλεπόμενες για τους από 1.1.1993 ασφαλισμένους εισφορές, εργοδότη και ασφαλισμένου. Από την καταβολή προσαυξημένων ασφαλιστικών εισφορών εξαιρούνται οι ανωτέρω συνταξιούχοι, οι οποίοι λόγω απασχόλησης υπάγονταν σε περισσότερους τους ενός ασφαλιστικούς φορείς ή το Δημόσιο, και οι οποίοι μετά τη συνταξιοδότησή τους από ένα εκ των ανωτέρω φορέων, συνεχίζουν για την ίδια απασχόληση υποχρεωτικά την ασφάλισή τους στον οικείο Τομέα ασφάλισης.
3. Ο συνταξιούχος που αναλαμβάνει εργασία ή αυτοαπασχολείται μπορεί να χρησιμοποιήσει το χρόνο ασφάλισης κατά το διάστημα της αναστολής, ή περικοπής της σύνταξης, ή της καταβολής προσαυξημένων ή μη ασφαλιστικών εισφορών, για την προσαύξηση της σύνταξης από τον φορέα που συνταξιοδοτείται, ή για τη θεμελίωση νέου συνταξιοδοτικού δικαιώματος από άλλο φορέα, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις περί διπλοσυνταξιούχων. Σε περίπτωση αξιοποίησης του χρόνου στον φορέα από τον οποίο συνταξιοδοτείται, ο υπολογισμός για την προσαύξηση της ήδη καταβαλλόμενης σύνταξης γίνεται με ποσοστό 1,714% επί των συντάξιμων αποδοχών, οι οποίες δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερες του 25πλάσιου του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη, ή επί των ασφαλιστικών κατηγοριών, για κάθε έτος συντάξιμης υπηρεσίας ή 300 ημέρες εργασίας. Ο Οργανισμός ή ο Τομέας στον οποίο ασφαλίστηκε ο συνταξιούχος, συμμετέχει στη δαπάνη συνταξιοδότησης και για τον διακανονισμό εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 2 του ν.3232/2004 (Α΄ 48).
4. Εάν οι συνταξιούχοι αναπηρίας φορέων κύριας ασφάλισης, καθώς και όσοι λαμβάνουν σύνταξη αναπηρίας με βάση τoν Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων ή με διατάξεις που παραπέμπουν σε αυτόν, αναλάβουν εργασία ή αυτοαπασχολούνται, και κερδίζουν, ανάλογα με το βαθμό της αναπηρίας τους, περισσότερα από όσα κερδίζει υγιής απασχολούμενος, σύμφωνα με τους γενικούς όρους αμοιβής, διακόπτεται η σύνταξή τους ή οι συντάξεις τους, κύριες και επικουρικές.
5. Οι συνταξιούχοι των παρ. 1, 2 και 4 του παρόντος υποχρεούνται, πριν αναλάβουν εργασία ή αυτοαπασχοληθούν, να δηλώσουν τούτο στον φορέα ή στους φορείς από τους οποίους συνταξιοδοτούνται για κύρια σύνταξη. Στους φορείς επικουρικής ασφάλισης υποβάλλεται σχετική δήλωση από τους συνταξιούχους αναπηρίας, καθώς και από τους συνταξιούχους γήρατος, εφόσον οι τελευταίοι δεν έχουν συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας. Παράλειψη της δηλώσεως συνεπάγεται καταλογισμό σε βάρος του συνταξιούχου του ποσού των συντάξεων που έλαβε κατά το χρονικό διάστημα της εργασίας του ή κατά το διάστημα που αυτοαπασχολείτο, και πρόστιμο επί του καταλογισθέντος ποσού ίσο με το νόμιμο τόκο υπερημερίας.
6. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν έχουν εφαρμογή :
α) στον επιζώντα των συζύγων,
β) στους συνταξιούχους του ΟΓΑ,
γ) στους πολύτεκνους των οποίων το ένα τουλάχιστον των τέκνων είναι ανήλικο ή σπουδάζει σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές και έως τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας του ή είναι ανίκανο για κάθε βιοποριστική εργασία,
δ) στις εξ ιδίου δικαιώματος πολεμικές συντάξεις, στις συντάξεις που καταβάλλονται με βάση τις διατάξεις των νόμων 1897/1990 και 1977/1991,
ε) στα πρόσωπα για τα οποία ισχύουν οι διατάξεις των Καν. (ΕΟΚ) 1408/71 και 574/72 καθώς και των διμερών συμβάσεων κοινωνικής ασφάλειας.
