του Γ. Κουζή
Η άποψη κατά της αναγκαιότητας των συνδικάτων, ενός θεσμού μη συμβατού με τη «μεταβιομηχανική» εποχή που διανύουμε, και μάλιστα με το επιχείρημα του αντιπαραγωγικού χαρακτήρα τους, δεν είναι καινούργια.
Τα πρώτα χρόνια της εμφάνισής τους και για πολλές δεκαετίες πριν από την αναγνώριση του συνδικαλιστικού δικαιώματος η βίαιη καταστολή της συνδικαλιστικής και της απεργιακής δράσης έχει ως βάση το επιχείρημα της παρεμπόδισης της ελευθερίας του επιχειρείν. Ωστόσο τα συνδικάτα, ως δυναμικές συλλογικές εκφράσεις της μισθωτής εργασίας, δημιουργούνται ως απάντηση απέναντι στην καπιταλιστική εκμετάλλευση και στην εργοδοτική αυθαιρεσία, φαινόμενα που αποδεικνύουν επίμονα τη διαχρονικότητά τους.
Κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες αναπτύσσονται και κυριαρχούν οι νεοφιλελεύθερες δοξασίες, που εκδηλώνουν την επιθετικότερη έκφραση του κεφαλαίου απέναντι στην εργασία, διεκδικώντας τη δική του ιστορική ρεβάνς για όλες τις παραχωρήσεις στις οποίες είχε προβεί κατά το παρελθόν για την αποφυγή εξελίξεων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν και σε κοινωνικές ανατροπές. Τώρα όμως που η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων ανακηρύσσεται σε υπέρτατη αξία και μεταφράζεται, κυρίως, με μείωση και συμπίεση του εργασιακού κόστους, το εργατικό δίκαιο βρίσκεται στο στόχαστρο με την εντολή του «εκσυγχρονισμού» που οδηγεί στην απορρύθμισή του, ενώ η πρόσφατη κρίση αποτελεί τη μεγάλη αφορμή για την πλήρη αποδιάρθρωσή του.
Διευκόλυνση των απολύσεων, άρση της βασικής αρχής περί ευνοϊκότερης ρύθμισης για τον εργαζόμενο, αποδιάρθρωση του συστήματος διαμόρφωσης των μισθών και των συλλογικών συμβάσεων, ανάπτυξη της ελαστικοποίησης των ωραρίων και ενός ευρέος φάσματος φθηνών και ευέλικτων μορφών εργασίας σε βάρος της πλήρους και σταθερής απασχόλησης συνθέτουν τα χαρακτηριστικά του νέου εργασιακού τοπίου που διαμορφώνεται. Η εργασία από βασικός παραγωγός του πλούτου και οι αξιοπρεπείς όροι εργασίας ως συντελεστής αύξησης της παραγωγικότητας αντιμετωπίζονται ως επαχθές κόστος που επιβάλλεται η μείωσή του.
Την ίδια στιγμή, σε αντίθεση με τα συμπεράσματα της επιστημονικής έρευνας, οι μορφές της εργασιακής ανασφάλειας και επισφάλειας προβάλλονται ως παραγωγικές επιλογές, σε πείσμα και της κοινής λογικής που θεωρεί ότι η ανασφάλεια πλήττει ένα ουσιώδες παραγωγικό στοιχείο, την ψυχική υγεία. Κατά την ίδια χρονική περίοδο και ο θεσμός του συνδικάτου βρίσκεται στο στόχαστρο. Βάλλεται από την «αποβιομηχάνιση», την αυξανόμενη ανεργία, την ανάπτυξη της ευελιξίας στην εργασία, την υποστολή των συλλογικών οραμάτων και την ανάπτυξη του ατομικιστικού προτύπου, τις εσωτερικές αδυναμίες, παθογένειες, έριδες και ανεπάρκειες. Ταυτόχρονα κρίνεται, νομιμοποιημένο πλέον, ως μη παραγωγικό και εμπόδιο στις στρατηγικές επιλογές των επιχειρήσεων, μη προσαρμοζόμενο στο πνεύμα της νέας εποχής που δεν θέλει τον αδύναμο πόλο της εργασιακής σχέσης, τον εργαζόμενο, δρώντα συλλογικά αλλά φτερό στον άνεμο, σε ατομική διαπραγμάτευση με τον εργοδότη του για την επίτευξη του απώτερου στόχου της απόλυτης εξατομίκευσης των εργασιακών σχέσεων.