α) στον επιζώντα των συζύγων,
β) στους συνταξιούχους του ΟΓΑ,
γ) στους πολύτεκνους των οποίων το ένα τουλάχιστον των τέκνων είναι ανήλικο ή σπουδάζει σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές και έως τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας του ή είναι ανίκανο για κάθε βιοποριστική εργασία,
δ) στις εξ ιδίου δικαιώματος πολεμικές συντάξεις, στις συντάξεις που καταβάλλονται με βάση τις διατάξεις των νόμων 1897/1990 και 1977/1991,
ε) στα πρόσωπα για τα οποία ισχύουν οι διατάξεις των Καν. (ΕΟΚ) 1408/71 και 574/72 καθώς και των διμερών συμβάσεων κοινωνικής ασφάλειας.
7. Κάθε διάταξη που ρυθμίζει διαφορετικά το θέμα καταργείται, εκτός των διατάξεων του εδαφίου α΄ της παρ. 14 του άρθρου 8 του ν.2592/1998 και αυτών που προβλέπουν διακοπή ή αναστολή της καταβολής της σύνταξης σε περίπτωση απασχόλησης του συνταξιούχου σε εργασία υπαγόμενη στην ασφάλιση του φορέα ή Τομέα από τον οποίο συνταξιοδοτείται.
8. Με κοινή απόφαση των συναρμοδίων Υπουργών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δύναται να τροποποιείται το ποσό της περιπτώσεως β της παρ. 1 και 2 του άρθρου αυτού, καθώς και το ύψος του προστίμου της παρ. 5 του παρόντος».
2. Οι ανωτέρω ρυθμίσεις ισχύουν για όσους συνταξιούχους αναλάβουν εργασία ή αυτοαπασχολούνται ή διοριστούν σε θέσεις της παρ. 2 του άρθρου 2 του ν.3833/2010 (Α΄ 40), από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και εφεξής. Όσοι συνταξιούχοι έχουν ήδη αναλάβει εργασία ή αυτοαπασχολούνται ή έχουν διοριστεί σε θέσεις της παρ. 2 του άρθρου 2 του ν.3833/2010 (Α΄ 40), και έως την ισχύ του παρόντος νόμου δεν καταλαμβάνονταν από τις διατάξεις του άρθρου 63 του ν.2676/1999 (Α΄ 1), όπως ίσχυαν έως την αντικατάστασή του με το παρόν άρθρο, οι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται από 1.1.2012. Οι διατάξεις του άρθρου 63 του ν.2676/1999 (Α΄ 1), όπως αυτό ίσχυε έως την αντικατάστασή του με το παρόν, εξακολουθούν να ισχύουν έως 31.12.2011 για όσους συνταξιούχους είχαν ήδη υπαχθεί σε αυτές έως την ισχύ του παρόντος. Από 1.1.2012 εφαρμόζονται και στην περίπτωση αυτή οι διατάξεις του παρόντος άρθρου, καταργουμένης κάθε αντίθετης διάταξης.
2. Οι ανωτέρω ρυθμίσεις ισχύουν για όσους συνταξιούχους αναλάβουν εργασία ή αυτοαπασχολούνται ή διοριστούν σε θέσεις της παρ. 2 του άρθρου 2 του ν.3833/2010 (Α΄ 40), από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και εφεξής. Όσοι συνταξιούχοι έχουν ήδη αναλάβει εργασία ή αυτοαπασχολούνται ή έχουν διοριστεί σε θέσεις της παρ. 2 του άρθρου 2 του ν.3833/2010 (Α΄ 40), και έως την ισχύ του παρόντος νόμου δεν καταλαμβάνονταν από τις διατάξεις του άρθρου 63 του ν.2676/1999 (Α΄ 1), όπως ίσχυαν έως την αντικατάστασή του με το παρόν άρθρο, οι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται από 1.1.2012. Οι διατάξεις του άρθρου 63 του ν.2676/1999 (Α΄ 1), όπως αυτό ίσχυε έως την αντικατάστασή του με το παρόν, εξακολουθούν να ισχύουν έως 31.12.2011 για όσους συνταξιούχους είχαν ήδη υπαχθεί σε αυτές έως την ισχύ του παρόντος. Από 1.1.2012 εφαρμόζονται και στην περίπτωση αυτή οι διατάξεις του παρόντος άρθρου, καταργουμένης κάθε αντίθετης διάταξης.
Άρθρο 61: Λοιπές διατάξεις
- 1. Με την απόφαση παροχής διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής αναστέλλεται ο χρόνος παραγραφής των οφειλών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 87 του ν.2362/1995 (Α΄ 247), που αναλογικά εφαρμόζεται στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και ΕΤΕΑΜ κατά τις διατάξεις της παρ. 8 του άρθρου 2 του ν. 2556/1997 (Α΄ 270), καθώς και στο άρθρο 137 του ν. 3655/2008 (Α΄ 58) προκειμένου για τους λοιπούς Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης.
- 2. Οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 31 του ν. 2972/2001 (Α΄ 291), περί διαγραφής οφειλομένων προς το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ εισφορών εφαρμόζονται και στους λοιπούς Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης.
Άρθρο 17: Πίνακας Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων
1. Ο πίνακας των Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων καταρτίζεται για όλους τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης και το Δημόσιο με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ύστερα από γνώμη της προβλεπόμενης από την παρ. 1 του άρθρου 20 του ν.3790/2009 (Α΄ 143), Διαρκούς Επιτροπής Κρίσεως Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων και γνωμοδότηση του Συμβουλίου Κοινωνικής Ασφάλισης (Σ.Κ.Α.). Ο νέος πίνακας Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων θα ισχύσει για όσους ασφαλίζονται για πρώτη φορά από 1.7.2011.
2. Ο πίνακας αυτός μπορεί να τροποποιείται ή να συμπληρώνεται με την ίδια διαδικασία, σε χρονικά διαστήματα μεγαλύτερα των τριών (3) ετών από τη δημοσίευση της Υπουργικής Απόφασης της πρώτης παραγράφου.
2. Ο πίνακας αυτός μπορεί να τροποποιείται ή να συμπληρώνεται με την ίδια διαδικασία, σε χρονικά διαστήματα μεγαλύτερα των τριών (3) ετών από τη δημοσίευση της Υπουργικής Απόφασης της πρώτης παραγράφου.
Άρθρο 44: Οικονομική οργάνωση Φ.Κ.Α
1. Κατά τη διαδικασία έγκρισης των προϋπολογισμών των φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης από τη Γενική Γραμματεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων δύναται:
α) Να διορθώνονται τυχόν αθροιστικά λάθη που διαπιστώνονται στον προϋπολογισμό
β) Να εγγράφονται έσοδα που προβλέπονται από διατάξεις νόμου και έχουν παραληφθεί ή να διορθώνονται, εφόσον έχουν υπολογιστεί με λανθασμένο τρόπο
γ)Να αυξάνονται ή να μειώνονται κατά περίπτωση πιστώσεις που αφορούν σε δαπάνες που προβλέπονται από διατάξεις και έχουν υπολογιστεί με τρόπο λανθασμένο
δ) Να διαγράφονται πιστώσεις στο σκέλος των εσόδων ή των εξόδων του προϋπολογισμού, εφόσον έχουν εγγραφεί χωρίς να προβλέπονται από τις ισχύουσες ειδικές ή γενικές διατάξεις.
2. Ο Τομέας Επικουρικής Ασφάλισης Ελληνικής Χωροφυλακής (ΤΕΑΕΧ) του Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης και Πρόνοιας Απασχολούμενων στα Σώματα Ασφαλείας (ΤΕΑΠΑΣΑ) δύναται να συστήσει νέο έντοκο λογαριασμό διαθεσίμων στην Τράπεζα της Ελλάδος, στον οποίο θα μεταφέρονται ανά δεκαπενθήμερο, τα κατατιθέμενα στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ποσά, που προέρχονται από το ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) επί του αντιτίμου του εισιτηρίου των αγώνων ποδοσφαίρου, καλαθοσφαίρισης, πετοσφαίρισης, υδατοσφαίρισης και χειροσφαίρισης. Τα ανωτέρω ποσά αποτελούν κοινό πόρο των τομέων Επικουρικής Ασφάλισης Ελληνικής Χωροφυλακής (ΤΕΑΕΧ) και Επικουρικής Ασφάλισης Υπαλλήλων Αστυνομίας Πόλεων (ΤΕΑΥΑΠ) του Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης και Πρόνοιας Απασχολούμενων στα Σώματα Ασφαλείας (ΤΕΑΠΑΣΑ), το οποίο κατανέμεται αντίστοιχα σε ποσοστό εξήντα οχτώ τοις εκατό (68%) και τριάντα δύο τοις εκατό (32%), στη λήξη κάθε οικονομικού έτους.