Η ιστορία με διαφορά 200 και πλέον χρόνων επαναλαμβάνεται με νέους όρους! Ως ενδιάμεσο στάδιο επιλέγεται η αποδυνάμωση της κεντρικής δομής του συνδικάτου (π.χ. κλαδικής) και της συνακόλουθης συνοχής και αλληλεγγύης, που ενισχύονται από το κύρος των κλαδικών συμβάσεων, υπέρ των αποκεντρωμένων επιχειρησιακών συμβάσεων προς όφελος της ανταγωνιστικότητας. Με αυτόν τον τρόπο τα συνδικάτα σύρονται στη λογική των στρατηγικών σχεδιασμών των εργοδοτών τους μέχρι σημείου να θέτουν ως στόχο, χάριν της ανταγωνιστικότητας, τη συρρίκνωση και το κλείσιμο ανταγωνιστριών επιχειρήσεων αδιαφορώντας για την προκαλούμενη ανεργία συναδέλφων τους!
Η αποδυνάμωση των συνδικάτων και ο εκτροχιασμός τους από βασικές συνδικαλιστικές αξίες έφεραν τα αποτελέσματά τους. Στο διάστημα 1987-2007 η συνδικαλιστική πυκνότητα στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες υποχωρεί μέχρι και 15 εκατοστιαίες μονάδες, παράλληλα με την αντίστοιχου μεγέθους υποχώρηση του μεριδίου της εργασίας, υπέρ του μεριδίου του κεφαλαίου, στο συνολικό παραγόμενο εισόδημα. Με λίγα λόγια, ο δυσμενέστερος πολιτικός συσχετισμός για τις δυνάμεις της εργασίας λόγω της νεοφιλελεύθερης μετάλλαξης της σοσιαλδημοκρατίας και της κρίσης της Αριστεράς, που αντανακλώνται και στη σοβαρή μείωση της συνδικαλιστικής πυκνότητας, έχει άμεση επίδραση στην υποβάθμιση της εργασίας, εικόνα που επιδεινώνεται δραματικά κατά την περίοδο της κρίσης.
Σήμερα, τη στιγμή που η μισθωτή εργασία αυξάνει την παρουσία της στη σύνθεση της απασχόλησης και παράλληλα διογκώνεται ο βαθμός της εκμετάλλευσής της, ο θεσμός των συνδικάτων είναι όσο ποτέ άλλοτε αναγκαίος για το μέλλον της εργασίας και της κοινωνίας γενικότερα. Ωστόσο είναι επιβεβλημένη και η έμπρακτη επάνοδος στις παραδοσιακές συνδικαλιστικές αξίες, τις στηριγμένες σε μια γνήσια και αυτόνομη συνδικαλιστική κουλτούρα, με ανοιχτούς τους ορίζοντες προς όλα τα τμήματα και τα νέα κοιτάσματα της μισθωτής εργασίας, με αποτελεσματικούς οργανωτικούς όρους που βάζουν φραγμούς στον πολυκερματισμό και στην πολυδιάσπαση, και, τέλος, με διεθνοποιημένο προσανατολισμό ως αναγκαία απάντηση στη μεθοδικά διεθνοποιημένη παρέμβαση του κεφαλαίου.