Άρθρο 62: Έναρξη καταβολής σύνταξης σε οφειλέτη
- 1. Όπου από τις κείμενες διατάξεις κάθε ασφαλιστικού οργανισμού ορίζεται ως προϋπόθεση για την έναρξη καταβολής σύνταξης η προηγούμενη εξόφληση των οφειλών, σε περίπτωση υπαγωγής του οφειλέτη στον παρόντα διακανονισμό, η ως άνω προϋπόθεση εξακολουθεί να ισχύει και η σύνταξη καταβάλλεται από την 1η του επόμενου μήνα της εξόφλησης.
- 2. Η σύνταξη καταβάλλεται από την ημερομηνία, που ορίζουν οι καταστατικές διατάξεις του ασφαλιστικού φορέα, αν το οφειλόμενο ποσό δεν είναι μεγαλύτερο των είκοσι (20) μηνιαίων συντάξεων κατώτατων ορίων, όπως αυτά ισχύουν κάθε φορά για καθέναν ασφαλιστικό οργανισμό.
- 3. Τα ανωτέρω ποσά οφειλής προσαυξημένα με τα πρόσθετα τέλη συμψηφίζονται ή παρακρατούνται από τα ποσά των συντάξεων, σε ίσες μηνιαίες δόσεις, που δεν μπορεί να είναι περισσότερες από σαράντα (40). Η 1η δόση παρακρατείται από τον πρώτο μήνα που απονεμήθηκε η σύνταξη.
Άρθρο 18: Παράλληλη Ασφάλιση για ασφαλισμένους πριν 1.1.1993
1.Στην ασφάλιση του Κλάδου κύριας σύνταξης του ΙΚΑ- ΕΤΑΜ υπάγονται υποχρεωτικά και αυτοδίκαια οι δημόσιοι, δημοτικοί και κοινοτικοί υπάλληλοι που έχουν ασφαλισθεί σε οποιοδήποτε ασφαλιστικό φορέα έως 31.12.1992, οι οποίοι απασχολούνται σε εργασία ασφαλιστέα κατά την κείμενη νομοθεσία στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ κατά το ίδιο χρονικό διάστημα που λογίζεται συντάξιμο σύμφωνα με τη νομοθεσία του δημοσίου .
Οι διατάξεις της παρ.1 του άρθρου 3 του α.ν. 1846/1951 (Α΄ 179) καταργούνται από την έναρξη ισχύος του παρόντος.
2. Η διάταξη που προστέθηκε με το άρθρο 40 του ν. 1469/1984 (Α' 111) στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 1296/1982 (Α΄ 128) καταργείται, υπαγόμενων των προσώπων αυτών από την έναρξη ισχύος της παρούσας στην ασφάλιση του κλάδου κύριας σύνταξης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.
Τυχόν προγενέστερη της έναρξης ισχύος της παρούσας ασφάλιση των προσώπων των παρ.1 και 2 στο ΙΚΑ- ΕΤΑΜ θεωρείται ισχυρή.
3. Όσοι ασφαλίσθηκαν σε οποιονδήποτε φορέα κύριας ασφάλισης πριν την 1.1.1993 και είναι σήμερα ασφαλισμένοι στον κλάδο κύριας ασφάλισης του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (ΕΤΑΑ), υπάγονται υποχρεωτικά στην ασφάλιση του Οργανισμού Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών (ΟΑΕΕ), εφόσον ασκούν δραστηριότητα που υπάγεται στην ασφάλιση του Οργανισμού. Η ισχύς της διάταξης αυτής αρχίζει από τον επόμενο μήνα της δημοσίευσης στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Κάθε αντίθετη διάταξη καταργείται.
Οι διατάξεις της παρ.1 του άρθρου 3 του α.ν. 1846/1951 (Α΄ 179) καταργούνται από την έναρξη ισχύος του παρόντος.
2. Η διάταξη που προστέθηκε με το άρθρο 40 του ν. 1469/1984 (Α' 111) στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 1296/1982 (Α΄ 128) καταργείται, υπαγόμενων των προσώπων αυτών από την έναρξη ισχύος της παρούσας στην ασφάλιση του κλάδου κύριας σύνταξης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.
Τυχόν προγενέστερη της έναρξης ισχύος της παρούσας ασφάλιση των προσώπων των παρ.1 και 2 στο ΙΚΑ- ΕΤΑΜ θεωρείται ισχυρή.
3. Όσοι ασφαλίσθηκαν σε οποιονδήποτε φορέα κύριας ασφάλισης πριν την 1.1.1993 και είναι σήμερα ασφαλισμένοι στον κλάδο κύριας ασφάλισης του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (ΕΤΑΑ), υπάγονται υποχρεωτικά στην ασφάλιση του Οργανισμού Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών (ΟΑΕΕ), εφόσον ασκούν δραστηριότητα που υπάγεται στην ασφάλιση του Οργανισμού. Η ισχύς της διάταξης αυτής αρχίζει από τον επόμενο μήνα της δημοσίευσης στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Κάθε αντίθετη διάταξη καταργείται.
Άρθρο 30: Οργανωτική διάρθρωση των Κεντρικών Υπηρεσιών Υγείας
1. Στις Κεντρικές Υπηρεσίες Υγείας του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. συστήνονται: α) Γενική Διεύθυνση Σχεδιασμού και Ανάπτυξης Υπηρεσιών Υγείας και β) Γενική Διεύθυνση Διαχείρισης Υπηρεσιών, Αξιολόγησης και Ελέγχου Δαπανών Υγείας, καταργούμενης της Γενικής Διεύθυνσης Υπηρεσιών Υγείας του Ιδρύματος του άρθρου 2 παρ. 1 περ. δ΄ του π.δ. 266/1989 (Α΄ 127), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του π.δ. 363/1992 (Α΄184).
2. Η Γενική Διεύθυνση Σχεδιασμού και Ανάπτυξης Υπηρεσιών Υγείας συγκροτείται από τις παρακάτω υπηρεσίες:
α) Διεύθυνση Οργάνωσης - Αξιολόγησης-Μελετών και Εφαρμογών, αποτελούμενη από τα εξής Τμήματα: Τμήμα Οργάνωσης Τμήμα Μελετών και Παρακολούθησης Ποιότητας Υπηρεσιών Τμήμα Αξιολόγησης και Παρακολούθησης Εφαρμογών
β) Διεύθυνση Διαχείρισης Ανθρώπινων Πόρων, αποτελούμενη από τα εξής Τμήματα: Τμήμα Διαχείρισης Ανθρώπινων Πόρων Ιατρικού Προσωπικού Τμήμα Διαχείρισης Ανθρώπινων Πόρων Νοσηλευτικού και Λοιπού Υγειονομικού Προσωπικού Τμήμα Μητρώου Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων Τμήμα Πειθαρχικών Υποθέσεων
γ) Διεύθυνση Βιοϊατρικής Τεχνολογίας, αποτελούμενη από τα εξής Τμήματα: Τμήμα Προγραμματισμού και Εφαρμογών Τμήμα Οργάνωσης και Παρακολούθησης Εξοπλισμού Τμήμα Συντήρησης Ιατρικών Μηχανημάτων
δ) Διεύθυνση Αναπηρίας και Ιατρικής της Εργασίας, αποτελούμενη από τα εξής Τμήματα: Τμήμα Αναπηρίας Τμήμα Α΄ Προγραμματισμού Ειδικού Σώματος Τμήμα Β΄ Προγραμματισμού Ειδικού Σώματος Τμήμα Ιατρικής της Εργασίας Τμήμα Αποκατάστασης Το Τμήμα Β΄ Προγραμματισμού Ειδικού Σώματος εδρεύει στη πόλη της Θεσσαλονίκης και λειτουργεί ως αποκεντρωμένη υπηρεσία της Διεύθυνσης. Από την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας της Διεύθυνσης Αναπηρίας και Ιατρικής της Εργασίας καταργούνται οι προβλεπόμενες από το π.δ. 266/1989 (Α΄ 127), όπως τροποποιήθηκε με το π.δ. 363/1992 (Α΄ 184), περιφερειακές υπηρεσίες α) Υπηρεσία Υγειονομικών Επιτροπών Αναπηρίας Αθήνας και β) Υπηρεσία Υγειονομικών Επιτροπών Αναπηρίας Θεσσαλονίκης.
3. Η Γενική Διεύθυνση Διαχείρισης Υπηρεσιών, Αξιολόγησης και Ελέγχου Δαπανών Υγείας συγκροτείται από τις παρακάτω υπηρεσίες:
α) Διεύθυνση Ανάλυσης, Αξιολόγησης και Ελέγχου Δαπανών Υγείας, με αρμοδιότητες την ανάλυση, αξιολόγηση και κοστολόγηση κάθε νέας παροχής υγείας που υιοθετείται από το Ίδρυμα καθώς και την παρακολούθηση και τον έλεγχο όλων των δαπανών υγείας στο πλαίσιο του προϋπολογισμού του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. αποτελούμενη από τα εξής Τμήματα: Τμήμα Παρακολούθησης Δαπανών Υγείας Τμήμα Ελέγχου Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Περίθαλψης Τμήμα Ελέγχου Φαρμακευτικής και Πρόσθετης Περίθαλψης
β) Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, αποτελούμενη από τα εξής Τμήματα: Τμήμα Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υπηρεσιών Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Τμήμα Οδοντιατρικής Περίθαλψης Τμήμα Εξωτερικών Προμηθευτών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Τμήμα Ιατρικής Φυσικής
γ) Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Φροντίδας Υγείας, αποτελούμενη από τα εξής Τμήματα: Τμήμα Δευτεροβάθμιας Φροντίδας Υπηρεσιών Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Τμήμα Εξωτερικών Προμηθευτών Δευτεροβάθμιας Φροντίδας Η Διεύθυνση αναδιαρθρώνεται με την πλήρη υπαγωγή των νοσοκομείων στο ΕΣΥ.