Ο κ. Γιάννης Κουζής είναι αναπληρωτής καθηγητής, πρόεδρος του Τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου. Αναδημοσιευση από το Βήμα της 30/4/2011
Η άποψη κατά της αναγκαιότητας των συνδικάτων, ενός θεσμού μη συμβατού με τη «μεταβιομηχανική» εποχή που διανύουμε, και μάλιστα με το επιχείρημα του αντιπαραγωγικού χαρακτήρα τους, δεν είναι καινούργια.
Τα πρώτα χρόνια της εμφάνισής τους και για πολλές δεκαετίες πριν από την αναγνώριση του συνδικαλιστικού δικαιώματος η βίαιη καταστολή της συνδικαλιστικής και της απεργιακής δράσης έχει ως βάση το επιχείρημα της παρεμπόδισης της ελευθερίας του επιχειρείν. Ωστόσο τα συνδικάτα, ως δυναμικές συλλογικές εκφράσεις της μισθωτής εργασίας, δημιουργούνται ως απάντηση απέναντι στην καπιταλιστική εκμετάλλευση και στην εργοδοτική αυθαιρεσία, φαινόμενα που αποδεικνύουν επίμονα τη διαχρονικότητά τους.
Κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες αναπτύσσονται και κυριαρχούν οι νεοφιλελεύθερες δοξασίες, που εκδηλώνουν την επιθετικότερη έκφραση του κεφαλαίου απέναντι στην εργασία, διεκδικώντας τη δική του ιστορική ρεβάνς για όλες τις παραχωρήσεις στις οποίες είχε προβεί κατά το παρελθόν για την αποφυγή εξελίξεων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν και σε κοινωνικές ανατροπές. Τώρα όμως που η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων ανακηρύσσεται σε υπέρτατη αξία και μεταφράζεται, κυρίως, με μείωση και συμπίεση του εργασιακού κόστους, το εργατικό δίκαιο βρίσκεται στο στόχαστρο με την εντολή του «εκσυγχρονισμού» που οδηγεί στην απορρύθμισή του, ενώ η πρόσφατη κρίση αποτελεί τη μεγάλη αφορμή για την πλήρη αποδιάρθρωσή του.
Διευκόλυνση των απολύσεων, άρση της βασικής αρχής περί ευνοϊκότερης ρύθμισης για τον εργαζόμενο, αποδιάρθρωση του συστήματος διαμόρφωσης των μισθών και των συλλογικών συμβάσεων, ανάπτυξη της ελαστικοποίησης των ωραρίων και ενός ευρέος φάσματος φθηνών και ευέλικτων μορφών εργασίας σε βάρος της πλήρους και σταθερής απασχόλησης συνθέτουν τα χαρακτηριστικά του νέου εργασιακού τοπίου που διαμορφώνεται. Η εργασία από βασικός παραγωγός του πλούτου και οι αξιοπρεπείς όροι εργασίας ως συντελεστής αύξησης της παραγωγικότητας αντιμετωπίζονται ως επαχθές κόστος που επιβάλλεται η μείωσή του.
Την ίδια στιγμή, σε αντίθεση με τα συμπεράσματα της επιστημονικής έρευνας, οι μορφές της εργασιακής ανασφάλειας και επισφάλειας προβάλλονται ως παραγωγικές επιλογές, σε πείσμα και της κοινής λογικής που θεωρεί ότι η ανασφάλεια πλήττει ένα ουσιώδες παραγωγικό στοιχείο, την ψυχική υγεία. Κατά την ίδια χρονική περίοδο και ο θεσμός του συνδικάτου βρίσκεται στο στόχαστρο. Βάλλεται από την «αποβιομηχάνιση», την αυξανόμενη ανεργία, την ανάπτυξη της ευελιξίας στην εργασία, την υποστολή των συλλογικών οραμάτων και την ανάπτυξη του ατομικιστικού προτύπου, τις εσωτερικές αδυναμίες, παθογένειες, έριδες και ανεπάρκειες. Ταυτόχρονα κρίνεται, νομιμοποιημένο πλέον, ως μη παραγωγικό και εμπόδιο στις στρατηγικές επιλογές των επιχειρήσεων, μη προσαρμοζόμενο στο πνεύμα της νέας εποχής που δεν θέλει τον αδύναμο πόλο της εργασιακής σχέσης, τον εργαζόμενο, δρώντα συλλογικά αλλά φτερό στον άνεμο, σε ατομική διαπραγμάτευση με τον εργοδότη του για την επίτευξη του απώτερου στόχου της απόλυτης εξατομίκευσης των εργασιακών σχέσεων.