δ) Διεύθυνση Προληπτικής Ιατρικής, αποτελούμενη από τα εξής Τμήματα: Τμήμα Προληπτικής Ιατρικής Τμήμα Προληπτικής Οδοντιατρικής Τμήμα Δευτερογενούς Πρόληψης Τμήμα Κοινωνικής Μέριμνας και Λοιπών Μορφών Φροντίδας
ε) Διεύθυνση Φαρμακευτική, αποτελούμενη από τα εξής Τμήματα: Τμήμα Φαρμακευτικής Αντίληψης Τμήμα Συνταγογραφίας και Φαρμακευτικής Ενημέρωσης Τμήμα Κεντρικού Φαρμακείου Τμήμα Κεντρικής Μονάδας Επεξεργασίας Συνταγών (Κ.Μ.Ε.Σ.) Τμήμα Γραμματείας Οι αρμοδιότητες των Κεντρικών Υπηρεσιών Υγείας που συστήνονται με το παρόν άρθρο, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την οργάνωση και λειτουργία τους, καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, που εκδίδεται μετά από πρόταση του Δ.Σ. του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. H ημερομηνία έναρξης λειτουργίας τους καθορίζεται με απόφαση του Διοικητή Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.
4. Στη Γενική Διεύθυνση Σχεδιασμού και Ανάπτυξης Υπηρεσιών Υγείας προΐσταται υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Ιατρών ή ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού με ειδίκευση στη Διαχείριση Υπηρεσιών Υγείας. Στις Διευθύνσεις που συγκροτούν τη Γενική Διεύθυνση και στα Τμήματα αυτών προΐστανται:
α) Στη Διεύθυνση Οργάνωσης–Αξιολόγησης–Μελετών και Εφαρμογών, υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού. Στα Τμήματα της Διεύθυνσης, υπάλληλοι των κλάδων ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού ή ΤΕ Διοικητικού-Λογιστικού και ελλείψει αυτών ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων.
β) Στη Διεύθυνση Διαχείρισης Ανθρώπινων Πόρων, υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού. Στα Τμήματα της Διεύθυνσης, υπάλληλοι των κλάδων ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού ή ΤΕ Διοικητικού-Λογιστικού και ελλείψει αυτών ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων.
γ) Στη Διεύθυνση Βιοϊατρικής Τεχνολογίας, υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Ιατρών με εξειδίκευση στο αντικείμενο. Στα Τμήματα Προγραμματισμού και Εφαρμογών και Οργάνωσης και Παρακολούθησης Εξοπλισμού της Διεύθυνσης, υπάλληλοι των κλάδων ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού ή ΠΕ Μηχανικών. Στο Τμήμα Συντήρησης Ιατρικών Μηχανημάτων, υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Μηχανικών με εξειδίκευση στη Βιοϊατρική Τεχνολογία ή ΤΕ Μηχανικών, ειδικότητας ιατρικών εφαρμογών.
δ) Στη Διεύθυνση Αναπηρίας και Ιατρικής της Εργασίας, υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Ιατρών. Στο Τμήμα Αναπηρίας, υπάλληλος του Κλάδου ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού ή ΤΕ Διοικητικού-Λογιστικού και ελλείψει αυτού ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων. Στα Τμήματα Α΄ Προγραμματισμού Ειδικού Σώματος, Β΄ Προγραμματισμού Ειδικού Σώματος και στο Τμήμα Ιατρικής της Εργασίας, υπάλληλοι του Κλάδου ΠΕ Ιατρών. Ειδικότερα για το Τμήμα Ιατρικής της Εργασίας απαιτείται ο ιατρός να κατέχει την ειδικότητα της ιατρικής της εργασίας. Στο Τμήμα Αποκατάστασης, υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Ιατρών ή υπάλληλος του Κλάδου ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού ή ΤΕ Διοικητικού-Λογιστικού και ελλείψει αυτού, ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων.
5. Στη Γενική Διεύθυνση Διαχείρισης Υπηρεσιών, Αξιολόγησης και Ελέγχου Δαπανών Υγείας προΐσταται υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Ιατρών. Στις Διευθύνσεις που συγκροτούν τη Γενική Διεύθυνση και στα Τμήματα αυτών προΐστανται:
α) Στη Διεύθυνση Ανάλυσης, Αξιολόγησης και Ελέγχου Δαπανών Υγείας, υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού με ειδικότητα Οικονομολόγου. Στα Τμήματα της Διεύθυνσης, υπάλληλοι του κλάδου ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού ή ΤΕ Διοικητικού-Λογιστικού.
β) Στη Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Ιατρών ή ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού. Στα Τμήματα Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υπηρεσιών ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και Εξωτερικών Προμηθευτών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας, υπάλληλοι των κλάδων ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού ή ΤΕ Διοικητικού-Λογιστικού και ελλείψει αυτών ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων. Στο Τμήμα Οδοντιατρικής Περίθαλψης, υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Οδοντιάτρων. Στο Τμήμα Ιατρικής Φυσικής, υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Φυσικών Ιατρικής-Ακτινοφυσικών.
γ) Στη Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Φροντίδας Υγείας, υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Ιατρών ή ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού. Στα Τμήματα της Διεύθυνσης, υπάλληλοι των κλάδων ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού ή ΤΕ Διοικητικού-Λογιστικού και ελλείψει αυτών ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων.
δ) Στη Διεύθυνση Προληπτικής Ιατρικής, υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Ιατρών. Στα Τμήματα Προληπτικής Ιατρικής και Δευτερογενούς Πρόληψης, υπάλληλοι του κλάδου ΤΕ Επισκεπτών Υγείας. Στο Τμήμα Προληπτικής Οδοντιατρικής, υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Οδοντιάτρων. Στο Τμήμα Κοινωνικής Μέριμνας και λοιπών Μορφών Φροντίδας, υπάλληλος του Κλάδου ΠΕ Ψυχολόγων και Κοινωνικής Εργασίας ειδικότητας Κοινωνικής Εργασίας ή υπάλληλος του Κλάδου ΤΕ Κοινωνικής Εργασίας ή υπάλληλος του Κλάδου ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού ή ΤΕ Διοικητικού-Λογιστικού και ελλείψει αυτού ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων.
ε) Στη Διεύθυνση Φαρμακευτική και στα Τμήματά της, υπάλληλοι του κλάδου ΠΕ Φαρμακοποιών.
6. Οι διατάξεις του άρθρου 29 και του παρόντος αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του Οργανισμού του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ (π.δ. 266/1898 - Α΄127), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, και τροποποιούνται εφεξής με τη διαδικασία που ισχύει για την τροποποίηση του Οργανισμού του Ιδρύματος.
7. Η παρ. 4 του άρθρου 20 του ν. 2503/1997 (Α΄ 107) συμπληρώνεται ως ακολούθως: «Για το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ο Οργανισμός του τροποποιείται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από πρόταση του Δ.Σ. του Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ.»
Άρθρο 19: Ρυθμίσεις Ο.Γ.Α.
1.Από 1.1.2011 η εισφορά του ασφαλισμένου για τον κλάδο Υγείας του ΟΓΑ ορίζεται σε ποσοστό 2,5% επί του ποσού των ασφαλιστικών κατηγοριών στις οποίες έχουν καταταγεί οι ασφαλισμένοι. Από την ίδια ημερομηνία καταργούνται οι διατάξεις της παρ.5 του άρθρου 17 του ν.3144/2003 (Α 111).
2. Η παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 2458/1997 (Α΄ 15), όπως έχει τροποποιηθεί με την παρ. 2 του άρθρου 67 του ν. 2676/1999 (Α΄ 1), αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Τα ποσά των ασφαλιστικών κατηγοριών της παρ. 2 του άρθρου 12 του ν.2458/1997 (Α΄15), όπως έχουν διαμορφωθεί και ισχύουν σήμερα αναπροσαρμόζονται με Απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ύστερα από γνώμη του Δ.Σ. του ΟΓΑ.»
3. Η προβλεπόμενη από τις διατάξεις της παρ. 8α του άρθρου 7 του ν. 3232/2004 (Α΄ 48), αναπροσαρμογή των ποσών των μηνιαίων βασικών συντάξεων του ΟΓΑ (ν.4169/1961 Α΄ 81), όπως διαμορφώθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 38 του ν.3522/2006 (Α΄ 276), ορίζεται από 1ης Οκτωβρίου 2009 σε τριάντα (30) ευρώ.