Η ιστορία με διαφορά 200 και πλέον χρόνων επαναλαμβάνεται με νέους όρους! Ως ενδιάμεσο στάδιο επιλέγεται η αποδυνάμωση της κεντρικής δομής του συνδικάτου (π.χ. κλαδικής) και της συνακόλουθης συνοχής και αλληλεγγύης, που ενισχύονται από το κύρος των κλαδικών συμβάσεων, υπέρ των αποκεντρωμένων επιχειρησιακών συμβάσεων προς όφελος της ανταγωνιστικότητας. Με αυτόν τον τρόπο τα συνδικάτα σύρονται στη λογική των στρατηγικών σχεδιασμών των εργοδοτών τους μέχρι σημείου να θέτουν ως στόχο, χάριν της ανταγωνιστικότητας, τη συρρίκνωση και το κλείσιμο ανταγωνιστριών επιχειρήσεων αδιαφορώντας για την προκαλούμενη ανεργία συναδέλφων τους!
Η αποδυνάμωση των συνδικάτων και ο εκτροχιασμός τους από βασικές συνδικαλιστικές αξίες έφεραν τα αποτελέσματά τους. Στο διάστημα 1987-2007 η συνδικαλιστική πυκνότητα στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες υποχωρεί μέχρι και 15 εκατοστιαίες μονάδες, παράλληλα με την αντίστοιχου μεγέθους υποχώρηση του μεριδίου της εργασίας, υπέρ του μεριδίου του κεφαλαίου, στο συνολικό παραγόμενο εισόδημα. Με λίγα λόγια, ο δυσμενέστερος πολιτικός συσχετισμός για τις δυνάμεις της εργασίας λόγω της νεοφιλελεύθερης μετάλλαξης της σοσιαλδημοκρατίας και της κρίσης της Αριστεράς, που αντανακλώνται και στη σοβαρή μείωση της συνδικαλιστικής πυκνότητας, έχει άμεση επίδραση στην υποβάθμιση της εργασίας, εικόνα που επιδεινώνεται δραματικά κατά την περίοδο της κρίσης.
Σήμερα, τη στιγμή που η μισθωτή εργασία αυξάνει την παρουσία της στη σύνθεση της απασχόλησης και παράλληλα διογκώνεται ο βαθμός της εκμετάλλευσής της, ο θεσμός των συνδικάτων είναι όσο ποτέ άλλοτε αναγκαίος για το μέλλον της εργασίας και της κοινωνίας γενικότερα. Ωστόσο είναι επιβεβλημένη και η έμπρακτη επάνοδος στις παραδοσιακές συνδικαλιστικές αξίες, τις στηριγμένες σε μια γνήσια και αυτόνομη συνδικαλιστική κουλτούρα, με ανοιχτούς τους ορίζοντες προς όλα τα τμήματα και τα νέα κοιτάσματα της μισθωτής εργασίας, με αποτελεσματικούς οργανωτικούς όρους που βάζουν φραγμούς στον πολυκερματισμό και στην πολυδιάσπαση, και, τέλος, με διεθνοποιημένο προσανατολισμό ως αναγκαία απάντηση στη μεθοδικά διεθνοποιημένη παρέμβαση του κεφαλαίου.
Ο κ. Γιάννης Κουζής είναι αναπληρωτής καθηγητής, πρόεδρος του Τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου. Αναδημοσιευση από το Βήμα της 30/4/2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.