4. Η παρ. 1 του άρθρου 15 του ν. 2458/1997 (Α΄ 15), όπως τροποποιήθηκε με τη παρ. 4β του άρθρου 7 του ν. 3050/2002 (Α΄ 214), αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Πρόσωπα υπαγόμενα στην ασφάλιση του Κλάδου υποχρεούνται να προσκομίζουν βεβαίωση του ΟΓΑ περί εξοφλήσεως των ληξιπρόθεσμων οφειλών τους από ασφαλιστικές εισφορές προς τον Κλάδο, προκειμένου να τύχουν αποζημιώσεως γεωργικής παραγωγής από τον Οργανισμό Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΕΛ.Γ.Α.) ή δανειοδοτήσεως από τραπεζικά ιδρύματα ή επιχορηγήσεως ή επιδοτήσεως από το Ελληνικό Δημόσιο ή την Ευρωπαϊκή Ένωση, σχετικά με την επαγγελματική τους δραστηριότητα για την οποία ασφαλίζονται στον Κλάδο.»
5. Η παρ. 4 του άρθρου 15 του ν. 2458/1997 (Α΄ 15), όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 4γ του άρθρου 7 του ν. 3050/2002 (Α΄ 214), αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Στις περιπτώσεις αποζημίωσης ή δανειοδότησης ή επιχορήγησης ή επιδότησης της παραγράφου 2 είναι δυνατή η μη προσκόμιση βεβαίωσης εξοφλήσεως των οφειλών του Κλάδου, εφόσον από τα αντίστοιχα ποσά παρακρατείται το σύνολο των οφειλών αυτών και αποδίδεται στον ΟΓΑ.».
2. Η παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 2458/1997 (Α΄ 15), όπως έχει τροποποιηθεί με την παρ. 2 του άρθρου 67 του ν. 2676/1999 (Α΄ 1), αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Τα ποσά των ασφαλιστικών κατηγοριών της παρ. 2 του άρθρου 12 του ν.2458/1997 (Α΄15), όπως έχουν διαμορφωθεί και ισχύουν σήμερα αναπροσαρμόζονται με Απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ύστερα από γνώμη του Δ.Σ. του ΟΓΑ.»
3. Η προβλεπόμενη από τις διατάξεις της παρ. 8α του άρθρου 7 του ν. 3232/2004 (Α΄ 48), αναπροσαρμογή των ποσών των μηνιαίων βασικών συντάξεων του ΟΓΑ (ν.4169/1961 Α΄ 81), όπως διαμορφώθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 38 του ν.3522/2006 (Α΄ 276), ορίζεται από 1ης Οκτωβρίου 2009 σε τριάντα (30) ευρώ.
4. Η παρ. 1 του άρθρου 15 του ν. 2458/1997 (Α΄ 15), όπως τροποποιήθηκε με τη παρ. 4β του άρθρου 7 του ν. 3050/2002 (Α΄ 214), αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Πρόσωπα υπαγόμενα στην ασφάλιση του Κλάδου υποχρεούνται να προσκομίζουν βεβαίωση του ΟΓΑ περί εξοφλήσεως των ληξιπρόθεσμων οφειλών τους από ασφαλιστικές εισφορές προς τον Κλάδο, προκειμένου να τύχουν αποζημιώσεως γεωργικής παραγωγής από τον Οργανισμό Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΕΛ.Γ.Α.) ή δανειοδοτήσεως από τραπεζικά ιδρύματα ή επιχορηγήσεως ή επιδοτήσεως από το Ελληνικό Δημόσιο ή την Ευρωπαϊκή Ένωση, σχετικά με την επαγγελματική τους δραστηριότητα για την οποία ασφαλίζονται στον Κλάδο.»
5. Η παρ. 4 του άρθρου 15 του ν. 2458/1997 (Α΄ 15), όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 4γ του άρθρου 7 του ν. 3050/2002 (Α΄ 214), αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Στις περιπτώσεις αποζημίωσης ή δανειοδότησης ή επιχορήγησης ή επιδότησης της παραγράφου 2 είναι δυνατή η μη προσκόμιση βεβαίωσης εξοφλήσεως των οφειλών του Κλάδου, εφόσον από τα αντίστοιχα ποσά παρακρατείται το σύνολο των οφειλών αυτών και αποδίδεται στον ΟΓΑ.».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.